ΑΕΔ 32/2008

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Παραγραφή αξίωσης αποδοχών κατά του Δημοσίου - Εναρξη παραγραφής -.

 

Με τη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995 ρυθμίζεται ειδικώς το θέμα του χρόνου της παραγραφής των αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες πάσης φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις και ορίζεται ως χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξιώσεως (Αντίθετη μειοψηφία).

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός  32/2008

   Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο

   (κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)

 

   Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Γεώργιο Παναγιωτόπουλο, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Πρόεδρο, Γεώργιο-Σταύρο Κούρτη, Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Γεώργιο Καλαμίδα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, (κωλυομένου του Προέδρου και των αρχαιοτέρων του Αντιπροέδρων), Νικόλαο Σκλία, αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού Χρίστου Ράμμου), Γεώργιο Παπαγεωργίου, Ιωάννη Μαντζουράνη, Συμβούλους της Επικρατείας, Αθανάσιο Θεμέλη, αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού Βασιλείου Κουρκάκη), Χρήστο Αλεξόπουλο, αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού Μάριου-Φώτιου Χατζηπανταζή), Βασίλειο Λυκούδη, αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού Διονυσίου Γιαννακόπουλου), Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες, Βασίλειο Γρατσία, Σύμβουλο της Επικρατείας, Νικόλαο Νίκα, Κωνσταντίνο Φινοκαλιώτη, Καθηγητές Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης ως μέλη, και το Γραμματέα Βασίλειο Μανωλόπουλο, Προϊστάμενο Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 14η Μαΐου 2008, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ των:

   ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1) ... και 9) ..., κατοίκων Αθηνών, οι οποίοι παρέστησαν διά του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Νικολάου Σωτηρακόπουλου, (Α.Μ. 14571), α) ο πρώτος και τέταρτος δυνάμει του αριθμ. 11783/30-4-2008 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Πατρών ..., β) η δεύτερη και τρίτη, δυνάμει του αριθμ. 10450/24-4-2008 πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Βαρθολομιού Ηλείας, ..., γ) η πέμπτη  δυνάμει του αριθμ. 8043/9-5-2008 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Ρεθύμνου, ..., δ) η έκτη, έβδομος και ένατος δυνάμει του αριθμ. 7226/30-4-2008 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, ..., και ε) η όγδοη δυνάμει του αριθμ. 7254/8-5-2008 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, ...

   ΚΑΘ' ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, το οποίο παρέστη με τον  Αντώνιο Κλαδιά, Νομικό Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

   Οι αιτούντες με την από 22 Οκτωβρίου 2007 αίτησή τους, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσαν κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμό 58/23-11-2007, ζήτησαν όσα αναφέρονται στο αιτητικό της.

   Η εκδίκαση της υποθέσεως άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτου.

   Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αιτούντων, καθώς και τον Νομικό Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τις προτάσεις τους.

 

   Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

   Σκέφθηκε κατά νόμο.

 

   1. Επειδή, κατά το άρθρο 48 παρ. 1 του Κώδικα Α.Ε.Δ., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Νόμου 345/1976 (ΦΕΚ 141 Α'), σε περίπτωση εκδόσεως αντίθετων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού συνεδρίου, ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεως τυπικού νόμου, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο αίρει την αμφισβήτηση, ύστερα από αίτηση, μεταξύ άλλων, και καθενός που έχει έννομο συμφέρον (Α.Ε.Δ. 9/2003), τέτοιο δε έννομο συμφέρον κέκτηται εκείνος που είχε την ιδιότητα του διαδίκου είτε στη μία, είτε και στις δύο δίκες, στις οποίες εκδόθηκαν οι αντίθετες αποφάσεις, με τις οποίες, έτσι, άμεσα σχετίζεται και ο οποίος, άλλωστε, θα μπορούσε να ασκήσει το ένδικο μέσο της επαναλήψεως της διαδικασίας (άρθρο 51 παρ. 2) κατά των αποφάσεων, οι οποίες εκδόθηκαν πριν από τη δημοσίευση της αποφάσεως του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (Α.Ε.Δ. 2/2003, 36/2000). Εν προκειμένω, με την κρινόμενη αίτηση, ζητείται η άρση της αμφισβητήσεως, η οποία δημιουργήθηκε, κατά τους αιτούντες, ως προς την έννοια των διατάξεων των άρθρων 91 εδ. α' και 90 παρ. 3, του Ν. 2362/1995, μετά την έκδοση αφ' ενός μεν της 29/2006 αποφάσεως της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και, αφ' ετέρου της 2765/2005 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η αίτηση, σύμφωνα με τα παραπάνω, με έννομο συμφέρον ασκείται από τους αιτούντες, οι οποίοι ήσαν διάδικοι στη δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερόμενη 29/2006 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, πρέπει δε να ερευνηθεί περαιτέρω, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις οικείες εκθέσεις που ευρίσκονται στη δικογραφία, έχουν διεξαχθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 10 παρ. 2, 49 παρ. 2, 50 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Α.Ε.Δ.) οι δέουσες δημοσιεύσεις και κοινοποιήσεις (πρβλ. Α.Ε.Δ. 11/2007).

