ΜΠρΑθ 589/2003
Απόλυση με συνθήκες συνταξιοδότησης - Οριο ηλικίας - Αρχή ισότητας -
Ισότητα φύλων - Ακυρη απόλυση -.
Ακυρη η απόλυση γυναίκας που συμπλήρωσε μεν τις προϋποθέσεις λήψης πλήρους σύνταξης λόγω γήρατος, αλλά που υπολείπεται ο χρόνος που ισχύει για τους άνδρες. Τούτο αντίκειται στα άρθρα 4 και 116 του Συντάγματος και στο Ν. 1414/84 που εκδόθηκε προς εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις των 75/117/10.2.1975 και 76/207/9.2.1976 οδηγιών του Συμβουλίου της ΕΟΚ.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Γεώργιο
Ταμβακάκη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου
Διοίκησης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Στυλιανή Ντεμίρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 30.10.2002, για να δικάσει
την υπόθεση μεταξύ:
Της
ενάγουσας: Κ.Β. του Δ., κατοίκου Αθηνών (οδός Σ.Χ. αρ. ...),η οποία παραστάθηκε
στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Ελευθέριο Σεραφείμ.
Της
εναγομένης:Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "ΗΡΑ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΜΑΙΕΥΤΗΡΙΟ -
ΓΕΝΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ Α.Ε." που εδρεύει στο Χολαργό Αττικής (Λ. Μεσογείων αρ.
264) και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο η
πληρεξουσία Δικηγόρος της Αικατερίνη Γυφτάκη.
Η
ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 15.4.2002 αγωγή της, που κατατέθηκε με
αριθμό 1.269/16.4.2002, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 24.9.2002 και
γράφτηκε στο πινάκιο. Κατ' εκείνη το Δικαστήριο ανέβαλε την υπόθεση γι' αυτήν
που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη
συζήτηση της υπόθεσης οι ανωτέρω πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, αφού
ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα
πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ
ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ
ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι
διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 2 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζουν ότι οι
Ελληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις και ότι
αποκλίσεις από την αρχή αυτή επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους στις
περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος. Εξάλλου, ο Ν. 1414/84 "εφαρμογή της
ισότητας των φύλων στις εργασιακές σχέσεις", που εκδόθηκε για την
εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις των 75/117/10.2.75 και
76/207/9.2.76 Οδηγιών του Συμβουλίου της ΕΟΚ, προβλέπει στο άρθρο 5 παρ. 1 ότι
απαγορεύεται κάθε διάκριση με βάση το φύλο του εργαζόμενου, όσον αφορά τους
όρους, τις συνθήκες εργασίας και την επαγγελματική του εξέλιξη και σταδιοδρομία
και στο άρθρο 6 στοιχ. α' ότι απαγορεύεται η καταγγελία της σχέσεως εργασίας
για λόγους που αναφέρονται στο φύλο. Επιπλέον το άρθρο 15 του ανωτέρω νόμου
ορίζει ότι "διατάξεις νόμων, διαταγμάτων, ΣΣΕ, διαιτητικών ή Υπουργικών
αποφάσεων, εσωτερικών κανονισμών ή οργανισμών επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων,
όροι ατομικών συμβάσεων, καθώς και οι διατάξεις που ρυθμίζουν την άσκηση
ελευθέριου επαγγέλματος, εφόσον είναι αντίθετες με τις διατάξεις του νόμου
αυτού, καταργούνται". Από τις άνω διατάξεις του Συντάγματος και τον Ν.
