ΑΠ 1551/2006

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Απάτη - Τρόποι τέλεσης απάτης - Απάτη από κοινού -.

 

Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό πλημμελήματος απαιτείται, η προς τον σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από τον δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξ αιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη, ένεκα της οποίας, ως άμεσο αποτέλεσμα, επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου. Το έγκλημα της απάτης μπορεί να συντελεστεί με τρεις υπαλλακτικά τρόπους, δηλαδή είτε με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, είτε με αθέμιτη απόκρυψη των αληθινών είτε με αθέμιτη παρασιώπηση αυτών. Οι τρόποι τέλεσης της απάτης διαφέρουν μεταξύ τους, ως προς το εννοιολογικό περιεχόμενό τους. Οι δύο πρώτοι, ήτοι η παράσταση ψευδών γεγονότων, ως αληθινών και η απόκρυψη των αληθινών συνιστούν καθένας τους θετική ενέργεια απατηλής συμπεριφοράς. Ο δεύτερος, σε αντίθεση με τον πρώτο, προϋποθέτει πάντοτε και άλλη αθέμιτη ενέργεια του δράστη προγενέστερη ή σύγχρονη συγκαλυπτική της αλήθειας από τον άλλον, τον οποίον στη συνέχεια τον παραπλανά με την αθέμιτη απόκρυψή της. Ο τρίτος, η παρασιώπηση των αληθινών, προϋποθέτει ότι ο δράστης είχε υποχρέωση είτε από το νόμο είτε από τη σύμβαση είτε από προηγούμενη ενέργειά του για ανακοίνωση των αληθινών και συνιστά απατηλή συμπεριφορά του πραγματώνεται με παράλειψη. Η παραδοχή περισσοτέρων από ένα, τρόπων τελέσεως, εφόσον αλληλοαναιρούνται, δημιουργεί ασάφεια και αντίφαση της αποφάσεως και καθίσταται ανέφικτος από τον Αρειο Πάγο ο έλεγχος για το πώς συντελέστηκε η απάτη, η δε απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως για εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ. Απάτη από κοινού. Αναιρείται η καταδικαστική απόφαση για απάτη από κοινού διότι διέλαβε αντιφατική αιτιολογία, γιατί, ενώ στο σκεπτικό δέχεται ότι μία σειρά απατηλών ενεργειών έλαβε χώρα από τον ένα κατηγορούμενο, στο διατακτικό δέχεται ότι η ίδια σειρά ενεργειών έλαβε χώρα από τον συγκατηγορούμενο του. Περαιτέρω, ενώ στο σκεπτικό γίνεται δεκτό ότι η απάτη τελέστηκε με την απόκρυψη από τον εγκαλούντα αληθινών γεγονότων, στο διατακτικό δέχεται ότι το αδίκημα της απάτης τελέστηκε με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών. Η κατά τα άνω παραδοχή δύο υπαλλακτικών τρόπων τελέσεως της απάτης (ο ένας στο σκεπτικό και ο άλλος στο διατακτικό) και η αντιφατική παραδοχή των περιστατικών σχετικά με την συμμετοχή ενός εκάστου κατηγορουμένου, στερεί την απόφαση αφ' ενός μεν νομίμου βάσεως για εκ πλαγίου παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 386 παρ. 1 α και 45 ΠΚ, που καθιστά αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή αυτών, αφ' ετέρου δε ειδικής  και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Η  απόφαση, κατά παραδοχή ως βασίμων των εκ των άρθρων 510 παρ. 1 Ε, Δ ΚΠΔ λόγων αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί κα να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα εκδίκαση, εις το οποίο, όμως, δεν θα συμμετάσχουν οι πρότερον δικάσαντες δικαστές (άρθρ. 519 ΚΠΔ).

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   ΑΡΙΘΜΟΣ 1551/2006

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

 

   Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου και των αρχαιοτέρων Αρεοπαγιτών), Μιχαήλ Δέτση, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Γρηγόριο Μάμαλη και Αιμιλία Λίτινα, Αρεοπαγίτες.

   Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Μαϊου 2006, με την  παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Δ. Π. του Γ., κατοίκου Καλλιθέας Αττικής και 2. Η. Τ. του Χ., κατοίκου Ιωαννίνων, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δ. Παπαδημητρόπουλο, περί αναιρέσεως της 3630/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.

   Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Ιουλίου 2005 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1568/2005.

   Αφού άκουσε

   Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό πλημμελήματος απαιτείται, η προς τον σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από τον δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξ αιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη, ένεκα της οποίας, ως άμεσο αποτέλεσμα, επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου.

