ΑΕΔ 9/2009

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Παραγραφή αξιώσεων υπαλλήλων ν.π.δ.δ. από καθυστερούμενες αποδοχές - Παραγραφή διετής - Αρχή ισότητας - Συνταγματικότητα διατάξεων παρ. 3 άρθρου 48 ν.δ. 496/1974 - Αναστολή έναρξης παραγραφής -.

 

Η διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ/τος 496/1974, που θεσπίζει διετή παραγραφή για τις αξιώσεις των υπαλλήλων των ΝΠΔΔ από καθυστερούμενες αποδοχές ή απολαυές οποιασδήποτε φύσης ή αποζημιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό που ορίζονται και οφείλονται απ' ευθείας από το νόμο, δεν αντίκειται στην κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας. Eπομένως, η αμφισβήτηση που ανέκυψε σε σχέση με την ουσιαστική συνταγματικότητα της διατάξεως του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974, από την έκδοση αντίθετης, προς τα κριθέντα επί του επιμάχου αυτού ζητήματος με τις αποφάσεις υπ' αριθμ. 31, 1491, 1560 και 1561/2007 του Αρείου Πάγου, αποφάσεως υπ' αριθμ. 3654/2008 του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρέπει να αρθεί με την υιοθέτηση των κριθέντων από τον Αρειο Πάγο (Αντίθετη μειοψηφία). Η υποβολή προς το νομικό πρόσωπο σχετικής αιτήσεως πριν από το τέλος του οικονομικού έτους, εντός του οποίου γεννήθηκε η σχετική αξίωση, αναστέλλει την έναρξη της παραγραφής της αξιώσεως αυτής επί εξάμηνο. Επομένως, το δεύτερο ζήτημα, για το οποίο ανέκυψε αμφισβήτηση μεταξύ Συμβουλίου Επικρατείας και Αρείου Πάγου (αν, δηλαδή, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 51 περ. β του ν.δ. 496/1974 υποβολή αιτήσεως προς νπδδ περί πληρωμής απαιτήσεως διακόπτει την παραγραφή ακόμη και αν έχει ασκηθεί προ της λήξεως του οικονομικού έτους καθ' ο η απαίτηση εγεννήθη) επιλύεται υπέρ της απόψεως, που εκράτησε στην παραπεμπτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Αντίθετη μειοψηφία Προέδρου και μελών).

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 9/2009

   Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο

   (κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)

 

   Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Παναγιωτόπουλο, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Πρόεδρο, Σπυρίδωνα Κολυβά, Αντιπρόεδρο του  Αρείου Πάγου,  (κωλυομένου του Προέδρου),Ιωάννη Καραβοκύρη, Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, (κωλυομένου του Προέδρου και του αρχαιοτέρου του Αντιπροέδρου), Χρίστο Ράμμο-Εισηγητή, Ιωάννη Μαντζουράνη, Σπυρίδωνα-Κωνσταντίνο Μαρκάτη, αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού Γεωργίου Παπαγεωργίου), Συμβούλους της Επικρατείας, Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες, Βασίλειο Γρατσία, Σύμβουλο της Επικρατεία, Γεώργιο Χρυσικό αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού Ειρήνης Αθανασίου), Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αρεοπαγίτες, Νικόλαο Νίκα, Κωνσταντίνο Φινοκαλιώτη, Καθηγητές Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ως μέλη και το Γραμματέα Βασίλειο Μανωλόπουλο, Προϊστάμενο Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 18η Μαρτίου 2009, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ των:

   ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ - ΚΑΘ' ΟΥ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου  με την επωνυμία "Γ. ΠΕ. Σ. Υ. - ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΤΤΙΚΗΣ", που εδρεύει στο Χαϊδάρι Ν. Αττικής, το οποίο παρέστη διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Δημητρίου Πολέμη (Α.Μ. 9972), δυνάμει του αριθμ. 4.545/30-3-2006 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Π. Σ.-Σ..

   ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ - ΥΠΕΡ' ΗΣ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ: ........ ......, κατοίκου ...... Ν. Αττικής, η οποία παρέστη διά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Λεωνίδα Πανούση, (Α.Μ. 4349), δυνάμει του αριθμ. 19.632/9-3-2009 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Ν. Κ.-Γ. του Μ..

   ΠΡΟΣΘΕΤΩΝ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΩΝ: 1) Δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ" (Π.Ο.Ε. - ΥΠ.ΠΟ.), που εδρεύει στην Αθήνα, η οποία παρέστη διά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Γεωργίου Μπατουδάκη, (Α.Μ. 21865), δυνάμει του αριθμ. 1537/17-3-2009 πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Σ. Φ. του Σ., 2) Δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΩΝ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΩΝ ΠΥΡΟΣΒΕΣΗΣ - ΔΙΑΣΩΣΗΣ", που εδρεύει στα Μέγαρα Ν. Αττικής, η οποία παρέστη μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Αντωνίου Ρουπακιώτη, (Α.Μ. 2639), τον οποίο διόρισε στο ακροατήριο ο Πρόεδρος της οργάνωσης Κ. Π., όπως προκύπτει από το κατατεθέν καταστατικό της ομοσπονδίας, 3) Πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΝΥΧΤΟΦΥΛΑΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ", που εδρεύει στο Χαλάνδρι Ν. Αττικής, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Χρίστο Νικολουτσόπουλο, (Α.Μ. 10144), τον οποίο διόρισε ο Πρόεδρος της οργάνωσης Η. Π. με την αρ. πρωτ. 9/3-3-2009 εξουσιοδότηση και 4) Τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος - Γ.Σ.Ε.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα, η οποία παρέστη διά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Αριστείδη Καζάκου, (Α.Μ. 1461 Θεσ/νίκης), δυνάμει του αριθμ. 1.893/16-3-2009 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Μαυρίκου του Εμμανουήλ.

   Η παραπάνω υπόθεση εισήχθη στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ύστερα από την υπ' αριθμ. 3654/2008 παραπεμπτική απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας (αριθμ. καταθέσεως 1/16-1-2009).

