ΑΠ
1636/2012
Πάγια
αντιμισθία δικηγόρου - Καταγγελία σύμβασης έμμισθης εντολής για σπουδαίο λόγο
-.
Κρίθηκε ότι η αγωγή με την οποία ο ενάγων
δικηγόρος με πάγια αντιμισθία ζητεί αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης
ορισμένου χρόνου, χωρίς να υφίσταται σπουδαίος λόγος είναι μη νόμιμη, διότι η
σύμβαση έμμισθης εντολής των δικηγόρων περί παροχής υπηρεσιών έναντι πάγιας
αντιμισθίας είναι πάντοτε αορίστου χρόνου, ακόμη και αν συμφωνήθηκε ως
ορισμένου χρόνου και η καταγγελία αυτής της σύμβασης είναι πάντοτε αναιτιώδης. Με τη διάταξη του άρθρου 63 παρ. 5 δ' του
Κώδικα Δικηγόρων, εισάγεται δικαιολογημένη εξαίρεση του γενικού κανόνα, που
περιορίζει τον εντολέα να καταγγείλει τη σύμβαση έμμισθης εντολής, μόνο αν
υπάρχει σπουδαίος λόγος στη μοναδική περίπτωση, κατά την οποία για το προσωπικό
αυτού ισχύει κανονισμός, που προβλέπει μόνιμη υπηρεσία του προσωπικού,
ανεξάρτητα αν στον κανονισμό αυτό υπάγεται και ο δικηγόρος. Η καταγγελία της
σύμβασης έμμισθης εντολής δικηγόρου, που έγινε στο όνομα του νομικού προσώπου
ανώνυμης εταιρίας από πρόσωπο ή όργανο αυτής, το οποίο δεν είχε την εξουσία να
καταγγείλει τη σύμβαση, είναι ανυπόστατη. Το νομικό πρόσωπο δεν υπέχει ευθύνη
έναντι του δικηγόρου, ο οποίος έπαυσε να εκτελεί τα καθήκοντα του, εξαιτίας της
ανυπόστατης καταγγελίας, για την πληρωμή της πάγιας αντιμισθίας του, λόγω
υπερημερίας του νομικού προσώπου. Αν όμως, μετά την ανυπόστατη αυτή καταγγελία,
ο δικηγόρος προσέφερε τις υπηρεσίες του και το νομικό πρόσωπο τις απέκρουσε,
τότε τούτο περιέρχεται πλέον σε υπερημερία και υποχρεούται να καταβάλει σ'
αυτόν τις αντίστοιχες πάγιες αντιμισθίες.
Αριθμός 1636/2012
ΤΟ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1` Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτακη, Ανδρέα Δουλγεράκη,
Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά
του, στις 16 Οκτωβρίου 2012, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη,
για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος:
...... του ............, κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με
την ιδιότητα του ως δικηγόρου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Της αναιρεσίβλητης:
Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «.......................ΑΕ»
(................ ΑΕ), που εδρεύει στην Παιανία Αττικής και εκπροσωπείται
νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Περράκη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3-9-2006
αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο
Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 778/2008 οριστική του
ίδιου Δικαστηρίου και 7035/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της
τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από
30-8-2010 αίτηση του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που
εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε
την από 6-10-2011 έκθεση του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση
αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 63 παρ. 3, 4
και 5 ν.δ/τος 3026/1954
«περί του Κώδικος των Δικηγόρων» είναι ασυμβίβαστη
προς το δικηγορικό λειτούργημα πάσα έμμισθη υπηρεσία σε φυσικό ή νομικό
πρόσωπο. Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται στο δικηγόρο: α) η επί παγία, ετήσια ή
μηνιαία, αντιμισθία παροχή καθαρώς νομικών εργασιών, είτε ως δικαστικού ή
νομικού συμβούλου είτε ως δικηγόρου, β) απαγορεύεται η συμφωνία περί παροχής
νομικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή υπό προθεσμία. Τοιαύτη υπό
προθεσμία σύμβαση και προ του κώδικος γενομένη
θεωρείται ως αορίστου χρόνου. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι: 1) η
παροχή νομικών υπηρεσιών από δικηγόρο με περιοδική αμοιβή είναι επιτρεπτή και
έγκυρη μόνο με τη μορφή της σύμβασης έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου και 2) η
σύμβαση έμμισθης εντολής των δικηγόρων περί παροχής υπηρεσιών έναντι πάγιας
αντιμισθίας, είναι πάντοτε αορίστου χρόνου, ακόμη και αν συμφωνήθηκε ως
ορισμένου χρόνου. Ο εντολέας έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση αυτή
απροειδοποίητα και αναιτιολόγητα καταβάλλοντος στο δικηγόρο την, από την παρ. 1
του άρθρου 94 του ως άνω Κώδικα, προβλεπόμενη αποζημίωση. Η καταγγελία αυτή,
παρά τον εμπιστευτικό χαρακτήρα της συμβάσεως, απαγορεύεται αν αντίκειται στο
άρθρο 281 του ΑΚ, δηλαδή αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή
πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.
