ΣτΕ 3651/2002
Αρχή
ισότητας - Αρχή παροχής έννομης προστασίας - Τόκοι υπερημερίας οφειλής δημοσίου
- Αντισυνταγματικότητα διάταξης άρθρου 21 ΚΝ περί δικών Δημοσίου - Αμοιβή
πραγματογνώμονα - Δικαστικά έξοδα-.
Η
κρίση του Διοικητικού Εφετείου ότι η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων
περί δικών του Δημοσίου (τόκος υπερημερίας οφειλής Δημοσίου 6% ετησίως από την
επίδοση της αγωγής) δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, δεν είναι νόμιμη, αφού η
διάταξη αυτή αντίκειται και στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1
του Συντάγματος, καθώς και στις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις του άρθρου 6
παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του άρθρου 1
του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης αυτής. Υπόχρεος να καταβάλει την
αμοιβή των πραγματογνωμόνων και γενικά τα έξοδα διενέργειας της
πραγματογνωμοσύνης είναι ο διάδικος εκείνος που κατά την κρίση του δικαστηρίου
είναι υπαίτιος για τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης. Σε περίπτωση μερικής
νίκης και ήττας των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα κατ' αρχήν συμψηφίζονται
μεταξύ τους, το δε δικαστήριο μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να διατάξει συμψηφισμό
των εξόδων, αν υπάρχει εύλογη αμφιβολία περί την έκβαση της δίκης και δεν
υφίσταται υποχρέωση για ειδικότερη αιτιολόγηση της κρίσης του δικαστηρίου της
ουσίας περί συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων. Παραπομπή σε επταμελή σύνθεση.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις
14 Ιανουαρίου 2002, με την εξής σύνθεση: Π. Χριστόφορος, Σύμβουλος της
Επικρατείας, Προεδρεύων, ελλείποντος Προέδρου του Τμήματος και σε αναπλήρωση
του αρχαιοτέρου του Συμβούλου, που είχε κώλυμα, Ν. Μαρκουλάκης, Δ. Μαρινάκης,
Σύμβουλοι, Δ. Σκαλτσούνης, Α. Καλογεροπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε.
Κουμεντέρη, Γραμματέας του Α' Τμήματος.
Για να δικάσει την από 5 Ιουνίου 1994
αίτηση:
των: Ε. χας Γ.Π., κατοίκου Αθηνών (οδός Σ.
Π. αριθ. ...), 2. Ι.Β.Π., κατοίκου Αθηνών (Λ. Κ. αριθ. ...), οι οποίοι
παρέστησαν με την δικηγόρο Π.Π. (Α.Μ. ...), που την διόρισαν με πληρεξούσιο, 3.
Π.Β.Π., κατοίκου Αθηνών (Λ. Κ. αριθ. ...), η οποία παρέστη αυτοπροσώπως ως
δικηγόρος, 4. Μ.Β.Π. και 5. Π.Β.Π., κατοίκων Αθηνών (Λ. Κ. αριθ. ...), οι
οποίοι παρέστησαν με την ως άνω δικηγόρο Π.Π., που την διόρισαν με πληρεξούσιο,
κατά των: 1. Υπουργού Οικονομικών και 2.
Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, οι οποίοι παρέστησαν με
την Αθηνά Αλεφάντη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες
επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ' αριθ. 2411/1993 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου
Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της
εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Δ. Σκαλτσούνη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την τρίτη των
αναιρεσειόντων ως δικηγόρο, για τον εαυτό της και ως πληρεξούσια των λοιπών
αναιρεσειόντων, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους
αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο των Υπουργών,
που ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο
συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού
μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή για την κρινόμενη αίτηση
καταβλήθηκαν τα νόμιμα τέλη (7489514, 7489515/1994 διπλότυπα Δ.Ο.Υ. Δικαστικών
Εισπράξεων Αθηνών) και το παράβολο (1456587, 1456588, 5473121/1994 έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή με την αίτηση αυτή ζητείται η
αναίρεση της 2411/1993 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος
που με αυτήν έγινε εν μέρει μόνο δεκτή έφεση των αναιρεσειόντων κατά της
858/1992 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και υποχρεώθηκε το
Δημόσιο να καταβάλει, νομιμοτόκως προς 6% από την επίδοση αγωγής των
αναιρεσειόντων κατά του Δημοσίου, στη μεν πρώτη αναιρεσείουσα αποζημίωση
1.326.500 δραχμών, σε καθένα δε από τους υπόλοιπους αποζημίωση 265.300 δραχμών.