   Οι προσθέτως παρεμβαίνοντες με τις από 3 Μαρτίου 2009 παρεμβάσεις τους, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσαν κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμούς 8/4-3-2009, 9/4-3-2009, 10/4-3-2009 και 12/5-3-2009, ζήτησαν όσα αναφέρονται στο αιτητικό τους.

   Η εκδίκαση της υποθέσεως άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Χρίστου Ράμμου, Συμβούλου της Επικρατείας.

   Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τις προτάσεις τους.

 

   Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

   Σκέφθηκε κατά νόμο.

 

   1. Επειδή, με την υπ` αριθμ. 3654/08 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, κατά τα άρθρα 100 παρ. 1 περ. Ε` του Συντάγματος και 48 παρ. 2 του Ν. 345/1976, αμφισβήτηση, ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα της διατάξεως του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974 και ως προς την έννοια των διατάξεων του άρθρου 49 σε συνδυασμό με το άρθρο 51 περ. β του τελευταίου αυτού νομοθετήματος, η οποία ανέκυψε με την έκδοση αντιθέτων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, και του Αρείου Πάγου.

   2. Επειδή, έχει τηρηθεί η νόμιμη προδικασία με τις δημοσιεύσεις και κοινοποιήσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 10 παρ. 2, 49 παρ. 2 και 50 παρ. 1 και 2 του Κώδικα περί Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 345/1976 (ΦΕΚ Α' 141).

   3. Eπειδή, κατά το άρθρο 100 παρ. 1 του Συντάγματος, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (Α.Ε.Δ.) υπάγεται, μεταξύ άλλων, "η άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου" (περ.ε). Η διάταξη αυτή επαναλαμβάνεται στο άρθρο 6 περ. ε του ως άνω Κώδικα ΑΕΔ, στο άρθρο 48 παρ. 2 του οποίου ορίζονται τα εξής: "Το Συμβούλιον της Επικρατείας, ο Αρειος Πάγος ή το Ελεγκτικόν Συνέδριον, εάν αποφασίση επί της συνταγματικότητος ή της εννοίας νόμου τυπικού, κατ' αποδοχήν απόψεως διαφόρου εκείνης υπό την οποίαν είχεν εκδοθή απόφασις ετέρου εκ των δικαστηρίων τούτων, την οποίαν επεκαλέσθη τις των διαδίκων ή είναι εξ άλλου λόγου γνωστή εις το Δικαστήριον, υποχρεούται, εκδίδον την αντίθετον ως προς το θέμα απόφασιν του, να παραπέμψη τούτο δι` ειδικής αποφάσεώς του εις το Ειδικόν Δικαστήριον προς άρσιν της δημιουργηθείσης αμφισβητήσεως. Εν τη περιπτώσει ταύτη η υπόθεσις παραμένει κατά τα λοιπά εκκρεμής εις το εκδόν την παραπεμπτικήν απόφασιν δικαστήριον, το οποίον μετά την έκδοσιν της αποφάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου, κοινοποιουμένης προς αυτό μερίμνη του Γραμματέως τούτου, επιλαμβάνεται τη αιτήσει των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως της εκδικάσεως εκ νέου της υποθέσεως υποχρεούμενον να συμμορφωθή προς την απόφασιν του Ειδικού Δικαστηρίου". Ακολούθως, στο άρθρο 49 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι "Διάδικοι κατά την ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου δίκην είναι, εκτός των αιτούντων, και πάντες οι διάδικοι της δίκης εφ` ης εξεδόθη η δικαστική απόφασις, δια της οποίας παρεπέμφθη προς επίλυσιν η αμφισβήτησις". Περαιτέρω, στο άρθρο 13 του ως άνω Κώδικα, το οποίο περιλαμβάνεται στο Κεφάλαιο Γ' αυτού, με τίτλο "Γενικαί Διαδικαστικαί Διατάξεις", που αφορά όλες τις ενώπιον του ΑΕΔ δίκες, ορίζεται ότι 1. Εις δίκην ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου δύναται να παρέμβη προσθέτως πας έχων έννομον συμφέρον. 2. Η παρέμβασις ασκείται διά δικογράφου κατατιθεμένου εις την γραμματείαν του Ειδικού Δικαστηρίου και κοινοποιείται επιμελεία του παρεμβαίνοντος, επί ποινή απαραδέκτου, δώδεκα ημέρας προ της διά της πράξεως του Προέδρου ορισθείσης αρχικής δικασίμου εις τον αιτούντα, ως και εις τους λοιπούς διαδίκους". Τέλος, στο άρθρο 1 του Ν. 2479/1997 ("Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, επιτάχυνση των δικών, δικονομικές απλουστεύσεις και άλλες διατάξεις - ΦΕΚ 67 Α), ορίζεται ότι: "1α. Σε δίκη ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, της Ολομελείας του Αρείου Πάγου ή της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στην οποία, εν όψει των ισχυρισμών των διαδίκων ή της τυχόν παραπεμπτικής απόφασης, τίθεται ζήτημα αν διάταξη τυπικού νόμου είναι σύμφωνη προς το σύνταγμα ή όχι, έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν παρέμβαση φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, τα οποία δικαιολογούν έννομο συμφέρον σε σχέση με την κρίση του ζητήματος αυτού, εφόσον το αυτό ζήτημα εκκρεμεί σε δίκη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή δικαστικού σχηματισμού του αυτού κλάδου δικαιοσύνης στην οποία είναι διάδικοι. Δικαίωμα άσκησης παρέμβασης έχει σε κάθε περίπτωση ο Υπουργός Δικαιοσύνης εφόσον δεν είναι ήδη διάδικος... β) Ο παρεμβαίνων με βάση το προηγούμενο εδάφιο νομιμοποιείται να προβάλει απόψεις και επιχειρήματα αναφερόμενα αποκλειστικά σε ζητήματα συνταγματικότητας που έχουν τεθεί. Η εκδιδόμενη απόφαση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα για τον παρεμβαίνοντα αυτόν γ)...".

