ΑΠ 1506/2003
Έγκληση - Νομικό πρόσωπο - Πληρεξουσιότητα
- Έκδοση ακάλυπτης επιταγής - Οριστική παύση ποινικής δίωξης -.
Διατυπώσεις υποβολής
έγκλησης από φυσικά και νομικά πρόσωπα. Αν το διοικητικό συμβούλιο ανώνυμης
εταιρίας παράσχει την εντολή και πληρεξουσιότητα σε τρίτο πρόσωπο να υποβάλει
έγκληση και να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής για λογαριασμό της ανώνυμης
εταιρίας, λόγω ηθικής της βλάβης, απαιτείται να προσαρτηθεί στην εγχειριζόμενη
έγκληση το οικείο πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου με το περιεχόμενο της
απόφασής του και την ανάθεση της εντολής εκτέλεσής της στο τρίτο πρόσωπο. Το
παραπάνω πρακτικό πρέπει να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής
των εντολέων μελών του διοικητικού συμβουλίου. Εν προκειμένω, δεν υπερέβη την
εξουσία του το μονομελές πρωτοδικείο, που έκρινε ότι δεν ήταν νομότυπη η
υποβληθείσα για λογαριασμό της Τράπεζας Εργασίας Α.Ε. έγκληση για έκδοση
ακάλυπτης επιταγής και ορθά έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη σε βάρος του
κατηγορουμένου, λόγω παρέλευσης της τρίμηνης προθεσμίας υποβολής της έγκλησης.
Ειδικότερα, ο δικηγόρος που υπέγραψε και εγχείρισε την έγκληση ενήργησε ως
απλός εντολοδόχος του διοικητικού συμβουλίου της Τράπεζας και όχι ως
υποκατάστατος του τελευταίου και άρα έπρεπε στο απόσπασμα του πρακτικού του
διοικητικού συμβουλίου που προσαρτήθηκε στην έγκληση να βεβαιώνεται και η
γνησιότητα της υπογραφής των εντολέων μελών του διοικητικού συμβουλίου σύμφωνα
με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 2 ΚΠΔ.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός 1506/2003
ΤΟ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ
ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές:Δημήτριο Βούρβαχη, Προεδρεύοντα
Αρεοπαγίτη, Στυλιανό Μοσχολέα-Εισηγητή, Ανδρέα Μοσχανδρέου, Χρήστο Μαυρογένη
και Ευριπίδη Αντωνίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε
δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Μαϊου 2003, με την παρουσία του
Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Τσίμα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας)
και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του
αναιρεσείοντος Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας, περί αναιρέσεως της 1386/2002
απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας. Με κατηγορούμενο τον Α.Δ.
του Ε., κάτοικο Λάρισας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του
Σπυρίδωνα Θεμελιόπουλο.
Το
Μονομελές Πλημ/κείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς
αναφέρονται σ' αυτή.
Την
αναίρεση της παραπάνω απόφασης ζητάει ο αναιρεσείων Εισαγγελέας Εφετών Λάρισας
για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό 3/2002 και από 13-3-2002 αίτησή
του, που συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Λάρισας Αναστασίας
Σαρλικιώτη, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 716/2002.