Καταχρηστική είναι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αόριστου χρόνου, όταν
υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος,
όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε κακότητα,
εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδικήσεως, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης,
αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου ή όταν γίνεται για
οικονομικοτεχνικούς λόγους, δηλαδή για την αναδιοργάνωση της επιχειρήσεως του
εργοδότη που καθιστά αναγκαία τη μείωση του προσωπικού, εφόσον οι λόγοι αυτοί
είναι προσχηματικοί και υποκρύπτουν πράγματι μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία ή
όταν είναι πραγματικοί, αλλά δεν έγινε επιλογή των απολυομένων με αντικειμενικά
κριτήρια (υπηρεσιακά ή κοινωνικά). Δεν συντρέχει όμως περίπτωση καταχρηστικής
καταγγελίας όταν οι τυχόν επικαλούμενοι από τον εργοδότη λόγοι, που φέρονται
ότι αποτέλεσαν την αιτία της καταγγελίας, είναι αναληθείς ή, πολύ περισσότερο,
όταν δεν υπάρχει κάποια αιτία, αφού, ενόψει του αναιτιώδους
χαρακτήρα της καταγγελίας, για να θεωρηθεί αυτή άκυρη ως καταχρηστική, δεν
αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε
καμία εμφανής αιτία, αλλ` απαιτείται η καταγγελία να έγινε για συγκεκριμένους
λόγους, που οφείλει να επικαλεστεί με πληρότητα και να αποδείξει ο εργαζόμενος,
εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει
τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ.
Εξάλλου και στην περίπτωση κατά την οποία
για το προσωπικό του εντολέα ισχύει κανονισμός, που προβλέπει μόνιμη υπηρεσία
αυτού, η καταγγελία της εν λόγω συμβάσεως από τον εντολέα μπορεί να γίνει μόνο
για σπουδαίο λόγο (ΟΛ.ΑΠ 21/2004). Εξ αυτών παρέπεται
ότι ο όρος στη σύμβαση έμμισθης εντολής, κατά τον οποίο λύεται αυτή για
σπουδαίο και μόνο λόγο, είναι, κατά τη σαφή έννοια των ανωτέρω διατάξεων,
ανεπίτρεπτος και αν τεθεί δεν λαμβάνεται υπόψη, ενώ η σύμβαση παραμένει ισχυρή,
διότι ένας τέτοιος όρος θα καθιστούσε τη θέση του συνδεομένου με σύμβαση
έμμισθης εντολής δικηγόρου ισχυρότερη και από εκείνη που ο ίδιος θα είχε αν
συνδεόταν με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, δηλαδή με σύμβαση υπό
προθεσμία, την οποία ρητά αποκλείει το άρθρο 63 παρ. 5α` του Κώδικα Δικηγόρων,
αφού και η τελευταία αυτή σύμβαση μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 672 Α.Κ., να
καταγγελθεί για σπουδαίο λόγο, γεγονός που δεν μπορεί να αποκλεισθεί με
αντίθετη συμφωνία, παρέχει δε το πλεονέκτημα ότι λύεται οπωσδήποτε με την
πάροδο του συμφωνηθέντος χρόνου, ενώ η σύμβαση, έμμισθης εντολής αορίστου
χρόνου δεν θα μπορούσε να λυθεί ποτέ από τον εντολέα χωρίς τη συνδρομή
σπουδαίου λόγου. Το αντίθετο δεν συνάγεται από το άρθρο 63 παρ. 5 δ` του
ανωτέρω Κώδικα, που περιορίζει τον εντολέα να καταγγείλει τη σύμβαση έμμισθης
εντολής μόνο αν υπάρχει σπουδαίος λόγος στη μοναδική περίπτωση, κατά την οποία
για το προσωπικό αυτού ισχύει κανονισμός, που προβλέπει μόνιμη υπηρεσία του
προσωπικού, διότι η εν λόγω διάταξη, εισάγουσα εξαίρεση από το γενικό κανόνα
της αναιτιολόγητης κατά πάντα χρόνο καταγγελίας της έμμισθης εντολής,
εφαρμόζεται μόνο στην ειδική περίπτωση, που προβλέπει και δεν επιτρέπεται να
συναχθεί ερμηνευτικά ότι και σε κάθε άλλη περίπτωση έμμισθης εντολής είναι
επιτρεπτός ο όρος, ο οποίος εξαρτά το δικαίωμα του εντολέα να καταγγείλει την
έμμισθη εντολή από την ύπαρξη σπουδαίου λόγου, αφού τέτοια ερμηνεία θα
καθιστούσε κενό περιεχόμενο τον ως άνω κανόνα και θα αφαιρούσε από την έμμισθη
εντολή τον προσωπικό και εμπιστευτικό χαρακτήρα της, στον οποίο στηρίζεται ο
κανόνας αυτός.