   4. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, όταν το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται για την άρση αμφισβήτησης, ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεως τυπικού νόμου κατόπιν παραπεμπτικής αποφάσεως ενός από τα ανώτατα δικαστήρια, οι διάδικοι στην δίκη, στην οποία εκδόθηκε η παραπεμπτική απόφαση είναι αυτοδικαίως διάδικοι στην ενώπιον του ΑΕΔ δίκη. Περαιτέρω, οι διάδικοι στις δίκες, στις οποίες εκδόθηκαν οι αποφάσεις, με τις οποίες κρίθηκε αντίθετα απ' ό,τι με την παραπεμπτική, ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα ή την έννοια της διατάξεως τυπικού νόμου, μπορούν μεν να καταστούν και αυτοί διάδικοι στην ενώπιον του ΑΕΔ δίκη, ως έχοντες έννομο συμφέρον προς τούτο, πρέπει όμως προηγουμένως να ασκήσουν πρόσθετη παρέμβαση σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 13 του προμνημονευθέντος Κώδικα περί ΑΕΔ. Τρίτα, σε σχέση με τις δίκες αυτές, φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, τα οποία δικαιολογούν έννομο συμφέρον, σε σχέση με την κρίση του επίμαχου ζητήματος, μπορούν και αυτά  να ασκήσουν πρόσθετη παρέμβαση, υπό τις προϋποθέσεις, όμως, όχι πλέον του πιο πάνω άρθρου 13 του Κώδικα περί ΑΕΔ, αλλά του προαναφερθέντος άρθρου 1 του ν. 2479/1997, εφόσον, δηλαδή, καλύπτουν και την άλλη προϋπόθεση, την οποία θέτει η διάταξη αυτή και, συγκεκριμένα, ότι το ζήτημα, που άγεται προς επίλυση ενώπιον του ΑΕΔ, εκκρεμεί σε δίκη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή δικαστικού σχηματισμού του αυτού κλάδου δικαιοσύνης.

   5. Επειδή, εν προκειμένω, στην δίκη παρεμβαίνουν προσθέτως υπέρ της ........ , κατ' επίκληση της διατάξεως του άρθρου 13 παρ. 1 του Κώδικα περί Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου,  με τα  από 4.3.2009 και 5.3.2009 σχετικά δικόγραφα τους, τα εξής νομικά πρόσωπα: α) η δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων  Υπουργείου Πολιτισμού (ΠΟΕ-ΥΠΠΟ)" έχουσα  καταστατικούς σκοπούς την προαγωγή των εργασιακών και οικονομικών συμφερόντων των μελών της (δηλ. των εργαζομένων δημοσίων υπαλλήλων και συμβασιούχων στα νομικά πρόσωπα, τα εποπτευόμενα από το Υπουργείο Πολιτισμού), β) Η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος- εφεξής ΓΣΕΕ-, γ) η "Πανελλήνια Ομοσπονδία Συμβασιούχων Πυροσβεστών Πυρόσβεσης- Διάσωσης" και δ) ο "Σύλλογος Νυκτοφυλάκων Αρχαιοτήτων Υπουργείου Πολιτισμού", έχοντες (οι δύο τελευταίες), ως καταστατικούς σκοπούς την προαγωγή των εργασιακών και οικονομικών συμφερόντων των μελών τους (δηλ. των συμβασιούχων πυροσβεστών πυρόσβεσης- διάσωσης και των Νυκτοφυλάκων Αρχαιοτήτων Υπουργείου Πολιτισμού). Οι τέσσερις αυτοί προσθέτως παρεμβαίνοντες διάδικοι υποστηρίζουν  ότι έχουν, κατ' άρθρο 13 του Κώδικα περί Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, έννομο συμφέρον να παρέμβουν στην παρούσα δίκη, διότι  η γνώμη, που επεκράτησε στο Συμβούλιο Επικρατείας (η παραπεμπτική απόφαση του οποίου προκάλεσε την παρούσα δίκη), ως προς το ζήτημα του χρόνου της παραγραφής των χρηματικών απαιτήσεων των υπαλλήλων των ν.π.δ.δ., είναι, κατά την άποψή τους, η ορθή και η συμφέρουσα για τα μέλη τους. Ωστόσο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα,  στην περίπτωση των  εν λόγω προσθέτως παρεμβαινόντων (οι οποίοι δεν ισχυρίζονται ότι ήσαν διάδικοι στις δίκες, επί των οποίων εξεδόθησαν οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου, οι οποίες έκριναν αντιθέτως προς την προαναφερθείσα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας) δεν είναι εφαρμοστέο το άρθρο 13 του Κώδικα περί Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου αλλά η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 1 του Ν.2479/1997.