   Το έγκλημα της απάτης μπορεί να συντελεστεί με τρεις υπαλλακτικά τρόπους, δηλαδή είτε με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, είτε με αθέμιτη απόκρυψη των αληθινών είτε με αθέμιτη παρασιώπηση αυτών. Όμως διαφέρουν μεταξύ τους, ως προς το εννοιολογικό περιεχόμενό τους και οι δύο πρώτοι, ήτοι η παράσταση ψευδών γεγονότων, ως αληθινών και η απόκρυψη των αληθινών συνιστούν καθένας τους θετική ενέργεια απατηλής συμπεριφοράς. Ο δεύτερος, σε αντίθεση με τον πρώτο, προϋποθέτει πάντοτε και άλλη αθέμιτη ενέργεια του δράστη προγενέστερη ή σύγχρονη συγκαλυπτική της αλήθειας από τον άλλον, τον οποίον στη συνέχεια τον παραπλανά με την αθέμιτη απόκρυψή της. Ο τρίτος, η παρασιώπηση των αληθινών, προϋποθέτει ότι ο δράστης είχε υποχρέωση είτε από το νόμο είτε από τη σύμβαση είτε από προηγούμενη ενέργειά του για ανακοίνωση των αληθινών και συνιστά απατηλή συμπεριφορά του πραγματώνεται με παράλειψη. Η παραδοχή περισσοτέρων από ένα, τρόπων τελέσεως, εφόσον αλληλοαναιρούνται, δημιουργεί ασάφεια και αντίφαση της αποφάσεως και καθίσταται ανέφικτος από τον Αρειο Πάγο ο έλεγχος για το πώς συντελέστηκε η απάτη, η δε απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως για εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ. Εξ άλλου, η δικαστική απόφαση, έχει την από το Σύνταγμα (άρθρ. 93 παρ. 3) και του ΚΠΔ (άρθρ. 139) απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ' αυτήν τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις, με τις οποίες που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις, με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα ειδικότερα, αρκεί ο προσδιορισμός του είδους των, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία εάν τι προκύπτει από το καθένα, ενώ η μη ορθή εκτίμησή τους δεν δημιουργεί λόγο αναιρέσεως, εφόσον περί αυτών κρίνει κυριαρχικώς το δικαστήριο της ουσίας.

   Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 3630/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, οι αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών ο καθένας, ανασταλείσαν επί 3ετίαν ως προς τον Η. Τ. και μετατραπείσαν προς 4,40 ευρώ ημερησίως ως προς του Δ. Π., για απάτη από κοινού. Για να καταλήξει στην καταδικαστική της κρίση η προσβαλλομένη απόφαση, εδέχθη, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει τα ακόλουθα: Ο εγκαλών Δ. Μ. επρόκειτο ν' αντικαταστήσει με καινούργιο το παλιό λεωφορείο του που ήταν ενταλμένο στο ΚΤΕΛ Ιωαννίνων. Τις προθέσεις του εγκαλούντος επληροφορήθηκε ο συνάδελφός του στο ίδιο ΚΤΕΛ πρώτος κατηγορούμενος ο οποίος του συνέστησε ν' αγοράσει ένα λεωφορείο από το δεύτερο κατηγορούμενο. Προς το σκοπό αυτό ο εγκαλών και δεύτερος, κατηγορούμενος πήγαν στην Αθήνα, το Νοέμβριο 2000, όπου ο πρώτος κατηγορούμενος συνέστησε προσωπικά στον εγκαλούντα τον δεύτερο κατηγορούμενο. Ο εγκαλών και οι δύο κατηγορούμενος μετέβησαν νύχτα σε μάνδρα αυτοκινήτων στη λεωφόρο Καβάλας και υπέδειξαν οι κατηγορούμενοι στον εγκαλούντα ένα λεωφορείο τύπου ΜΑΝ, με τη δήλωση ότι είναι μοντέλο 1999 και ότι ήταν κατάλληλο να ενταχθεί στο ΚΤΕΛ Ιωαννίνων. Η πραγματικότητα όμως την οποίαν γνώριζαν και οι δύο κατηγορούμενοι και απέκρυψαν από τον εγκαλούντα, ήταν ότι το λεωφορείο ήταν μεταχειρισμένο, είχε πολλές σκουριές, ήταν μεταχειρισμένο, τρακαρισμένο και δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στο δίκτυο του Νομού Ιωαννίνων, αφού το ύψος του ήταν 3,80 μ.    Κατά την ίδια συνάντηση ο εγκαλών ζήτησε από το δεύτερο κατηγορούμενο να του δείξει την άδεια κυκλοφορίας του λεωφορείου εκείνος όμως του είπε ότι την έχει ο εκτελωνιστής, γιατί δεν ήθελε να πληροφορηθεί από την άδεια ο εγκαλών τα στοιχεία του λεωφορείου. Υστερα από λίγες ημέρες και ενώ ο εγκαλών και ο πρώτος κατηγορούμενος είχε επιστρέψει στα Ιωάννινα ο πρώτος κατηγορούμενος συνάντησε τον εγκαλούντα και του δήλωσε ότι θα έπρεπε μέχρι το μεσημέρι της ίδιας μέρας να στείλει στον δεύτερο κατηγορούμενο ως προκαταβολή 20.000.000 δρχ. γιατί υπήρχαν και άλλοι ενδιαφερόμενοι αγοραστές συγχρόνως δε διαβεβαίωσε τον εγκαλούντα για την φερεγγυότητα του δευτέρου κατηγορουμένου. Ο εγκαλών, αφού πείστηκε σ' όλες τις πιο πάνω διαβεβαιώσεις των κατηγορουμένων απέστειλε στον δεύτερο κατηγορούμενο το ποσό των 7.000.000 δρχ. ως προκαταβολή. Όπως όμως αποδείχτηκε στην συνέχεια το λεωφορείο δεν είχε τις συνομολογηθείσες ιδιότητες, γεγονός που μέχρι τότε αγνοούσε ο εγκαλών, ο οποίος εύλογα υπαναχώρησε από τη σύμβαση και ζήτησε την επιστροφή της προκαταβολής των 7.000.000 δραχμών, την οποία αρνήθηκε να επιστρέψει ο δεύτερος κατηγορούμενος.