Αφού
άκουσε
Τον
Αντεισαγγελέα που ζήτησε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και τον
πληρεξούσιο του κατηγορουμένου, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά
ΣΚΕΦΘΗΚΕ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη
διάταξη του άρθρου 46 του ΚΠΔ, "αν ο παθών θέλει να ζητήσει τη δίωξη
αξιόποινης πράξης, υποβάλλει την έγκληση σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 42
παρ.2 και 3". Αρα, εγχειρίζει την έγκληση απευθείας στον εισαγγελέα
πλημμελειοδικών, ή σε άλλο αναιρετικό υπάλληλο, είτε αυτοπροσώπως (επί νομικών
προσώπων ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού), είτε με ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο
της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα
της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια,
δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας
προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της έγκλησης. Εξάλλου, από τι
αλληλοσυμπληρούμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ.1,2 και 22 παρ.3 του
Κ.Ν2190/1920 "περί Ανωνύμων Εταιρειών", προκύπτει ότι η ανώνυμη
εταιρεία εκπροσωπείται επί δικαστηρίου και εξωδίκως από το διοικητικό συμβούλιο
(δ.σ.), το οποίο ενεργεί συλλογικώς. Επιτρέπεται όμως να μεταβιβάσει το
δικαίωμα οργανικής εκπροσωπήσεως σε μέλη του ή σε τρίτα πρόσωπα, αν αυτό
ορίζεται στο καταστατικό. Στην περίπτωση αυτή ο τρίτος είναι υποκατάστατος του
δ.σ. και ενεργεί και αυτός ως όργανο εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου της
Α.Ε. Η υποκατάσταση όμως αυτή στη σχετική εξουσία του δ.σ. είναι εντελώς
διαφορετική, από τις προβλεπόμενες στα άρθρα 211 επ. και 713 επ. του ΑΚ σχέσεις
της πληρεξουσιότητας και της εντολής, διότι ο πληρεξούσιος και ο εντολοδόχος,
οι οποίοι διορίζονται για τη διεκπεραίωση ορισμένων υποθέσεων επ' ονόματι της
ΑΕ, δεν αποτελούν όργανα διοικήσεως που εκφράζουν τη βούληση αυτής, αλλ'
ενεργούν ως απλοί αντιπρόσωποι, πράξεις οι οποίες αποφασίστηκαν από το δ.σ. της
εταιρείας, ή από τα υποκατάστατα αυτού όργανα και των οποίων πράξεων η εκτέλεση
μόνον ανατέθηκε σε εκείνους. Από τα προεκτθέντα ακολουθεί ότι, εάν το δ.σ.
ανώνυμης εταιρείας (άρα και τράπεζας), για την υλοποίηση σχετικής αποφάσεώς
του, παράσχει την εντολή και πληρεξουσιότητα σε ορισμένο τρίτο πρόσωπο,
προκειμένου αυτό να υποβάλει μήνυση και να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής
για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της διαπράξεως αδικήματος
σε βάρος της ΑΕ, απαιτείται να προσαρτηθεί στην εγχειριζόμενη έγκληση, το
οικείο πρακτικό του δ.σ. με το περιεχόμενο της αποφάσεώς του και την ανάθεση
της εντολής εκτελέσεως αυτής σε ορισμένο (τρίτο) πρόσωπο, να φέρει δε και
βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής ή υπογραφών "του εντολέα",
κατά το ανωτέρω άρθρο 42 παρ.2 του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει
από την προσβαλλόμενη 1386/2002 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου
Λάρισας και τα λοιπά έγγραφα της δικογραφίας, κατά του κατηγορουμένου Α.Δ.
ασκήθηκε ποινική δίωξη για έκδοση ακάλυπτης επιταγής (άρθρ.79 ν. 5960/33),
πράξη η οποία εδιώκετο πλέον κατ' έγκληση. Την έγκληση κατά του κατηγορουμένου
υπέβαλε η φερόμενη ως παθούσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία
"ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΕ", με το από 14-12-1999 έγγραφο, το οποίο
υπέγραψε και εγχείρισε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας, ο δικηγόρος Λάρισας
Πέτρος Αθ. Παπαθανασίου και στο οποίο αναφέρεται ότι "εκπροσωπεί νόμιμα
την τράπεζα δυνάμει του συνημμένου υπ' αριθμ. 298/22-10-1999 πρακτικού του Δ.Σ.