   Όμως, οι πρόσθετες αυτές παρεμβάσεις, οι οποίες μόνο στην τελευταία αυτή διάταξη θα μπορούσαν, κατ' αρχάς, να βρουν έρεισμα, είναι απορριπτέες, ως απαράδεκτες. Τούτο δε διότι οι εν λόγω προσθέτως παρεμβαίνοντες, είτε δεν ισχυρίζονται ότι είναι διάδικοι ενώπιον άλλου δικαστηρίου, του αυτού κλάδου δικαιοσύνης, όπου εκκρεμεί το αυτό νομικό ζήτημα, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 1 του τελευταίου αυτού νόμου, είτε ισχυρίζονται μεν, πλην όλως αορίστως, ότι εκκρεμούν πολλές δίκες μελών τους ως φυσικών προσώπων (και όχι αυτών των ιδίων ως νομικών προσώπων), σχετικές με την διεκδίκηση αναδρομικών αποδοχών και επιδομάτων τους, τις οποίες, σε κάθε περίπτωση, δεν προσδιορίζουν. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον "Σύλλογο Νυκτοφυλάκων Αρχαιοτήτων Υπουργείου Πολιτισμού" και την "Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Υπουργείου Πολιτισμού" με τα από 14.3.2009 υπομνήματά τους και από την "Πανελλήνια Ομοσπονδία Συμβασιούχων Πυροσβεστών Πυρόσβεσης- Διάσωσης" με το από 24.3.2009 υπόμνημα, που κατέθεσε στις 26.3.2009, μέσα στην προθεσμία που έλαβε κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και, συγκεκριμένα, ότι οι παρεμβάσεις πρέπει να κριθούν παραδεκτές, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Με τα ίδια υπομνήματα τα εν λόγω νομικά πρόσωπα ισχυρίζονται, περαιτέρω, ότι η διάταξη αυτή του άρθρου 1 του Ν. 2479/1997, κατά το μέρος που με αυτήν επιβάλλεται σε αυτά, ως συνδικαλιστικές οργανώσεις, η υποχρέωση, προκειμένου να θεωρηθούν ως παραδεκτές οι πρόσθετες παρεμβάσεις τους, να είναι επιπλέον και διάδικοι σε εκκρεμή δίκη ενώπιον άλλου δικαστικού σχηματισμού του αυτού κλάδου δικαιοσύνης, στην δίκη δε αυτή να έχει το τεθεί το ζήτημα, το οποίο άγεται ήδη προς επίλυση ενώπιον του ΑΕΔ, είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα και, πάντως, μη εφαρμοστέα στην περίπτωσή τους, διότι το υπό κρίση ζήτημα είναι γενικότερου και θεμελιώδους χαρακτήρα για τα συμφέροντα των εργαζομένων, οι οποίοι είναι μέλη τους. Τούτο δε διότι, σύμφωνα με τους αυτούς πάντοτε ισχυρισμούς, η επίμαχη διάταξη προσκρούει στο άρθρο 23 παρ. 1 του Συντάγματος, που διασφαλίζει την ανεμπόδιστη άσκηση της συνδικαλιστικής ελευθερίας, στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος (που κατοχυρώνει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας), καθώς και στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου  (εφεξής Ε.Σ.Δ.Α.) της 4.11.1950 (που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974- ΦΕΚ Α 256- και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος) - που κατοχυρώνει το δικαίωμα σε "δίκαιη δίκη" -, επειδή περιορίζει υπέρμετρα το δικαίωμά τους να ακουσθούν σε σημαντικές δίκες που αφορούν θεμελιώδη συμφέροντα των μελών τους και, ακόμη, στην αρχή της δικονομικής ισότητας όλων  των διαδίκων, εφόσον, σε αντίθεση με ότι προβλέπεται για τα διάφορα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, στον Υπουργό Δικαιοσύνης, στον οποίο επιτρέπεται η άσκηση πρόσθετης παρεμβάσεως σε κάθε περίπτωση και χωρίς καμία προϋπόθεση. Οι ισχυρισμοί, όμως, αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Τούτο δε διότι με την τεθείσα ως άνω προϋπόθεση δεν δυσχεραίνονται τα  παρεμβαίνοντα στην άσκηση του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας τους, αφού το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, όταν αίρει αμφισβήτηση επί συμφωνίας διατάξεως νόμου προς το Σύνταγμα έχει ειδική δικαιοδοσία, περιοριζόμενη στην επίλυση του νομικού ζητήματος, μη δυνάμενο το Ειδικό Δικαστήριο αυτό να επεκταθεί στην εξέταση του συνόλου της διαφοράς, ως προς το νομικό και πραγματικό της μέρος. Αντίθετα, τα παρεμβαίνοντα νομικά πρόσωπα μόνο στα πλαίσια εκκρεμούς δίκης για το αυτό νομικό ζήτημα ενώπιον άλλου δικαστηρίου δύνανται να προασπίσουν  πλήρως τα θιγόμενα δικαιώματα των μελών τους. Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος που ο περιορισμός αυτός ισχύει και για τις Ολομέλειες των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων, όταν εξετάζουν ζήτημα συνταγματικότητας διατάξεως νόμου. Πέραν τούτου, ο περιορισμός αυτός επιφέρει ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, αποκλείοντας τη φύση της παρέμβασης ως λαϊκής αγωγής. Συνεπώς, η ως άνω διάταξη δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε στο άρθρο 6 παρ. 1 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης. Εξ άλλου, η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 2479/1997, με την οποία παρέχεται δικαίωμα ασκήσεως παρεμβάσεως, πάντοτε και χωρίς τη συνδρομή οιασδήποτε προϋποθέσεως, στον Υπουργό Δικαιοσύνης, εφόσον αυτός δεν ήταν ήδη διάδικος, δεν παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας (αρ. 4 παρ. 1 Συντάγματος) και, ειδικότερα, της δικονομικής ισότητας. Τούτο δε διότι η παροχή της δυνατότητας στον Υπουργό Δικαιοσύνης να παρεμβαίνει, πάντοτε και, συνεπώς, να ακούγεται στις δίκες ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ή των Ολομελειών των Ανωτάτων Δικαστηρίων, στις οποίες τίθεται ζήτημα συνταγματικότητας διατάξεως τυπικού νόμου δικαιολογείται εκ της ιδιότητάς του ως εκπροσώπου του Κράτους και ασκούντος εποπτεία επί της Δικαιοσύνης, δοθέντος, πάντως, ότι η επίδικη παρέμβαση, σύμφωνα με την προαναφερθείσα ρητή διάταξη, δεν επάγεται έννομα αποτελέσματα για τους τυχόν παρεμβαίνοντες επί τη βάσει της διατάξεως αυτής (πρβλ. ΑΕΔ 3, 4, 5/2007). Περαιτέρω, η επίμαχη διάταξη δεν προσκρούει ούτε στο άρθρο 23 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι η διάταξη αυτή κατοχυρώνει την εν γένει ελευθερία της συνδικαλιστικής δραστηριότητας, προς διασφάλιση των συμφερόντων των εργαζομένων, δεν καθιερώνει, όμως, και κάποιο ειδικό προνόμιο, μάλιστα δε δικονομικού τύπου, υπέρ των συνδικαλιστικών οργανώσεων, σε ό,τι αφορά στην μη εφαρμογή σε αυτές των σχετικών νόμων. Τέλος, το γεγονός ότι το υπό κρίση ζήτημα αφορά εν γένει στις προϋποθέσεις της παραγραφής του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974 και όχι κάποιο ειδικό επίδομα και ενδιαφέρει, επομένως, όλους ανεξαιρέτως τους υπαλλήλους των ν.π.δ.δ., δεν μπορεί, προδήλως, να οδηγήσει στην μη εφαρμογή της επίμαχης προϋποθέσεως, η οποία έχει τεθεί επί τη βάσει της σαφούς και αδιάστικτης διατάξεως του άρθρου 1 του Ν. 2479/1997.