Στην προκείμενη περίπτωση, με την από
3.9.2006 αγωγή, κατ` εκτίμηση του περιεχομένου της, ο ενάγων (ήδη αναιρεσείων) ισχυρίστηκε, ότι η εναγομένη, (ήδη αναιρεσίβλητη), με την οποία συνδεόταν με σύμβαση παροχής
νομικών υπηρεσιών, κατήγγειλε αυτήν (σύμβαση) πρόωρα με αποτέλεσμα η τελευταία
να υποχρεούται σε καταβολή των μισθών υπερημερίας του, μέχρι τη συμφωνηθείσα
λήξη της σύμβασης στις 13.1.2011.
Ζήτησε δε, μετά το νόμιμο περιορισμό της,
να αναγνωριστεί η υποχρέωση της να του καταβάλει το άνω ποσό με το νόμιμο τόκο.
Επί της αγωγής εκδόθηκε η 778/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, η οποία
την απέρριψε ως μη νόμιμη και κατ` αυτής άσκησε έφεση. Με την προσβαλλόμενη
απόφαση του το Εφετείο δέχθηκε ότι η υπό κρίση αγωγή, κατά την κύρια βάση της,
με την οποία ο ενάγων ζητεί αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης ορισμένου
χρόνου, χωρίς να υφίσταται σπουδαίος λόγος, είναι μη νόμιμη, διότι, η σύμβαση
έμμισθης εντολής των δικηγόρων περί παροχής υπηρεσιών έναντι πάγιας
αντιμισθίας, είναι πάντοτε αορίστου χρόνου, ακόμη και αν συμφωνήθηκε ως
ορισμένου χρόνου, και η καταγγελία αυτής της σύμβασης είναι πάντοτε αναιτιώδης. Κρίνοντας, έτσι το Εφετείο δεν παραβίασε ούτε
ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων, που
προαναφέρθηκαν, ούτε εκείνη του άρθρου 361 του ΑΚ, και ο, περί του αντιθέτου,
από τον αρ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, πρώτος λόγος
της αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του
Συντάγματος «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα του
και να συμμετέχει στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας, εφόσον δεν
προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά
ήθη». Με τη διάταξη αυτή ανάγεται σε δικαίωμα (ατομικό) η συμμετοχή στην
οικονομική ζωή της χώρας και κατοχυρώνεται η οικονομική ελευθερία. Ειδική
πλευρά της οικονομικής ελευθερίας είναι η ελευθερία της εργασίας (ως ατομικό
δικαίωμα), δηλαδή το δικαίωμα καθενός να εργάζεται και να επιλέγει ελεύθερα το
είδος, τον τόπο και το χρόνο της εργασίας του. Η ελευθερία αυτή περιλαμβάνει
την ελευθερία των συμβάσεων (ελευθερία σύναψης και καταγγελίας της σύμβασης,
ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλομένου, ελευθερία διαμόρφωσης του
περιεχομένου της σύμβασης κλπ), όπως προβλέπεται ειδικότερα στη διάταξη του
άρθρου 361 ΑΚ (ΟΛ. ΑΠ. 33/2002). Η με τη διάταξη αυτή καθιερούμενη
προστασία της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας δεν είναι απόλυτη και
είναι δυνατόν να επιβάλλονται νομοθετικοί περιορισμοί, εφόσον αυτοί είναι αντικειμενικοί
και δικαιολογούνται από λόγους γενικότερου δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος. Ορο παραδοχής των περιορισμών αυτών αποτελεί και ο υπό
τούτων σεβασμός της αρχής της αναλογικότητας. Η αρχή αυτή, αναγνωριζόμενη
παγίως, ως ισχύουσα, από τη νομολογία των δικαστηρίων και πριν από την αναγωγή
της σε ρητή συνταγματική έννοια με την αναθεώρηση του Συντάγματος από τη Ζ`
Αναθεωρητική Βουλή την 18.4.2001 (άρθρο 25 παρ. 1 εδ.