Με την κρινόμενη αίτηση προσβάλλονται τρεις σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης
απόφασης: α) η σκέψη με την οποία κρίθηκε ότι οι αναιρεσείοντες δικαιούνται να
λάβουν αποζημίωση προς 6% ετησίως από την επίδοση της αγωγής, σύμφωνα με το
άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26-6/10-7-1944),
όχι δε με μεγαλύτερο επιτόκιο, β) η σκέψη με την οποία κρίθηκε ότι την αμοιβή
του πραγματογνώμονα ύψους 150.000 δραχμών για διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη
έπρεπε να καταβάλουν οι αναιρεσείοντες και γ) η σκέψη με την οποία κρίθηκε ότι
τα δικαστικά έξοδα έπρεπε να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων.
3. Επειδή, αν με την αίτηση αναιρέσεως
αμφισβητείται μόνο το ύψος των τόκων, χωρίς να αμφισβητείται το ύψος της κύριας
απαίτησης, ως αντικείμενο της διαφοράς νοείται το ποσό των τόκων (πρβλ. Σ.τ.Ε.
1027/1996, 628/2002). Εξ άλλου, αν κατά την άσκηση της αίτησης αναιρέσεως, το
ακριβές ποσό των τόκων δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί, για το λόγο ότι
είναι άγνωστη η χρονική περίοδος που καταλαμβάνει η απαίτηση αυτή, δεν συντρέχει
περίπτωση κατάργησης της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 52 του ν.
2721/1999 (Α' 112), 10 του ν. 2944/2001 (Α' 222) και 12 παρ. 6-10 του ν.
2298/1995 (Α' 62). Τούτο διότι, στην περίπτωση αυτή, η υπόθεση δεν έχει
προσδιορίσιμο χρηματικό αντικείμενο. Εν προκειμένω, το πληττόμενο μέρος της
αναιρεσιβαλλομένης απόφασης που αφορά τα έξοδα της πραγματογνωμοσύνης, καθώς
και εκείνο που αφορά τα δικαστικά έξοδα, έχουν προσδιορίσιμο χρηματικό
αντικείμενο. Το πρώτο όμως μέρος, που αφορά δηλαδή τη σκέψη της
αναιρεσιβαλλομένης απόφασης ότι οι αναιρεσείοντες δικαιούνται να λάβουν
αποζημίωση προς 6% ετησίως, όχι δε με μεγαλύτερο επιτόκιο, έχει χρηματικό
αντικείμενο, το οποίο δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί κατά την κατάθεση της
κρινόμενης αίτησης, εφ' όσον η έναρξη της τοκοφορίας της απαίτησης είναι
προσδιορισμένη (επίδοση της αγωγής), όχι όμως η λήξη της (πληρωμή της
απαίτησης). Κατά συνέπεια, δεν συντρέχει, εν πάση περιπτώσει, περίπτωση
κατάργησης της δίκης, ως προς οποιονδήποτε από τους αναιρεσείοντες ή ως προς
οποιοδήποτε από τα πληττόμενα μέρη της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, κατ'
εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 52 του ν. 2721/1999, 10 του ν. 2944/2001 και
12 παρ. 6-10 του ν. 2298/1995 και η κρινόμενη αίτηση πρέπει να εξετασθεί
περαιτέρω στο σύνολό της.
4. Επειδή η κρινόμενη αίτηση ασκείται
εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς.
5. Επειδή με το άρθρο 4 παρ. 1 του
Συντάγματος ορίζεται ότι: "Οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου",
ενώ με το άρθρο 20 παρ. 1 αυτού ορίζεται ότι: "Καθένας έχει δικαίωμα στην
παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις
απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει". Κατά
την έννοια των διατάξεων αυτών η αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά
ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, επιβάλλει την ίση μεταχείριση αυτών από
τους νόμους που προσδιορίζουν τους όρους και τις συνέπειες της άσκησης του
δικαιώματος για την παροχή δικαστικής προστασίας. Επομένως, διατάξεις νόμων, με
τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ ενός διαδίκου ευνοϊκή μεταχείριση όσον αφορά το
ανωτέρω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση πλεονεκτικότερη
εκείνης άλλου διαδίκου, είναι ανίσχυρες διότι αποκλείουν της εφαρμογής τους τον
τελευταίο αυτό διάδικο (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2807/2002 Ολομ.).