   6. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 100 παρ. 1 περ. ε` του Συντάγματος και 48 παρ. 2 του Ν. 345/76 συνάγεται ότι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία, όταν υπάρχει αφενός ταυτότητα της διατάξεως του τυπικού νόμου που ερμηνεύθηκε από τα ανώτατα δικαστήρια και αφετέρου αντίθεση στις ερμηνείες που δόθηκαν ή αντίθεση, ως προς την κρίση ότι η νομοθετική αυτή διάταξη είναι ή όχι σύμφωνη προς την ίδια συνταγματική διάταξη. Με την υπ' αριθμ. 3654/2008 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (παραπεμπτική), με την οποία εκδικάσθηκε αίτηση αναιρέσεως του ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Γ' Π.Ε.Σ.Υ. Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής" κατά της ........... (υπαλλήλου του Νοσοκομείου, εχούσης διαφορά περί τις αποδοχές της με αυτό), κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974 ("περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου" - ΦΕΚ 204 Α-, που  ορίζει ότι "ο χρόνος παραγραφής των κατά του νομικού προσώπου αξιώσεων των υπαλλήλων τούτου των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου μετ' αυτού συνδεομένων, εκ καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων πάσης φύσεως απολαυών ή αποζημιώσεων εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι δύο ετών") αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος (αρχή της ισότητας), ως και ότι, επομένως, οι απαιτήσεις των υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από καθυστερούμενες αποδοχές ή απολαβές, οποιασδήποτε φύσεως, ή αποζημιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό πρέπει να υπόκεινται στην προβλεπόμενη από την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου 48 και ισχύουσα για όλες τις άλλες χρηματικές κατά του νομικού προσώπου αξιώσεις γενική πενταετή παραγραφή. Αντίθετα ο Αρειος Πάγος με τις υπ' αριθμ. 31/2007, 1491/2007, 1560/2007, 1561/2007 αποφάσεις του έχει κρίνει ότι οι διατάξεις του προαναφερθέντος άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974, δεν προσκρούουν στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι η βραχεία διετής παραγραφή έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος και, ειδικότερα, προς τον σκοπό της ταχείας εκκαθαρίσεως των σχετικών με τις αποδοχές των υπαλλήλων τους αξιώσεων και των αντιστοίχων υποχρεώσεων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας τους. Περαιτέρω, με την προμνημονευθείσα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (υπ' αριθμ. 3654/2008) κρίθηκε, επίσης, ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 49 του Ν.Δ. 496/1974 (την ορίζουσα ότι "η παραγραφή άρχεται από του τέλους του οικονομικού έτους, καθ' ο εγεννήθη η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις") και 51περ. β (την ορίζουσα ότι "... η παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων κατά του νομικού προσώπου διακόπτεται ... β) δια της υποβολής προς το νομικόν πρόσωπον αιτήσεως περί πληρωμής της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή άρχεται εκ νέου από της χρονολογίας την οποία φέρει η έγγραφος απάντησις της αρμοδίας δια την αναγνώρισιν ή την πληρωμήν της απαιτήσεως Αρχής, εν περιπτώσει [δε] μη απαντήσεως, η παραγραφή άρχεται μετά πάροδον εξαμήνου από της χρονολογίας υποβολής της αιτήσεως...") συνάγεται ότι η έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως είναι ότι η υποβολή προς το νομικό πρόσωπο της εν λόγω αιτήσεως πριν από το τέλος του οικονομικού έτους, εντός του οποίου γεννήθηκε η σχετική αξιώση, αναστέλλει την έναρξη της παραγραφής της αξιώσεως αυτής επί εξάμηνο. Αντίθετα ο Αρειος Πάγος, με τις αποφάσεις του υπ' αριθμ. 844/2003, 1139/2003, 839/2002, 1447/2002 και 1727/1998, έχει κρίνει ότι για να διακοπεί η παραγραφή χρηματικών αξιώσεων κατά νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, λόγω υποβολής αιτήσεως περί πληρωμής αυτών, πρέπει, κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 51 περ. β' του Ν.Δ. 496/1974, η αίτηση να υποβληθεί μετά την λήξη του έτους, εντός του οποίου γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες οι απαιτήσεις, αφού πριν από το τέλος του οικονομικού αυτού έτους δεν αρχίζει η παραγραφή και δεν νοείται διακοπή παραγραφής, η οποία δεν έχει αρχίσει. Υπό τα δεδομένα αυτά, στοιχειοθετείται περίπτωση αμφισβητήσεως, ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα διατάξεως νόμου (και συγκεκριμένα εκείνης του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974) και ως προς την έννοια διατάξεως τυπικού νόμου, για την άρση  της οποίας ιδρύεται δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, κατά την έννοια των άρθρων 100 παρ. 1 εδ. δ' του Συντάγματος και 6 εδ. ε' του Κώδικα περί Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου.