β ) και κατά το χρόνο δημοσιεύσεως του νόμου 1969/1991, ο οποίος κατά τις
παρακάτω σκέψεις εισάγει περιορισμό ατομικού δικαιώματος συνταγματικά
προστατευομένου, απαιτεί όπως οι από το νομοθέτη ή τη διοίκηση επιβαλλόμενοι
περιορισμοί στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων οριοθετούνται με βάση τα
εννοιολογικά στοιχεία της προσφορότητας και της
αναγκαιότητας του λαμβανόμενου μέτρου και της αναλογίας του προς τον
επιδιωκόμενο με αυτό σκοπό (ΟΛ. ΑΠ.10/2003). Στην προκειμένη περίπτωση το
Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε ότι η παροχή νομικών
υπηρεσιών δικηγόρου προς τον πελάτη του (εντολέα) με πάγια περιοδική αμοιβή,
είναι σχέση που θεωρείται ως απόλυτης εμπιστοσύνης, που πρέπει να τον συνδέει
διαρκώς με τον εκάστοτε εντολέα του. Συνεπώς δικαιολογείται ο ως άνω
περιορισμός της συμβατικής ελευθερίας, αφού προστατεύεται το γενικότερο
συμφέρον, αφενός, με τη διαφύλαξη του κύρους του δικηγόρου, της αξιοπρέπειας
του και της ανεξαρτησίας του και αφετέρου με τη δυνατότητα του εντολέα να
προσφεύγει στη δικαιοσύνη με όποιο συνήγορο επιθυμεί, χωρίς να δεσμεύεται
αδικαιολόγητα από τη σύμβαση. Σε περίπτωση δηλαδή που η σύμβαση παρέμενε
ορισμένης διάρκειας, σύμφωνα δηλαδή με όσα εκθέτει ο ενάγων στην αγωγή του περί
ελευθερίας των συμβάσεων, τότε το δικαίωμα του εντολέα να καταγγείλει την
έμμισθη εντολή θα εξαρτιόταν από την ύπαρξη σπουδαίου λόγου και θα αφαιρούσε
από την έμμισθη εντολή τον προσωπικό και εμπιστευτικό χαρακτήρα της. Κρίνοντας
έτσι το Εφετείο, δεν παραβίασε την προαναφερθείσα διάταξη του Συντάγματος.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, από τον αρ. 1
του ΚΠολΔ, με το οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι η
διάταξη του άρθρου 63 παρ. 5 α` του Ν.Δ. 3026/1954 «περί κώδικος
των δικηγόρων», είναι αντίθετη με το Σύνταγμα και άρα ανεφάρμοστη, διότι
παραβιάζει την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων που κατοχυρώνεται συνταγματικά
ως μερικότερη έκφραση της οικονομικής ελευθερίας, που με τη σειρά της
περιλαμβάνεται στο δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας είναι
αβάσιμος.
Κατά το τρίτο και τελευταίο μέρος του, με
το οποίο προβάλλονται αιτιάσεις από τους αρ. 10 και 19 του ΚΠολΔ,
ο ίδιος λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος, αφού για την κρίση αυτή του
Εφετείου, δεν εκδόθηκε αποδεικτικό πόρισμα. Περαιτέρω, και ο δεύτερος λόγος της
αναίρεσης, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον
οποίο ο αναιρεσείων επικαλείται, ότι η ως άνω διάταξη
είναι ανεφάρμοστη, διότι, με τον περιορισμό που εισάγει, παραβιάζεται η αρχή
της αναλογικότητας, αφού ο μεν εντολέας-εργοδότης του είναι ένας από του
σημαντικότερους και ισχυρότερους επιχειρηματικούς ομίλους της χώρας, με
τεράστιες οικονομικές δυνατότητες, αυτός δε, προκειμένου να εργαστεί στον
ανωτέρω όμιλο εγκατέλειψε τη δικηγορική του έδρα και το σύνολο των προσωπικών
του πελατών, με την προϋπόθεση ότι η σύμβαση θα είχε ορισμένο χρόνο, αλλιώς δεν
θα είχε συνάψει την επίδικη σύμβαση, είναι επίσης αβάσιμος, διότι, όπως
προαναφέρθηκε, η ως άνω διάταξη, γνωστή στον ενάγοντα όταν κατάρτιζε την
επίδικη σύμβαση, υπαγορεύεται από το γενικότερο συμφέρον και δεν είναι αντίθετη
στην αρχή της αναλογικότητας, αφού, ενόψει του επιδιωκόμενου σκοπού που
προαναφέρθηκε, ήταν αναγκαία και πρόσφορη και δεν είναι δυσανάλογη, αποτελεί δε
επιτρεπτό περιορισμό της κατοχυρωμένης με το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος
οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας.