αυτής". Βέβαια, το Καταστατικό της τράπεζας (ΦΕΚ 391/1996), εκτός του ότι
ορίζει ότι για την εγχείριση μηνύσεως ή εγκλήσεως κλπ την τράπεζα εκπροσωπούν,
πλην του Προέδρου του δ.σ., και τα λοιπά εκεί αναφερόμενα υπαλληλικά στελέχη,
στα οποία δεν περιλαμβάνεται ο προαναφερόμενος δικηγόρος, περαιτέρω επιτρέπει
στο δ.σ., με απόφαση αυτού, να μεταβιβάζει τις εξουσίες του (μεταξύ των οποίων
και η εκπροσώπηση της τράπεζας) "εν όλω η εν μέρει, στον Πρόεδρο ... ή εις
άλλα μέλη αυτού, εις υπαλλήλους της τραπέζης ή και εις τρίτους". Όμως,
όπως προκύπτει από το προαναφερθέν πρακτικό, που προσκομίζεται σε ακριβές απόσπασμα
από το βιβλίο πρακτικών, το διοικητικό συμβούλιο της Τράπεζας Εργασίας στο
οποίο συμμετέσχον ο Πρόεδρος, οι δύο Αντιπρόεδροι, ο Διευθύνων Σύμβουλος και
τέσσερα Μέλη, κατά τη συνεδρίαση του της 22-10-1999, αποφάσισε την υποβολή
μηνύσεων για έκδοση ακάλυπτων επιταγών των οποίων η τράπεζα ήταν νόμιμη
κομίστρια εξ οπισθογραφήσεως, σε βάρος του κατηγορουμένου και άλλων 21
προσώπων, "εξουσιοδότησε δε τον δικηγόρο και κάτοικο Λάρισας Π.
Παπαθανασίου και παρέσχε σ' αυτόν την εντολή και πληρεξουσιότητα να εμφανισθεί
ενώπιον του αρμοδίου Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών και να καταθέσει τη μήνυση,
δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής για την επιδίκαση υπέρ της Τραπέζης
χρηματικού ποσού λόγω ηθικής βλάβης, ορίσει μάρτυρες, να υπογράψει δε κάθε
σχετικό έγγραφο και γενικώς να πράξει ό,τι απαιτείται προς εκτέλεση και
περαίωση της άνω εντολής". Ετσι είναι φανερό ότι στην ερευνώμενη περίπτωση
ο ανωτέρω δικηγόρος ενήργησε ως απλός εντολοδόχος του δ.σ. της τράπεζας για την
εκτέλεση των συγκεκριμένων πράξεων και όχι ως υποκατάστατος του δ.σ. αυτής (ως
όργανο εκπροσωπήσεως της ΑΕ). Κατόπιν αυτού, στο απόσπασμα του πρακτικού του
δ.σ. που προσαρτήθηκε στην έγκληση (ως πληρεξούσιο έγγραφο) έπρεπε να
βεβαιώνεται και η γνησιότητα της υπογραφής των εντολέων (μελών του δ.σ.) από
δικηγόρο ή δημόσια κλπ αρχή, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 42 παρ.2 του ΚΠΔ.
Τέτοια βεβαίωση δεν υπάρχει. Ούτε καλύπτει την έλλειψη αυτή, η διαφορετική
βεβαίωση ότι το προσαρτηθέν πρακτικό αποτελεί "Ακριβές απόσπασμα από το
βιβλίο πρακτικών του Δ.Σ.", (χωρίς άλλη μνεία), ασχέτως αν τούτο το
υπογράφει ο γραμματέας του δ.σ. Ν. Κατσαντώνης, που είναι και δικηγόρος. Επειτα
από αυτά, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, που με την προσβαλλόμενη
απόφασή του έκρινε ότι για την ίδια ως άνω αιτία δεν ήταν νομότυπη η υποβληθείσα,
για λογαριασμό της Τράπεζας Εργασίας ΑΕ, έγκληση σε βάρος του κατηγορουμένου,
ως παραβάτη του άρθρου 79 ν.5960/33 και έτσι λόγω παρόδου έκτοτε της τρίμηνης
προθεσμίας χωρίς την υποβολή νόμιμης εγκλήσεως εξαλείφθηκε το αξιόποινο και το
δικαστήριο έπαυσε οριστικά την ασκηθείσα ποινική δίωξη εναντίον εκείνου, δεν
υπερέβη την εξουσία του. Συνεπώς, ο αντίθετος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως,
που παραδεκτώς άσκησε κατά της ανωτέρω αποφάσεως ο Εισαγγελέας Εφετών Λάρισας
(άρθρ. 504, 505 παρ.1 ΚΠΔ) και κατ' ορθή νομική υπαγωγή των εκτιθέμενων στο
αναιρετήριο περιστατικών, έχει την έννοια του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ζ
του ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως της υπερβάσεως εξουσίας, είναι αβάσιμος και πρέπει να
απορριφθεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ
ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει
την από 13-3-2002 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας, για αναίρεση της
1386/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας.
Κρίθηκε
και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2003. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις
3 Ιουνίου 2003.