   7. Επειδή, το Ν.Δ. 496/1974 "περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου" (ΦΕΚ Α` 204) ορίζει στο άρθρο 44 παρ. 1 ότι "Παν χρέος προς το νομικό πρόσωπο παραγράφεται, εφ` όσον δεν ορίζεται άλλως υπό των διατάξεων του παρόντος, μετά πέντε έτη από της λήξεως του οικονομικού έτους εντός του οποίου εβεβαιώθη. ...", στο άρθρο 48 ότι "1. Ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του ν.π.δ.δ. είναι πέντε ετών, εφ` όσον δεν ορίζεται άλλως υπό του παρόντος. 2. ... 3. Ο χρόνος παραγραφής των κατά του νομικού προσώπου αξιώσεων των υπαλλήλων τούτου των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου μετ` αυτού συνδεομένων, εκ καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων πάσης φύσεως απολαύων ή αποζημιώσεων εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι δύο ετών. 4. ...", στο άρθρο 49 ότι "Η παραγραφή άρχεται από του τέλους του οικονομικού έτους καθ` ο εγεννήθη η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις" και στο άρθρο 51 ότι "Φυλαττομένης της ισχύος των ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων κατά του νομικού προσώπου διακόπτεται μόνον : α) Δια της υποβολής της υποθέσεως εις το αρμόδιον δικαστήριον ή εις διαιτητάς, οπότε άρχεται εκ νέου η παραγραφή από της τελευταίας διαδικαστικής πράξεως των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών, β) Δια της υποβολής προς το νομικόν πρόσωπον αιτήσεως περί πληρωμής της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή άρχεται εκ νέου από της χρονολογίας την οποίαν φέρει η έγγραφος απάντησις της αρμοδίας δια την αναγνώρισιν ή την πληρωμήν της απαιτήσεως Αρχής. Εν περιπτώσει μη απαντήσεως η παραγραφή άρχεται μετά πάροδον εξαμήνου από της χρονολογίας υποβολής της αιτήσεως. ... γ) ...". Εξάλλου, το ανωτέρω ν.δ/γμα 496/1974 ορίζει στο άρθρο 50 ότι "Αι περί αναστολής της παραγραφής διατάξεις των άρθρων 257 έως 259 του Αστικού Κωδικός, εφ` όσον δεν ορίζεται άλλως, εφαρμόζονται και επί των χρηματικών αξιώσεων κατά του νομικού προσώπου. Επίσης η παραγραφή αναστέλλεται, εφ` όσον χρόνον ο δικαιούχος ένεκεν ανωτέρας βίας εκωλύθη να ασκήση την αξίωσίν του εντός του τελευταίου εξαμήνου του χρόνου παραγραφής".

   8. Επειδή, από τις παρατεθείσες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 48 του ν.δ/τος 496/1974 προκύπτει ότι οι αξιώσεις των υπαλλήλων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από καθυστερούμενες αποδοχές ή απόλαυες, οποιασδήποτε φύσεως, ή αποζημιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό, οι οποίες ορίζονται και οφείλονται απ` ευθείας από το νόμο και των οποίων την πληρωμή αρνείται ή καθυστερεί το νομικό πρόσωπο για οποιοδήποτε λόγο, σύμφωνα με την έννοια, την οποία προσδίδουν τα όργανα του στο νόμο, από την οποία, όμως, άρνηση ή καθυστέρηση δεν παρακωλύεται η δικαστική επιδίωξη της αξιώσεως, υπόκεινται σε διετή παραγραφή. Η πενταετής παραγραφή, αντιθέτως, ισχύει όταν για την θεμελίωση του επί των αποδοχών ή των πάσης φύσεως απολαύων δικαιώματος απαιτείται η έκδοση πράξεως του νομικού προσώπου, την οποία παρανόμως παραλείπουν να εκδώσουν τα όργανα του, δηλαδή όταν δεν πρόκειται για ευθεία αγωγή, λόγω αρνήσεως ή καθυστερήσεως καταβολής αποδοχών, αλλά για αγωγή αποζημιώσεως, λόγω παραλείψεως οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας των οργάνων του νομικού προσώπου, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. Η προβλεπόμενη από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 48 παρ.3 του Ν. Δ/τος 496/1975, για τις πιο πάνω αξιώσεις των υπαλλήλων των ν.π.δ.δ., βραχυπρόθεσμη (διετής) παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από τον οριζόμενο στο άρθρο 44 του ίδιου Ν. Δ/τος χρόνο παραγραφής των χρηματικών απαιτήσεων του νομικού προσώπου κατά τρίτων (πενταετία), έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δημόσιου συμφέροντος και, συγκεκριμένα, από την ανάγκη ταχείας εκκαθαρίσεως αξιώσεων, απορρεουσών από περιοδικές (κατά μήνα) παροχές και των αντιστοίχων υποχρεώσεων των ν.π.δ.δ., η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας και της οικονομικής κατάστασης αυτών, στην οποία συμβάλλουν οι φορολογούμενοι πολίτες με την καταβολή φόρων. Συνεπώς η διάταξη αυτή του άρθρου 48 παρ.3 του Ν. Δ/τος 496/1974, που θεσπίζει διετή παραγραφή για τις ρηθείσες αξιώσεις των υπαλλήλων των ν.π.δ.δ., δεν αντίκειται στην κατά το άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας. Eπομένως, η αμφισβήτηση που ανέκυψε σε σχέση με την ουσιαστική συνταγματικότητα της διατάξεως του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974, από την έκδοση αντίθετης, προς τα κριθέντα επί του επιμάχου αυτού ζητήματος με τις αποφάσεις υπ' αριθμ. 31, 1491, 1560 και 1561/2007 του Αρείου Πάγου, αποφάσεως υπ' αριθμ. 3654/2008 του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρέπει να αρθεί με την υιοθέτηση των κριθέντων από τον Αρειο Πάγο. Μειοψήφησαν τα μέλη Ι. Καραβοκύρης, Χ.Ράμμος, Ι. Μαντζουράνης, Σ. Μαρκάτης, Β. Γρατσίας και Κ. Φινοκαλιώτης, οι οποίοι υποστήριξαν ότι η θέσπιση με το προαναφερθέν άρθρο 48 παρ. 3 του Ν.Δ/τος  496/1974 εις βάρος των υπαλλήλων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ειδικής βραχυπρόθεσμης διετούς παραγραφής, με την οποία περιορίζεται ειδικά το δικαίωμα τους να διεκδικήσουν αναδρομικά ποσά, λόγω καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων απολαύων ή αποζημιώσεως εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού, αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, που καθιερώνει την αρχή της ισότητας, διότι είναι μικρότερος από τον χρόνο παραγραφής  που προβλέπεται (πενταετία) αφενός μεν από την παράγραφο 1 του ίδιου ως άνω άρθρου 48 του Ν.Δ./τος 496/1974 για όλες τις άλλες χρηματικές αξιώσεις κατά των νομικών προσώπων δημοσίου  δικαίου, αφετέρου δε από το άρθρο 44 του εν λόγω Ν.Δ/τος για τις χρηματικές αξιώσεις του νομικού προσώπου κατά τρίτων. Δεν δικαιολογείται δε η θέσπιση βραχείας διετούς παραγραφής για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος και, ειδικότερα, προς τον σκοπό της ταχείας εκκαθαρίσεως των σχετικών με τις αποδοχές των υπαλλήλων τους αξιώσεων και των αντιστοίχων υποχρεώσεων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας τους. Τούτο δε διότι η θέσπιση  της ανωτέρω βραχυπρόθεσμης παραγραφής αφορά μόνον στις προαναφερθείσες αξιώσεις των υπαλλήλων των νομικών αυτών προσώπων, ενώ για όλες τις άλλες αξιώσεις κατά των εν λόγω νομικών προσώπων ο χρόνος παραγραφής είναι πενταετής. Τούτο δε ανεξαρτήτως ότι το ταμειακό συμφέρον του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου δεν μπορεί να εξομοιωθεί με το δημόσιο ή γενικό συμφέρον και δεν μπορεί, επομένως, να δικαιολογήσει την θέσπιση διατάξεως, καθιερούσης ειδική βραχυπρόθεσμη παραγραφή, κατ' εξαίρεση από γενικότερα ισχύοντα κανόνα μακροπρόθεσμης παραγραφής, για ορισμένη και συγκεκριμένη μόνο κατηγορία απαιτήσεων έναντι των ν.π.δ.δ. (πρβλ. απόφαση Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου -Ε.Δ.Δ.Α. - Μεϊδάνης κατά Ελλάδας, 33977/06, απόφαση της 22.5.2007). Ενόψει των ανωτέρω, κατά την γνώμη αυτή, η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 48 του Ν.Δ. 496/1974 είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα και μη εφαμοστέα, με συνέπεια οι απαιτήσεις των υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από καθυστερούμενες αποδοχές ή απoλαυές, οποιασδήποτε φύσεως, ή αποζημιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό να υπόκεινται στην προβλεπόμενη από την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου 48 και ισχύουσα για όλες τις άλλες χρηματικές κατά του νομικού προσώπου αξιώσεις πενταετή παραγραφή (πρβλ. απόφαση υπ' αριθμ. 1/2005 του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος). Τέλος, κατά την αυτήν γνώμη, παρά το γεγονός ότι η θεσπίζουσα την παραγραφή διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974 είναι διάταξη ουσιαστικού και όχι δικονομικού περιεχομένου, η καθιέρωση, πάντως, με αυτήν βραχύτερου χρόνου για την παραγραφή των αξιώσεων των υπαλλήλων των ν.π.δ.δ., όταν αυτοί ζητούν καθυστερούμενες αποδοχές ή άλλες πάσης φύσεως απολαυές (που είναι η διετία- άρθρο 48 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974), από τον θεσπισθέντα χρόνο, εντός του οποίου, κατά νόμον, παραγράφονται οι απαιτήσεις των ν.π.δ.δ., όταν αυτά πλέον ζητούν από τους υπαλλήλους αυτούς την επιστροφή αποδοχών τους ως αχρεωστήτως καταβληθεισών σε αυτούς (που είναι η πενταετία- άρθρο 44 του αυτού Ν.Δ.), έχει άμεση δυσμενή επίπτωση στην εκ μέρους των υπαλλήλων αυτών δυνατότητα δικαστικής διεκδίκησης των απολαυών τους και οδηγεί έμμεσα σε ανεπίτρεπτη παραβίαση της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, δηλαδή του ν.π.δ.δ. και των υπαλλήλων του (πρβλ. αποφάσεις του Ε.Δ.Δ.Α. Πλατάκος κατά Ελλάδας, 38460/97, απόφαση της 11.1.2001, Wynen κατά Βελγίου, 32576/96, απόφαση της 5.11.2002). Συνεπώς, κατά την μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, η υπό κρίση αμφισβήτηση θα έπρεπε να αρθεί υπέρ της κρατησάσης στο ζήτημα αυτό απόψεως στην παραπεμπτική, υπ' αριθμ. 3654/2008, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