   2. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 100 παρ. 1 περ. ε' του Συντάγματος και 6 περ. ε' και 48 παρ. 1 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, ιδρύεται δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, ως προς την άρση αμφισβητήσεως για την έννοια τυπικού νόμου, όταν τα ανώτατα δικαστήρια που εξέδωσαν τις αντίθετες αποφάσεις αντιμετώπισαν και επέλυσαν το ίδιο νομικό ζήτημα, ερμηνεύοντας τις ίδιες διατάξεις τυπικού νόμου και όχι διαφορετικές ή σε συνδυασμό με διαφορετικές το καθένα διατάξεις, διότι, στην περίπτωση αυτή, οι εκατέρωθεν ερμηνευτικές εκδοχές δεν είναι ασύμβατες, με συνέπεια να μη δημιουργούν αντίθεση (Α.Ε.Δ. 8/2004, 2/2003). Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση, επιδιώκεται η άρση της αμφισβητήσεως που δημιουργήθηκε από τις αποφάσεις 29/2006 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και 2765/2005 του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως προς την έννοια των διατάξεων των άρθρων 91 εδ. α' και 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995. Επιδιώκεται, ειδικότερα, να αρθεί η αμφισβήτηση που ανέκυψε μετά την έκδοση των ως άνω αποφάσεων των ανωτάτων δικαστηρίων, ως προς το αν, κατά την έννοια του άρθρου 91 εδ. α' του Ν.  2362/1995, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, ακόμη και αν η απαίτηση αυτή έχει τον χαρακτήρα απαιτήσεως στρατιωτικού ή πολιτικού υπαλλήλου του Δημοσίου με σχέση είτε δημοσίου, είτε ιδιωτικού δικαίου, για την οποία στο άρθρο 90 παρ. 3 ορίζεται ως χρόνος παραγραφής "η διετία από της γενέσεώς της", όπως κρίθηκε με την 2765/2005 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ή αν, αντιθέτως, κατά την έννοια του άρθρου 91 εδ. α' του Ν. 2362/1995, το οποίο περιέχει επιφύλαξη υπέρ κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του εν λόγω νόμου, ειδικώς προκειμένου περί απαιτήσεων στρατιωτικού ή πολιτικού υπαλλήλου του Δημοσίου με σχέση είτε δημοσίου, είτε ιδιωτικού δικαίου, το χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής δεν είναι το τέλος του οικονομικού έτους, κατά το οποίο οι εν λόγω απαιτήσεις γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες, αλλά ο ακριβής χρόνος γενέσεώς τους, όπως κρίθηκε με την 29/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου. Υπό τα δεδομένα αυτά, στοιχειοθετείται περίπτωση αμφισβητήσεως, ως προς την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, για την άρση της οποίας ιδρύεται δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, κατά την έννοια των άρθρων 100 παρ. 1 εδ. δ' του Συντάγματος και 6 εδ. ε' του Κώδικα Α.Ε.Δ.. Τούτο δε διότι τα ανώτατα δικαστήρια α) ερμήνευσαν εν προκειμένω τις ίδιες διατάξεις τυπικού νόμου και όχι διαφορετικές διατάξεις με την ίδια διατύπωση, β) ερμήνευσαν αποκλειστικά και μόνο τις ίδιες διατάξεις τυπικού νόμου, χωρίς να τις ερμηνεύσουν και σε συνδυασμό και με άλλες διατάξεις, οπότε το επιλυθέν ζήτημα θα εμφανιζόταν να διαφοροποιείται γ) το ως άνω νομικό ζήτημα ανέκυπτε στις υποθέσεις, στις οποίες εκδόθηκαν και οι δύο προαναφερθείσες αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων, η δε επίλυσή του ήταν αναγκαία για τη διάγνωση των υποθέσεων αυτών και δ) η αντίθεση προκύπτει από τις αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού των αποφάσεων αιτιολογίες τους (πρβλ. Α.Ε.Δ. 27/1999, καθώς και 8/2004, 3/2003, κ.ά.).