6. Επειδή, εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη
του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η
οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α' 256), "Παν πρόσωπον
έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής
προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος,
το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και
υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του
κατηγορίας ποινικής φύσεως. ...". Όπως έχει κριθεί (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [Ε.Δ.Δ.Α.] Πλατάκος κατά Ελλάδος, 11-1-2001, παρ.
47), η αρχή της ισότητας των όπλων συνιστά στοιχείο της ευρύτερης έννοιας της
δίκαιης δίκης.
7. Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 21 του Κώδικα
Νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26-6/10-7-1944, Α' 139), το οποίο
διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 109 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα
(π.δ. 456/1984 - Α' 164), "Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του
Δημοσίου οφειλής, ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως
ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής".
Σύμφωνα με το άρθρο 345 του Αστικού Κώδικα, "Όταν πρόκειται για χρηματική
οφειλή, ο δανειστής σε περίπτωση υπερημερίας έχει δικαίωμα να απαιτήσει τον
τόκο υπερημερίας που ορίζεται από το νόμο ή με δικαιοπραξία χωρίς να είναι
υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία...", ενώ σύμφωνα με το επόμενο άρθρο 346
"Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει
νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος".
8. Επειδή, όπως εκτέθηκε στην προηγούμενη
σκέψη, το ύψος του επιτοκίου υπερημερίας και του νόμιμου επιτοκίου, που όφειλε
το Δημόσιο από τις 28-9-1989, οπότε οι αναιρεσείοντες επέδωσαν την αγωγή τους
στο Δημόσιο, μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αίτησης (6-6-1994), αλλά και μέχρι
τη συζήτησή της (14-1-2002) ανερχόταν σε 6%. Κατά το διάστημα όμως τούτο, το
ύψος του γενικώς ισχύοντος επιτοκίου υπερημερίας και του νόμιμου επιτοκίου ήταν
σημαντικά υψηλότερο από το πιο πάνω ποσοστό, που υποχρεώνεται να καταβάλει το
Δημόσιο. Συγκεκριμένα, από 28-9-1989 μέχρι 29-10-1990 το επιτόκιο αυτό
ανερχόταν σε 25%, σύμφωνα με την 145/1979 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.)
(Α' 233), την 193/1979 Π.Υ.Σ. (Α' 287) και την 120/1990 Π.Υ.Σ. (Α' 143), από
30-10-1990 μέχρι 17-9-1992 σε 34%, σύμφωνα με την 1761/1990 Πράξη του Διοικητή
της Τράπεζας της Ελλάδος (Π.Δ.Τ.Ε.) (Α' 89), από 18-9-1992 μέχρι 20-10-1992 σε
44% (2124/1992 Π.Δ.Τ.Ε. - Α'162), από 21-10-1992 μέχρι 15-6-1993 σε 39%
(2137/1992 Π.Δ.Τ.Ε. - Α' 174, 2185/1993 Π.Δ.Τ.Ε. - Α' 46), από 16-6-1993 μέχρι
30-9-1993 σε 33% (2214/1993 Π.Δ.Τ.Ε. - Α' 111), από 1-10-1993 μέχρι 25-10-1993
σε 36% (2253/1993 Π.Δ.Τ.Ε. - Α' 170), από 26-10-1993 μέχρι 15-5-1994 σε 34%