   9. Επειδή, ακολούθως, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 49 και 51 περ. β` του Ν.Δ 496/1974 - η δεύτερη από τις οποίες, αποβλέπουσα στο συνήθως συμβαίνον, παρέχει στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος ζητεί από το νομικό πρόσωπο την πληρωμή απαιτήσεως του μετά την έναρξη του χρόνου παραγραφής της, παράταση του χρόνου αυτού - συνάγεται ότι η υποβολή προς το νομικό πρόσωπο της εν λόγω αιτήσεως πριν από το τέλος του οικονομικού έτους, εντός του οποίου γεννήθηκε η σχετική αξίωση, αναστέλλει την έναρξη της παραγραφής της αξιώσεως αυτής επί εξάμηνο. Αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή αίτηση, υποβαλλομένη πριν από το τέλος του οικονομικού έτους, εντός του οποίου γεννήθηκε η αξίωση, δεν ασκεί επιρροή, ως προς τον χρόνο παραγραφής αυτής, ερείδεται μεν στο γράμμα της διατάξεως του άρθρου 51 του ν.δ/τος 496/1974, η οποία αναφέρεται σε διακοπή της παραγραφής και όχι σε αναστολή ενάρξεως αυτής - αναστολή που, άλλωστε, δεν προβλέπεται από το αφορών στην αναστολή της παραγραφής άρθρο 50 του ίδιου ν.δ/τος - θα οδηγούσε, όμως, επί τη βάσει αυστηρής και τυπικής ερμηνείας του όλου πλέγματος των ως άνω διατάξεων, στο ανεπιεικές αποτέλεσμα ο επιμελής διοικούμενος, ο οποίος υπέβαλε αίτηση, ζητώντας την ικανοποίηση της απαιτήσεως του, πριν από το τέλος του οικονομικού έτους, εντός του οποίου η σχετική αξίωση του γεννήθηκε, να περιέρχεται σε χειρότερη θέση από εκείνον που υποβάλει την αίτηση του προς το νομικό πρόσωπο, έστω και ελάχιστο χρόνο, μετά την έναρξη του χρόνου της παραγραφής, χωρίς να συντρέχει λόγος που να δικαιολογεί την διαφοροποίηση αυτή. Επομένως, η επίμαχη νομοθετική διάταξη θα πρέπει να ερμηνευθεί ως έχουσα την έννοια ότι αίτηση, υποβληθείσα προ της λήξεως του οικονομικού έτους, κατά το οποίο εγεννήθη η απαίτηση, θεωρείται, κατά πλάσμα δικαίου, ως υποβληθείσα μετά  την έναρξη του επομένου έτους (του έτους δηλαδή του συμπεριλαμβανομένου στον χρόνο της παραγραφής) και μάλιστα κατά την πρώτη ημέρα αυτού, με περαιτέρω αποτέλεσμα η υποβολή αυτή να έχει ως συνέπεια να αναστέλλεται η έναρξη της παραγραφής της αξιώσεως αυτής επί ένα εξάμηνο. Θα πρέπει, κατά συνέπεια, το δεύτερο ζήτημα, για το οποίο ανέκυψε αμφισβήτηση μεταξύ Συμβουλίου Επικρατείας και Αρείου Πάγου (αν, δηλαδή, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 51 περ. β του ν.δ. 496/1974 υποβολή αιτήσεως προς νπδδ περί πληρωμής απαιτήσεως διακόπτει την παραγραφή ακόμη και αν έχει ασκηθεί προ της λήξεως του οικονομικού έτους καθ' ο η απαίτηση εγεννήθη) να επιλυθεί υπέρ της απόψεως, που εκράτησε στην παραπεμπτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος και τα μέλη ο Σ. Κολυβάς, Δ. Γιαννακόπουλος, Α. Τσόλιας, Γ. Χρυσικός και Σ. Μιτσιάλης,  οι οποίοι υποστήριξαν ότι η διάταξη του άρθρου 51 του ν.δ/τος 496/1974, αναφερομένη ρητώς σε διακοπή της παραγραφής, προϋποθέτει έναρξη της παραγραφής, κατά το άρθρο 49 του ίδιου ν.δ/τος, αφού δεν νοείται διακοπή παραγραφής, η οποία δεν έχει αρχίσει. Εξάλλου, αναστολή ενάρξεως της παραγραφής δεν προβλέπεται από το άρθρο 50 του ανωτέρω ν.δ/τος 496/1974, το οποίο αναφέρεται στην αναστολή υπό την έννοια της αναστολής λήξεως αυτής. Οι περί παραγραφής, άλλωστε, διατάξεις του εν λόγω ν.δ/τος 496/1974 στοιχούν και προς τις περί παραγραφής διατάξεις του Αστικού Κώδικα - σε ορισμένες από τις οποίες παραπέμπει το προαναφερθέν, αφορών ειδικώς στην αναστολή, άρθρο 50 του ανωτέρω ν.δ/τος 496/1974 -, οι οποίες διακρίνουν σαφώς μεταξύ διακοπής της παραγραφής και αναστολής αυτής, την τελευταία δε αυτή προβλέπουν ως αναστολή λήξεως της παραγραφής και όχι ενάρξεως αυτής. Συνεπώς, δεν νοείται παράταση του χρόνου παραγραφής κατά έξι μήνες από την ημερομηνία υποβολής προς το νομικό πρόσωπο της αιτήσεως περί πληρωμής της απαιτήσεως σε περίπτωση που η αίτηση αυτή υπεβλήθη πριν από το τέλος του έτους, εντός του οποίου γεννήθηκε η σχετική αξίωση, δηλαδή πριν αρχίσει η παραγραφή.