Η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του
Συντάγματος ορίζει ότι «οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον
του νόμου». Με βάση την αρχή αυτή, ο κοινός νομοθέτης δεσμεύεται κατά τη
ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων, καταστάσεων και κατηγοριών
προσώπων, να μην εισάγει εξαιρέσεις και να μην κάνει διακρίσεις, εκτός αν αυτό
επιβάλλεται από λόγους γενικότερου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται
στον έλεγχο των Δικαστηρίων (Ολ. ΑΠ 13/1996, Ολ. ΑΠ 14/1996). Από τη συνταγματική, όμως, αρχή αυτή της
ισότητας δεν αποκλείεται η διαφορετική ρύθμιση περιπτώσεων, που τελούν υπό
διαφορετικές ειδικές συνθήκες, ούτε κωλύεται η θέσπιση με νόμο διακρίσεων που
δικαιολογούνται από τη συνδρομή ειδικών συνθηκών και που εξυπηρετούν ευλόγως
ειδικό συμφέρον ή ειδική σκοπιμότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, με τη διάταξη
του άρθρου 63 παρ. 5 δ` του κώδικα δικηγόρων, εισάγεται εξαίρεση του γενικού
κανόνα, που περιορίζει τον εντολέα να καταγγείλει τη σύμβαση έμμισθης εντολής,
μόνο αν υπάρχει σπουδαίος λόγος στη μοναδική περίπτωση, κατά την οποία για το
προσωπικό αυτού ισχύει κανονισμός, που προβλέπει μόνιμη υπηρεσία του
προσωπικού, ανεξάρτητα αν στον κανονισμό αυτό υπάγεται και ο δικηγόρος. Η ως
άνω εξαίρεση δικαιολογείται από το γεγονός ότι όπου υπάρχει κανονισμός για το
προσωπικό που προβλέπει μόνιμη υπηρεσία προσωπικού, η απόλυση του προσωπικού
γίνεται μόνο για τους λόγους που αναφέρονται στον εκάστοτε ισχύοντα κανονισμό,
που έχει άλλοτε ισχύ νόμου και άλλοτε συμβατική ισχύ, οπότε στην περίπτωση
αυτή, θα ήταν δυσμενής η θέση των έμμισθων δικηγόρων έναντι των λοιπών
εργαζομένων στον ίδιο εργοδότη, αφού ο τελευταίος θα μπορούσε να καταγγείλει τη
σύμβαση όποτε ήθελε. Συνεπώς, η ως άνω εξαίρεση δεν αντίκειται στην αρχή της
ισότητας του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, στο μέτρο που εισάγει την ως άνω
εξαίρεση του άρθρου 63 παρ.5 εδ. δ και ο, περί του
αντίθετου, από τον αρ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, τρίτος
λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, με το οποίο υποστηρίζονται τα
αντίθετα, είναι αβάσιμος. Επίσης αβάσιμος είναι ο ίδιος λόγος αναιρέσεως, κατά
το δεύτερο μέρος του, με το οποίο προβάλλονται αιτιάσεις, από τον αρ. 1 του
άρθρου 559 ΚΠολΔ, και αναφέρονται στο ότι η επίμαχη
διάταξη εισάγει δυσμενή διάκριση των δικηγόρων σε σχέση με άλλους ελεύθερους
επαγγελματίες, όπως είναι οι γιατροί, οι οικονομολόγοι, οι λογιστές και οι
πολιτικοί μηχανικοί, οι οποίοι μπορούν να συνάπτουν συμβάσεις παροχής
ανεξαρτήτων υπηρεσιών ορισμένου χρόνου. Και τούτο, διότι οι συμβάσεις αυτές δεν
είναι συγκρίσιμες και ενόψει της διαφορετικής φύσεως των παρεχομένων υπηρεσιών
δικαιολογείται επαρκώς η διαφορετική μεταχείριση. Κατά το τρίτο μέρος του, με
το οποίο προβάλλονται αιτιάσεις, από τον αρ.19, είναι απαράδεκτος, διότι δεν
εκδόθηκε αποδεικτικό πόρισμα.
Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου
Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως, για την προστασία των δικαιωμάτων του
ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που κυρώθηκε μαζί με τη σύμβαση με το
ΝΔ 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη
τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων «παν φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται
σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του
ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και
των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμενοι διατάξεις δεν
θίγουν το δικαίωμα παντός κράτους, όπως θέτει εν ισχύει νόμους, τους οποίους
ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμιση της χρήσεως αγαθών, συμφώνως προς το
δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής
φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Στην κατά τα ανωτέρω προστατευόμενη
περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα
εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως
κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και
δη οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή
διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει
νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον, πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο,
νομοθετικό καθεστώς ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά. Στην προκειμένη περίπτωση
η επίδικη διάταξη (άρθρο 63 παρ. 5 του κώδικα περί δικηγόρων) δεν είναι
αντίθετη με την ως άνω διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Πρώτου Προσθέτου
Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ούτε του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα σε δίκαιη
δίκη) διότι, με βάση το ισχύον κατά την άσκηση της αγωγής δίκαιο και όσα
προαναφέρθηκαν, δεν υπήρχε νόμιμη προσδοκία να ικανοποιηθεί δικαστικά το επίδικο
δικαίωμα του αναιρεσείοντα για αποζημίωση. Συνεπώς,
ο, περί του αντιθέτου, πέμπτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα
αντίθετα, κατά μεν το πρώτο, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μέρος του, είναι αβάσιμος, κατά δε το δεύτερο, από
τον αρ. 19, είναι απαράδεκτος. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 63 παρ. 5 του
κώδικα περί δικηγόρων δεν είναι αντίθετη με: α) τη διάταξη του άρθρου 43 Συνθ.