(2255/1993 Π.Δ.Τ.Ε. - Α' 191), από 16-5-1994 μέχρι 27-9-1994 σε 37% (2304/1994
Π.Δ.Τ.Ε. - Α' 80), από 28-9-1994 μέχρι 30-3-1995 σε 34% (2331/1994 Π.Δ.Τ.Ε. -
Α' 159), από 31-3-1995 μέχρι 19-4-1995 σε 32% (2356/1995 Π.Δ.Τ.Ε. - Α' 71), από
20-4-1995 μέχρι 30-7-1995 σε 30% (136/1995 Π.Υ.Σ. - Α' 76), από 31-7-1995 μέχρι
29-4-1996 σε 29% (2365/1995 Π.Δ.Τ.Ε. - Α' 158), από 30-4-1996 μέχρι 22-8-1996
σε 28% (2386/1996 Π.Δ.Τ.Ε. - Α' 74), από 23-8-1996 μέχρι 16-2-1997 σε 25%
(261/1996 Π.Υ.Σ. - Α' 193), από 17-2-1997 μέχρι 12-5-1997 σε 24% (2406/1997
Π.Δ.Τ.Ε. - Α' 23), από 13-5-1997 μέχρι 8-1-1998 σε 23% (2411/1997 Π.Δ.Τ.Ε. - Α'
94), από 9-1-1998 μέχρι 30-3-1998 σε 27% (2428/1998 Π.Δ.Τ.Ε. - Α' 15), από
31-3-1998 μέχρι 30-7-1998 σε 23% 1/1998 Πράξη Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής
(Π.Σ.Ν.Π.) (Α' 74), από 31-7-1998 μέχρι 13-1-1999 σε 23% (39/1998 Π.Υ.Σ. - Α'
184), από 14-1-1999 μέχρι 16-1-2000 σε 21% (12/1999 Π.Σ.Ν.Π. - Α' 5), από
17-1-2000 μέχρι 26-1-2000 σε 18,5% (1/2000 Π.Υ.Σ. - Α' 7), από 27-1-2000 μέχρι
8-3-2000 σε 18% (29/2000 Π.Σ.Ν.Π. - Α' 18), από 9-3-2000 μέχρι 19-4-2000 σε
17,25% (31/2000 Π.Σ.Ν.Π. - Α' 97), από 20-4-2000 μέχρι 28-6-2000 σε 16,5%
(35/2000 Π.Σ.Ν.Π. - Α' 126), από 29-6-2000 μέχρι 5-9-2000 σε 16% (36/2000
Π.Σ.Ν.Π. - Α' 157), από 6-9-2000 μέχρι 14-11-2000 σε 15,25% (39/2000 Π.Σ.Ν.Π. -
Α' 200), από 15-11-2000 μέχρι 28-11-2000 σε 14,75% (40/2000 Π.Ν.Σ.Π. - Α' 259),
από 29-11-2000 μέχρι 12-12-2000 σε 14,25% (42/2000 Π.Ν.Σ.Π. - Α' 265), από
13-12-2000 μέχρι 26-12-2000 σε 13,50% (44/2000 Π.Ν.Σ.Π. - Α' 284), από 27-12-2000
μέχρι 10-5-2001 σε 12,75% (47/2000 Π.Ν.Σ.Π. - Α' 2/2001), από 11-5-2001 μέχρι
30-8-2001 σε 12,50% (αρ. 3 παρ. 2 ν. 2842/2000 - Α' 207), από 31-8-2001 μέχρι
17-9-2001 σε 12,25% (αρ. 3 παρ. 2 ν. 2842/2000), από 18-9-2001 μέχρι 8-11-2001
σε 11,75% (αρ. 3 παρ. 2 ν. 2842/2000) και από 9-11-2001 μέχρι 14-1-2002 σε
11,25% (αρ. 3 παρ. 2 ν. 2842/2000). Κατά συνέπεια, υφίσταται εν προκειμένω,
σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην πέμπτη σκέψη, παράβαση των διατάξεων των άρθρων 4
παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Υφίσταται επίσης, σύμφωνα με τα εκτεθέντα
στην έκτη σκέψη, παράβαση της διάταξης υπερνομοθετικής ισχύος του άρθρου 6 παρ.
1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεδομένου ότι δεν
προκύπτει ότι υφίσταται κάποιος λόγος δημόσιου συμφέροντος που να καθιστά
ανεκτή τη διαφοροποίηση αυτή, ούτε το Δημόσιο επικαλείται την ύπαρξη τέτοιου
λόγου (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. Λάρκος κατά Κύπρου, 18-2-1999, παρ. 31).
9. Επειδή περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1
του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ίδιας Σύμβασης, "Παν φυσικόν ή
νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να
στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους
προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους.
...". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι επί προσβολής του δικαιώματος
σεβασμού της ιδιοκτησίας πρέπει να διατηρείται δίκαιη ισορροπία μεταξύ των
απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας και της επιταγής για προστασία
των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ιδιωτών. Προκειμένου να κριθεί αν το επίδικο
μέτρο σέβεται την επιθυμητή δίκαιη ισορροπία και ιδίως αν δεν δημιουργεί στον
προσφεύγοντα δυσανάλογο βάρος, πρέπει να ληφθεί υπ' όψη ο τρόπος αποζημίωσης
που προβλέπεται από την εσωτερική νομοθεσία. Για το σκοπό αυτό, χωρίς την
καταβολή αποζημίωσης που να βρίσκεται σε εύλογη αναλογία με την αξία της
περιουσίας, η στέρηση της ιδιοκτησίας συνιστά συνήθως υπερβολική προσβολή, που
δεν μπορεί να δικαιολογηθεί εν όψει του άρθρου 1 του πρώτου προσθέτου
πρωτοκόλλου (Ε.Δ.Δ.Α. Πλατάκος κατά Ελλάδος, παρ. 55, Αζάς κατά Ελλάδος,
19-9-2002, παρ. 45). Η διάταξη αυτή δεν εγγυάται, παρά ταύτα, σε όλες τις
περιπτώσεις, το δικαίωμα σε πλήρη αποζημίωση. Τούτο διότι η ύπαρξη δημόσιας
ωφέλειας μπορεί να επιτρέψει αποζημίωση μικρότερη της πλήρους (Ε.Δ.Δ.Α. Ιερές
Μονές κατά Ελλάδος, 9-12-1994, παρ. 71, Αζάς κατά Ελλάδος, ενθ. αν.). Εξ άλλου,
όπως έχει κριθεί (Ε.Δ.Δ.Α. Akkus κατά Τουρκίας, 9-7-1997, παρ. 24-31, Ε.Δ.Δ.Α.
Aktas κ.λπ. κατά Τουρκίας, 30-1-2001, παρ. 29-34 κ.λπ.), η καθυστερημένη κατά
17 ή 16 μήνες καταβολή αποζημίωσης στο δικαιούχο με επιτόκιο 30%, ενώ ο
πληθωρισμός στην Τουρκία έτρεχε με ποσοστό 70%, παραβίασε την ανωτέρω διάταξη
του πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου.
10. Επειδή ο μέσος ετήσιος δείκτης τιμών
καταναλωτή κατά το μεγαλύτερο μέρος από το κρίσιμο εν προκειμένω χρονικό
διάστημα μεταβαλλόταν, κατά τα κοινώς γνωστά, σε ποσοστό σημαντικά μεγαλύτερο
του προαναφερθέντος ποσοστού 6%, εξικνούμενος μέχρι και σε 20,4% (το έτος
1990). Κατά συνέπεια, υφίσταται εν προκειμένω παράβαση της πιο πάνω
υπερνομοθετικής ισχύος διάταξης του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου
της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεδομένου ότι δεν
προκύπτει ότι υφίσταται κάποιος λόγος δημόσιας ωφέλειας που να καθιστά ανεκτή
τη διαφοροποίηση αυτή, ούτε το Δημόσιο επικαλείται την ύπαρξη τέτοιου λόγου
(πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. Λάρκος κατά Κύπρου, ενθ. αν.).
11. Επειδή εν προκειμένω, οι αναιρεσείοντες
είχαν προβάλει σχετικό αίτημα με την αγωγή τους, το οποίο παραδεκτώς ανέπτυξαν
με το επ' αυτής υπόμνημα, επανέφεραν δε το αίτημα τούτο στην κατ' έφεση δίκη.
Το διοικητικό εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση αντιμετώπισε το αίτημα
τούτο, δέχτηκε ότι η μνημονευθείσα διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί
δικών του Δημοσίου δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και απέρριψε το σχετικό λόγο
έφεσης. Η κρίση όμως αυτή του διοικητικού εφετείου δεν είναι νόμιμη κατά τα
εκτεθέντα στις προηγούμενες σκέψεις, αφού η τελευταία αυτή διάταξη αντίκειται
στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και στις
προαναφερθείσες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της
Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του άρθρου 1 του Πρώτου
Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης αυτής και δεν είναι συνεπώς εν προκειμένω
εφαρμοστέα. Για το λόγο άρα τούτο που προβάλλεται βάσιμα, πρέπει η κρινόμενη
αίτηση να γίνει δεκτή, κατά το μέρος τούτο και η προσβαλλόμενη απόφαση να
αναιρεθεί κατά το ίδιο μέρος.