   3. Επειδή, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού και ελέγχου δαπανών του Κράτους", η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες πάσης φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεως, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' του ίδιου νόμου, "επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από του τέλους του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής". Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι με την πρώτη από αυτές ρυθμίζεται ειδικώς το θέμα του χρόνου της παραγραφής των αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, ορίζεται δε ως χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξιώσεως. Η διάταξη αυτή είναι ειδική, σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' του ανωτέρω Ν. 2362/1995, με την οποία ρυθμίζεται γενικώς το θέμα της ενάρξεως του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξιώσεως κατά του Δημοσίου από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής, όπως τούτο συνάγεται από τη ρητή επιφύλαξη, ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων, όπως η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3, η οποία, ως εκ τούτου, κατισχύει της γενικής διατάξεως του άρθρου 91 εδ. α' του αυτού Ν. 2362/1995. Κατά τη γνώμη, όμως, των μελών Ανδρέα Τσόλια και Βασιλείου Γρατσία, με τη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ως άνω Ν.  2362/1995, η οποία είναι γενική και αποτελεί ουσιαστικά αναδιατύπωση της προϊσχύουσας διατάξεως του άρθρου 91 παρ. 3 του Ν.Δ. 321/1969, δεν σκοπήθηκε η μεταβολή του χρόνου ενάρξεως της παραγραφής των απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, αλλά η κατάργηση της νομολογιακώς παγιωμένης υπό το προγενέστερο του Ν. 2362/1995 νομοθετικό καθεστώς (Ν.Δ. 321/1969) διακρίσεως μεταξύ ευθείας και αποζημιωτικής αγωγής, η οποία γινόταν από τα δικαστήρια όλων των δικαιοδοσιών. Κατά συνέπεια, και μετά τον Ν. 2362/1995, ο χρόνος ενάρξεως της παραγραφής των απαιτήσεων υπαλλήλων του Δημοσίου με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, εξακολουθεί, κατά τη γνώμη αυτή, να είναι το τέλος του οικονομικού έτους, κατά το οποίο έχει γεννηθεί η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη και όχι το χρονικό σημείο γενέσεως της αξιώσεως.

   4. Επειδή, κατόπιν αυτών, το Δικαστήριο αίρει την ανωτέρω αμφισβήτηση, αποφαινόμενο ότι με τη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995, ρυθμίζεται ειδικώς το θέμα του χρόνου της παραγραφής των αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες πάσης φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις και ορίζεται ως χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξιώσεως.

   5. Επειδή, τα έξοδα της αυτεπάγγελτης διαδικασίας πρέπει, κατ' άρθρο 22 παρ. 2 του παραπάνω Κώδικα Α.Ε.Δ., να επιβληθούν στους ηττώμενους αιτούντες.

 

   ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

   Αίρει την αμφισβήτηση που ανέκυψε από την έκδοση της, αντίθετης προς την απόφαση 2765/2005 του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεως 29/2006 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, ως προς τον, κατά το άρθρο 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995, χρόνο ενάρξεως της παραγραφής της απαιτήσεως οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις.

   Αποφαίνεται ότι με τη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995, ρυθμίζεται ειδικώς το θέμα του χρόνου της παραγραφής των ανωτέρω αξιώσεων και ορίζεται ως χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξιώσεως.

   Επιβάλλει στους αιτούντες υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τα έξοδα της αυτεπάγγελτης διαδικασίας, που ανέρχονται σε ενενήντα τρία ευρώ και δεκαοκτώ λεπτά (93,18 ευρώ).

   Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου 2008 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 3ης Δεκεμβρίου 2008.