ΕΚ, σύμφωνα με την οποία οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των
υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους
απαγορεύεται, β) τη διάταξη του άρθρου 49 Συνθ. ΕΚ, που επιτάσσει την εξάλειψη
κάθε δυσμενούς διακρίσεως λόγω ιθαγενείας σε βάρος του εγκατεστημένου σε άλλο
κράτος μέλους παρέχοντος υπηρεσίες αλλά και την κατάργηση κάθε περιορισμού,
όταν μπορεί να παρεμποδίσει, παρενοχλήσει ή καταστήσει λιγότερο ελκυστικές τις
δραστηριότητες του παρέχοντος υπηρεσίες ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε άλλο
κράτος μέλος όπου νομίμως παρέχει ανάλογες υπηρεσίες και γ) τη διάταξη του
άρθρου 39ΣυνθΕΚ που κατοχυρώνει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, διότι
η διάταξη αυτή δεν περιορίζει την κοινοτική ελευθερία και δεν είναι αντίθετη
προς τους ως άνω κοινοτικούς κανόνες, οι οποίοι δεν έχουν άμεση εφαρμογή στην
υπό κρίση υπόθεση, και συνεπώς ο, περί του αντιθέτου, από τον αρ. 1 του άρθρου
559 ΚΠολΔ, τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Οπως προαναφέρθηκε, κάθε
έμμισθη υπηρεσία σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, είναι ασυμβίβαστη προς το δικηγορικό
λειτούργημα, η, κατ` εξαίρεση, δε επιτρεπόμενη στο δικηγόρο παροχή νομικών
υπηρεσιών με πάγια ετήσια ή μηνιαία αμοιβή, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο
σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και επί της σχέσεως αυτής δεν εφαρμόζονται οι γνήσιες
διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας παρά μόνο εφόσον επιτρέπει αυτό ειδικός
νόμος ή αναλογικά, αν προσαρμόζονται προς τις άνω διατάξεις του Κώδικα των
Δικηγόρων και δεν αντίκεινται στο δημόσιο χαρακτήρα του δικηγορικού
επαγγέλματος (βλ. άρθρο 1 του Δικ. Κώδικα και Ολ. ΑΠ 25/2002). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο
δέχθηκε ότι ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, που
προβλήθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναφέρθηκε με λόγο της έφεσης του,
ενώπιον του, ότι η συναφθείσα με την αναιρεσίβλητη
εταιρία σύμβαση έχει διττό χαρακτήρα, περιέχουσα όρο περί ανάθεσης σ` αυτόν και
διοικητικών καθηκόντων και ως εκ τούτου δεν υπάγεται στις διατάξεις του κώδικα
περί δικηγόρων, αλλά στις γενικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, είναι
απορριπτέος ως αβάσιμος. Κρίνοντας έτσι, δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 63
παρ. 5 του ν.δ/τος
3026/1954, την οποία εφάρμοσε και ο, περί του αντιθέτου, από το άρθρο 559 αρ. 1
ΚΠολΔ, έκτος, λόγος της αναίρεσης, είναι αβάσιμος,
κατά το μέρος δε που με αυτόν προβάλλονται αιτιάσεις και από τον αρ. 19 είναι
απαράδεκτος, αφού η απόρριψη του ισχυρισμού έγινε για νομικό λόγο.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του
ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των
δικαιοπραξιών (αρθρ. 173 και 200 του ΑΚ). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν
δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή
του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν
εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε
με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή.
Περαιτέρω, το δικαίωμα ασκείται
καταχρηστικώς (άρθρο 281 ΑΚ) και, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που
προηγήθηκε της ασκήσεως του, καθώς και η πραγματική κατάσταση, που
διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα, που μεσολάβησε, δημιούργησαν στον
υπόχρεο την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί, σε τρόπο ώστε η μεταγενέστερη
άσκηση του, που θα έχει επαχθείς, για τον υπόχρεο, συνέπειες, να μη δικαιολογείται
επαρκώς και να υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα
χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Εξάλλου,
καταχρηστική είναι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αόριστου χρόνου, όταν
υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του
δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε
κακότητα, εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδικήσεως, συνεπεία προηγηθείσας
νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου ή όταν
γίνεται για οικονομικοτεχνικούς λόγους, δηλαδή για την αναδιοργάνωση της
επιχειρήσεως του εργοδότη, που καθιστά αναγκαία τη μείωση του προσωπικού,
εφόσον οι λόγοι αυτοί είναι προσχηματικοί και υποκρύπτουν πράγματι μίσος,
εμπάθεια ή κακοβουλία ή όταν είναι πραγματικοί, αλλά δεν έγινε επιλογή των
απολυομένων με αντικειμενικά κριτήρια (υπηρεσιακά ή κοινωνικά). Δεν συντρέχει
όμως περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας, όταν οι τυχόν επικαλούμενοι από τον
εργοδότη λόγοι, που φέρονται ότι αποτέλεσαν την αιτία της καταγγελίας, είναι
αναληθείς ή, πολύ περισσότερο, όταν δεν υπάρχει κάποια αιτία, αφού, ενόψει του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, για να θεωρηθεί αυτή
άκυρη, ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε ο εργοδότης
ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλ` απαιτείται η
καταγγελία να έγινε για συγκεκριμένους λόγους, που οφείλει να επικαλεστεί με
πληρότητα και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του
σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281
ΑΚ. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων
επικαλείται ότι η καταγγελία της σύμβασης είναι καταχρηστική για το λόγο ότι 1)
συντελέστηκε χωρίς να συντρέχει οποιαδήποτε υπηρεσιακή ανάγκη, 2) αντ` αυτού η εναγομένη προσέλαβε μετά την καταγγελία δύο
τουλάχιστον δικηγόρους παρά Εφέταις και παρά Πρωτοδίκαις με σαφώς μειωμένα προσόντα και 3) σε ανάλογες περιπτώσεις
η εναγομένη αποζημίωσε τους νομικούς συμβούλους ....... και ......., δικηγόρους
Αθηνών και μάλιστα το δεύτερο, που είχε συνάψει σύμβαση ορισμένου χρόνου και
στον οποίο κατέβαλε, ως αποζημίωση, το σύνολο του ποσού της αμοιβής του, έως
την κανονική λήξη της συμβάσεως του, και συνεπώς η άρνηση της να του καταβάλει
το ποσό της αμοιβής του έως τη λήξη της σύμβασης δεν συμβιβάζεται με την αρχή
της ίσης μεταχείρισης.