12. Επειδή περαιτέρω, με το άρθρο 142 παρ. 1
του εφαρμοστέου εν προκειμένω Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (π.δ. 331/1985 - Α'
116) ορίζονται τα εξής: "Η αμοιβή των πραγματογνωμόνων και γενικά τα έξοδα
διενέργειας της πραγματογνωμοσύνης καθορίζονται αμετακλήτως από το δικαστήριο
που την διέταξε με την οριστική του απόφαση και καταλογίζονται με αυτή, στο σύνολό
τους, ή κατά ένα μέρος, σε βάρος εκείνου που κατά την κρίση του είναι υπαίτιος
για τη διενέργειά της". Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, υπόχρεος να καταβάλει
την αμοιβή των πραγματογνωμόνων και γενικά τα έξοδα διενέργειας της
πραγματογνωμοσύνης είναι ο διάδικος εκείνος που κατά την κρίση του δικαστηρίου
είναι υπαίτιος για τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, η σχετική δε κρίση του
δικαστηρίου πρέπει να είναι αιτιολογημένη (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2123/1966). Με την
αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κρίθηκε ότι, εν όψει του ότι η πραγματογνωμοσύνη είχε
διαταχθεί από το διοικητικό πρωτοδικείο προς συμπλήρωση των στοιχείων που
έπρεπε να είχαν προσκομίσει οι τότε εκκαλούντες - εφεσίβλητοι, προκειμένου το
δικαστήριο τούτο να διαμορφώσει πλήρη δικανική πεποίθηση, ορθώς κρίθηκαν οι
παραπάνω υπαίτιοι για τη διενέργειά της και νομίμως καταλογίστηκε σε βάρος
τους, σύμφωνα με το άρθρο 142 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας η αμοιβή
του πραγματογνώμονα. Η κρίση αυτή είναι νόμιμη και αιτιολογείται επαρκώς,
σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και, κατά συνέπεια, ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο
προβάλλονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
13. Επειδή, μετά τη μερική αποδοχή της
κρινόμενης αίτησης κατά τα ανωτέρω, είναι περαιτέρω αναιρετέα η
αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, κατά το μέρος που με αυτήν κρίθηκε ότι τα δικαστικά
έξοδα έπρεπε να συμψηφισθούν λόγω της εύλογης αμφιβολίας των διαδίκων περί την
έκβαση της δίκης, σύμφωνα με τα άρθρα 4 του ν. 1406/1983 και 82 παρ. 3 του π.δ.
341/1978. Κατά συνέπεια, είναι αλυσιτελής η εξέταση του λόγου αναιρέσεως, με
τον οποίο πλήττεται η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης. Υπό την
εκδοχή πάντως ότι ο λόγος αυτός προβάλλεται λυσιτελώς, θα ήταν απορριπτέος ως
αβάσιμος. Τούτο διότι από το άρθρο 82 του π.δ. 341/1978 (Α' 71), εφαρμοστέου δυνάμει
του άρθρου 4 του ν. 1406/1983 (Α' 182), προκύπτει ότι σε περίπτωση μερικής
νίκης και ήττας των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα κατ' αρχήν συμψηφίζονται
μεταξύ τους, ότι το δικαστήριο μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να διατάξει
συμψηφισμό των εξόδων, αν υπάρχει εύλογη αμφιβολία περί την έκβαση της δίκης
και ότι, τέλος, δεν υφίσταται υποχρέωση για ειδικότερη αιτιολόγηση της κρίσης
του δικαστηρίου της ουσίας περί συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων (πρβλ. Σ.τ.Ε.
2352/1991). Όπως προαναφέρθηκε, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κρίθηκε ότι τα
δικαστικά έξοδα έπρεπε να συμψηφισθούν λόγω της εύλογης αμφιβολίας των διαδίκων
περί την έκβαση της δίκης, σύμφωνα με τα άρθρα 4 του ν. 1406/1983 και 82 παρ. 3
του π.δ. 341/1978, η κρίση δε αυτή είναι, καθ' αυτή, επαρκώς αιτιολογημένη,
κατά τα προεκτεθέντα.
14. Επειδή, κατόπιν όλων των ανωτέρω, η
κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε να γίνει εν μέρει δεκτή, να απορριφθεί δε κατά τα
λοιπά. Η υπόθεση που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, όσον αφορά το αναιρούμενο
μέρος, θα έπρεπε, κατά το μέρος τούτο, να παραπεμφθεί στο ίδιο διοικητικό
εφετείο για να κριθεί εκ νέου. Λόγω όμως της σπουδαιότητας της υπόθεσης, το
Τμήμα υπό την παρούσα σύνθεση, κρίνει ότι πρέπει να την παραπέμψει στην
επταμελή του σύνθεση, ορίζοντας ως εισηγητή τον Πάρεδρο Δημήτριο Σκαλτσούνη
(άρθρο 14 παρ. 5 π.δ. 18/1989 - Α' 8).
Δια ταύτα
Παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση
του Τμήματος και
Ορίζει εισηγητή τον Πάρεδρο Δημήτριο
Σκαλτσούνη.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου
και στις 23 Οκτωβρίου 2002 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της
16ης Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.