   Επομένως, κατά την μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, θα έπρεπε η αμφισβήτηση, η ανακύψασα στο δεύτερο αυτό ζήτημα, να αρθεί υπέρ της γνώμης, που υιοθετήθηκε, ως προς αυτό, με τις αποφάσεις 1727/1998, 839/2002, 1447/2002, 844/2003 και 1139/2003 του Αρείου Πάγου.

   10. Επειδή, κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει α) να απορριφθούν οι ασκηθείσες πρόσθετες παρεμβάσεις, β) να αρθεί η αμφισβήτηση που ανέκυψε στο πρώτο παραπεμφθέν, με την απόφαση υπ' αριθμ. 3654/2008 του Συμβουλίου της Επικρατείας, ζήτημα, υπέρ της γνώμης που υιοθετήθηκε επ' αυτού με τις αποφάσεις 31, 1491, 1560 και 1561/2007 του Αρείου Πάγου και γ) να αρθεί η αμφισβήτηση που ανέκυψε στο δεύτερο παραπεμφθέν ζήτημα, υπέρ της γνώμης που υιοθετήθηκε επ' αυτού με την προμνημονευθείσα  απόφαση, υπ' αριθμ. 3654/2008, του Συμβουλίου της Επικρατείας.

   11. Επειδή, δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση επιβολής των εξόδων της αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο διεξαχθείσας διαδικασίας, ως και της δικαστικής δαπάνης.

 

   Διά ταύτα

 

   Απορρίπτει τις ασκηθείσες πρόσθετες παρεμβάσεις.

   Αίρει την αμφισβήτηση που ανέκυψε από τις αποφάσεις 3654/2008 του Συμβουλίου της Επικρατείας και  31/2007, 1491/2007, 1560/2007 και 1561/2007 του Αρείου Πάγου, ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα της διατάξεως του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ/τος 496/1974, καθώς και την αμφισβήτηση που ανέκυψε από τις αποφάσεις 3654/2008 του Συμβουλίου της Επικρατείας και 1727/1998, 839/2002, 1447/2002, 844/2003 και 1139/2003 του Αρείου Πάγου, ως προς την έννοια των διατάξεων των άρθρων 49 και 51 περ. β του αυτού ως άνω Ν.Δ/τος.

   Αποφαίνεται ότι η διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ/τος 496/1974 δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και ότι η έννοια των διατάξεων των άρθρων 49 και 51 περ. β του αυτού ως άνω Ν.Δ/τος είναι, ότι αίτηση, υποβληθείσα στο αρμόδιο ν.π.δ.δ. πριν από την έναρξη του χρόνου παραγραφής αναστέλλει την έναρξη της παραγραφής αυτής επί ένα εξάμηνο, κατά τα εις το αιτιολογικό.

   Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαΐου 2009.

   Και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 27ης  Μαΐου 2009.