Ο ισχυρισμός αυτός, σύμφωνα με όσα
προαναφέρθηκαν, δεν θεμελιώνει την καταχρηστική άσκηση της καταγγελίας της
επίδικης σύμβασης και τούτο, διότι η καταγγελία, χωρίς αιτία, της έμμισθης
εντολής προς δικηγόρο, δεν αρκεί για να θεμελιώσει την καταχρηστικότητα
της, λόγω του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας.
Εξάλλου, ο αναιρεσείων δεν προσδιορίζει τις
συγκεκριμένες ανάγκες της αναιρεσίβλητης, για παροχή
νομικών υπηρεσιών, τους όρους προσλήψεως των παραπάνω δύο δικηγόρων και τα
προσόντα αυτών, ώστε να κριθεί από το δικαστήριο η καταχρηστικότητα
ή μη της επιλογής της να καταγγείλει τη σύμβαση με τον ενάγοντα και να
προσλάβει δύο άλλους δικηγόρους στη θέση του, ούτε ακόμη προσδιορίζει τις
υπηρεσίες που προσέφεραν οι αποζημιωθέντες από την αναιρεσίβλητη,
νομικοί σύμβουλοι της, ..... και ........., δικηγόροι Αθηνών, τις συνθήκες και
το χρόνο κατά τον οποίο εργάστηκαν σ` αυτήν, το ύψος της αποζημίωσης που
έλαβαν, ώστε να κριθεί αν, η εναγομένη, κατ` εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης,
υποχρεούται να καταβάλει και σ` αυτόν (αναιρεσείοντα)
την ίδια, ως άνω, αποζημίωση. Συνεπώς το Εφετείο, με το να λάβει υπόψη του και
στη συνέχεια να απορρίψει, ως μη νόμιμο, τον παραπάνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες από τους αρ. 1
και 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αφού, σύμφωνα με όσα
προαναφέρθηκαν, δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, τη διάταξη του άρθρου 281
ΑΚ, από δε την απόφαση προκύπτει ότι έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό αυτό.
Επομένως είναι αβάσιμοι ο περί του αντιθέτου έβδομος και όγδοος, λόγοι της
αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλονται οι αντίστοιχες πλημμέλειες. Τέλος,
κατά το μέρος τους, με το οποίο προβάλλεται και η πλημμέλεια της απόφασης από
τους αρ. 11 και 19 είναι απαράδεκτοι, αφού ο ισχυρισμός απορρίφθηκε, ως μη
νόμιμος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 167, 232, 68,
70, 349, 351 ΑΚ, και 94 του Κώδικα Δικηγόρων και των άρθρων 18 παρ.1,3 και 22
του Ν. 2190/1920 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης έμμισθης εντολής
δικηγόρου, που έγινε στο όνομα του νομικού προσώπου ανώνυμης εταιρίας από πρόσωπο
ή όργανο αυτής, το οποίο δεν είχε την εξουσία να καταγγείλει τη σύμβαση, είναι
ανυπόστατη. Στην περίπτωση αυτή το νομικό πρόσωπο δεν υπέχει ευθύνη έναντι του
δικηγόρου, ο οποίος έπαυσε να εκτελεί τα καθήκοντα του, εξαιτίας της
ανυπόστατης καταγγελίας, για την πληρωμή της πάγιας αντιμισθίας του, λόγω
υπερημερίας του νομικού προσώπου. Αν όμως, μετά την ανυπόστατη αυτή καταγγελία,
ο δικηγόρος προσέφερε τις υπηρεσίες του και το νομικό πρόσωπο τις απέκρουσε,
τότε τούτο περιέρχεται πλέον σε υπερημερία και υποχρεούται να καταβάλει σ`
αυτόν τις αντίστοιχες πάγιες αντιμισθίες. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η κοινοποιηθείσα στις 30-6-2006
καταγγελία της σύμβασης της έμμισθης εντολής, που συνέδεε αυτόν και την αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία, δεν έγινε από τον πρόεδρο ή
το διευθύνοντα σύμβουλο της, που είναι τα μοναδικά πρόσωπα που διαθέτουν εκ του
καταστατικού της εταιρίας την εξουσία να καταγγείλουν τη σύμβαση, αλλά
υπογράφηκε από τρίτο πρόσωπο, τα στοιχεία του οποίου δεν προκύπτουν στην
έγγραφη καταγγελία, είναι ανυπόστατη και ότι εντεύθεν αυτός δικαιούται τις
αποδοχές υπερημερίας για το μετά την καταγγελία και μέχρι τη λήξη της επίδικης
σύμβασης χρονικό διάστημα. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή
απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ως αόριστη, γιατί το Εφετείο δέχθηκε,