    Σημειώνεται, ότι όπου ανωτέρω στο σκεπτικό της αποφάσεως αναφέρεται «ο πρώτος κατηγορούμενος» εννοεί τον Δ. Π. και όπου (αναφέρεται) ο δεύτερος, εννοεί τον  Η. Τ., αφού αυτή είναι η σειρά που αναγράφονται οι κατηγορούμενοι στο προεισαγωγικό της αποφάσεως.

   Με αυτές τις παραδοχές η προσβαλλομένη απόφαση διέλαβε αντιφατική αιτιολογία, γιατί, ενώ στο σκεπτικό δέχεται ότι μία σειρά απατηλών ενεργειών έλαβε χώρα από τον Π., στο διατακτικό δέχεται ότι η ίδια σειρά ενεργειών έλαβε χώρα από τον Τ. Ειδικότερα: α) ως συνάδελφος του εγκαλούντα στο σκεπτικό φέρεται ο Π., ενώ στο διατακτικό ο Τ., β) ως κύριος του αυτοκινήτου στο σκεπτικό φέρεται ο Τ., ενώ στο διατακτικό ο Π., γ) στο σκεπτικό φέρεται ότι ο Π. συνέστησε τον εγκαλούντα στον Τ. ενώ στο διατακτικό φέρεται ότι ο Τ. συνέστησε τον εγκαλούντα στον Π., δε στο σκεπτικό φέρεται ότι ο Π. λέει στον εγκαλούντα να στείλει την προκαταβολή στον Τ., ενώ στο διατακτικό φέρεται ότι ο Τ. λέει στον εγκαλούντα να στείλει την προκαταβολή στον Π. και ε) στο σκεπτικό φέρεται ότι εισπράττει την προκαταβολή ο Τ. και ότι ο ίδιος αρνείται να την επιστρέψει, στο διατακτικό φέρεται ότι εισπράττει την προκαταβολή ο Π. και ότι ο ίδιος αρνείται να την επιστρέψει.

    Περαιτέρω, ενώ στο σκεπτικό γίνεται δεκτόν ότι η απάτη τελέστηκε με την απόκρυψη από τον εγκαλούντα αληθινών γεγονότων, δηλαδή ότι το λεωφορείο ήταν μεταχειρισμένο, είχε σκουριές και ήταν τρακαρισμένο και δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στο δίκτυο του Νομού Ιωαννίνων αφού το ύψος του ήταν 3,80 μ. (χωρίς να εκτίθεται ποίο έπρεπε να είναι το ύψος του λεωφορείου για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο Νομό Ιωαννίνων) στο διατακτικό δέχεται ότι το αδίκημα της απάτης τελέστηκε με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών και συγκεκριμένα ότι οι κατηγορούμενοι εμφάνισαν το Νοέμβριο του έτους 2000 στον εγκαλούντα, ότι ένα λεωφορείο τύπου ΜΑΝ, μοντέλο 1999, ήταν κατάλληλο να ενταχθεί στη δύναμη του υπεραστικού ΚΤΕΛ του Νομού Ιωαννίνων, διότι τάχα είναι καινούργιο και καταλλήλων διαστάσεων.

   Η κατά τα άνω παραδοχή δύο υπαλλακτικών τρόπων τελέσεως της απάτης (ο ένας στο σκεπτικό και ο άλλος στο διατακτικό) και η αντιφατική παραδοχή των προαναφερθέντων περιστατικών σχετικά με την συμμετοχή ενός εκάστου αναιρεσείοντος, στερεί την απόφαση αφ' ενός μεν νομίμου βάσεως για εκ πλαγίου παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 386 παρ. 1 α και 45 ΠΚ, που καθιστά αδύνατον τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή αυτών, αφ' ετέρου δε ειδική και εμπριστατωμένης αιτιολογία.

   Συνεπώς, η απόφαση, κατά παραδοχή ως βασίμων των εκ των άρθρων 510 παρ. 1 Ε, Δ ΚΠΔ λόγων αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί κα να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα εκδίκαση, εις το οποίο, όμως, δεν θα συμμετάσχουν οι πρότερον δικάσαντες δικαστές (άρθρ. 519 ΚΠΔ).

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Αναιρεί την υπ' αριθμ. 3630/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.

   Παραπέμπει την υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.

   Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιουνίου 2006. Και

   Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Ιουλίου 2006.