ότι η υπό αναρμόδιου προσώπου ή οργάνου της αναιρεσίβλητης
γενόμενη ως άνω καταγγελία είναι ανυπόστατη και δεν επέφερε τη λύση της
σύμβασης έμμισθης εντολής που συνέδεε τους διαδίκους, εφόσον όμως ο αναιρεσείων δεν επικαλείται ότι προσέφερε τις υπηρεσίες του
δεν δικαιούται αμοιβής, την οποία μόνο αν προσφερόταν στην παροχή αυτών και η αναιρεσίβλητη τις απέκρουε θα μπορούσε να αξιώσει, λόγω
υπερημερίας, τις αντίστοιχες πάγιες αντιμισθίες του αιτουμένου χρονικού
διαστήματος. Η αγωγή αυτή, ως προς την εν λόγω βάση της, είναι πράγματι
αόριστη, αφού δεν περιέχει το αναγκαίο για τη θεμελίωση της πραγματικό
περιστατικό, αν δηλαδή και μετά την καταγγελία της σύμβασης έμμισθης εντολής
του αναιρεσείοντα, από μη νομιμοποιούμενο προς τούτο
πρόσωπο της αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας,
προσέφερε πράγματι, ενόψει του ανυπόστατου της καταγγελίας, τις υπηρεσίες του
σ` αυτή, η οποία και τις απέκρουσε, περιελθούσα έτσι σε υπερημερία. Δεν
συνιστούν δε επίκληση του γεγονότος τούτου, τα διαλαμβανόμενα, εντελώς αόριστα,
στο αναιρετήριο ως προταθέντα με την αγωγή, ότι αν
και προσφέρεται ο αναιρεσείων στην παροχή των
υπηρεσιών του η αναιρεσίβλητη τις αποκρούει, ενόψει
του ότι, για τη θεμελίωση της σχετικής αξίωσης του, δεν προσδιορίζονται
συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά (προσφοράς των υπηρεσιών του και απόκρουσης
των από την αναιρεσίβλητη). Επομένως, σύμφωνα με όσα
προαναφέρθηκαν, το Εφετείο δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, τις ουσιαστικού
δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν και εφόσον από την απόφαση προκύπτει ότι
έλαβε υπόψη του την βάση αυτή της αγωγής και την απέρριψε, πρέπει ν` απορριφθεί
ο, περί του αντιθέτου, από τον αριθ. 1 και 8 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ,
ένατος λόγος της αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλονται οι αντίστοιχες
πλημμέλειες. Τέλος, κατά το μέρος του, με το οποίο προβάλλεται και η πλημμέλεια
της απόφασης, από τους αρ. 11 και 19, είναι απαράδεκτος, αφού η αγωγή, κατά τη
βάση της αυτή, απορρίφθηκε, ως μη νόμιμη.
Κατ` ακολουθίαν
των ανωτέρω, απορριπτόμενου δε ως μη αναγκαίου, του αιτήματος του αναιρεσείοντος, για την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος
στο ΔΕΚ, σχετικά με το αν οι διατάξεις των άρθρων 45, 49 και 56 ΣΛΕΕ, που
κατοχυρώνουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, την ελεύθερη εγκατάσταση
και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών επιτρέπουν εθνική ρύθμιση, βάσει της οποίας
απαγορεύεται στους δικηγόρους η σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου για την
παροχή νομικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή, τυχόν δε σύναψη τέτοιας συμβάσεως
θεωρείται ως αορίστου χρόνου, που μπορεί να καταγγελθεί οποτεδήποτε και αναιτιωδώς από οποιοδήποτε εκ των συμβαλλομένων μερών,
πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθ. 176 και 183 του ΚΠολΔ),
όπως ειδικότερα στο διατακτικό προσδιορίζονται.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 30-8-2010, αίτηση του αναιρεσείοντος για την αναίρεση της 7035/2009 αποφάσεως του
Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα
στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία
ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό (1100) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις
6 Νοεμβρίου 2012.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια
συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 20 Νοεμβρίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ν.Σ.