1414/84, ερμηνευόμενες υπό το φως των προαναφερόμενων κοινοτικών οδηγιών, και
της αναφερόμενης κατωτέρω 79/19.12.78 οδηγίας, συνάγεται γενικότερα μεν ότι απαγορεύονται
οι υπέρ ή κατά του ενός φύλου αυθαίρετες ευμενείς ή δυσμενείς, νομοθετικές ή
διοικητικές διακρίσεις και επιβάλλεται η νομοθετική επέκταση και, σε περίπτωση
παραλείψεως του νομοθέτη, η αποκαταστατική εφαρμογή από το Δικαστήριο των υπέρ
του ενός μόνο φύλου ευνοϊκών διατάξεων και υπέρ του άλλου (Ολ. ΑΠ 3/93 ΔΕΝ
1994.137). Ειδικότερα δε, ως προς τη λύση της εργασιακής σχέσεως, ότι διατάξεις
νόμων, κανονιστικών διοικητικών πράξεων και ΣΣΕ ή ΔΑ που προβλέπουν τη λύση της
εργασιακής συμβάσεως, ή επιτρέπουν στον εργοδότη την καταγγελία της στην
περίπτωση που ο εργαζόμενος αποκτά δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως από οποιονδήποτε
φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως, λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας, το οποίο όμως
ορίζεται διαφορετικό για κάθε φύλο, εισάγουν διάκριση, η οποία απαγορεύεται αν
βασίζεται μόνο στο φύλο και όχι σε συγκεκριμένους "σοβαρούς λόγους".
Τέτοιοι λόγοι είναι μόνον αυτοί που αναφέρονται στις βιολογικές και ψυχικές
ιδιαιτερότητες της γυναίκας, όπως είναι οι προβλεπόμενοι και στην άνω οδηγία 76/207
της ΕΟΚ λόγοι που αφορούν στην προστασία της εργαζόμενης γυναίκας κατά το
στάδιο της κυήσεως, του τοκετού και της γαλουχίας. Περαιτέρω, η διάταξη του
άρθρου 8 εδαφ. β' του Ν. 3198/55, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το
άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 435/76, ορίζει ότι οι μισθωτοί εν γένει υπαγόμενοι στην
ασφάλιση οποιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού για τη χορήγηση συντάξεως, οι
οποίοι συμπλήρωσαν ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους
συντάξεως γήρατος, δύνανται, εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτη να
αποχωρούν της εργασίας τους, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου, είτε να
αποχωρούν, είτε να απομακρύνονται της εργασίας τους από τον εργοδότη,
λαμβάνοντας σε όλες τις περιπτώσεις οι μεν επικουρικώς ασφαλισμένοι τα 40%, οι
δε μη ασφαλισμένοι επικουρικώς τα 50% της αποζημιώσεως που δικαιούνται, κατά
τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, για την περίπτωση απροειδοποίητης
καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του εργοδότη. Εξάλλου, οι
διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 1 περ. α' και β' και παρ. 3 περ. δ' του Α.Ν.
1846/51, όπως αντικαταστάθηκε με το Ν. 1902/90, προβλέπουν γενικά ως όριο
ηλικίας για την παροχή πλήρους συντάξεως γήρατος το 65ο ή 62ο έτος για τους
άνδρες και 60ο ή του 57 για τις γυναίκες ανάλογα με τις ημέρες εργασίας αυτών.
Ειδικά δε για άνδρες με τη συμπλήρωση του 60ου και για γυναίκες του 55ου έτους
της ηλικίας και την πραγματοποίηση τουλάχιστον 4.500 ημερών εργασίας (ΗΕ), από
τις οποίες 3.600 ΗΕ στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα (ΒΑΕ) από τις οποίες
οι 1.000 ΗΕ μέσα στα τελευταία 13 έτη πριν από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας
ή πριν από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας ή την υποβολή της αιτήσεως,
δικαιούνται πλήρους συντάξεως (άρθρο 27 παρ. 3γ' Ν. 1902/90 - βλ. μελ. Γ.
Ψηλού, Προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος από το ΙΚΑ, σε ΔΕΝ 2002.1537
επ.). Υπό τα δεδομένα αυτά, η ως άνω διάταξη του άρθρου 8 εδαφ. β' του Ν.
3198/55, κατά το μέρος που παρέχει στον εργοδότη το δικαίωμα να απομακρύνει από
την εργασία τις γυναίκες υπαλλήλους του για μόνο το λόγο ότι δικαιούνται να λάβουν
σύνταξη γήρατος από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό, εξαιτίας της συμπληρώσεως
ορίου ηλικίας μικροτέρου από εκείνο που ορίζεται για τους άνδρες, πρέπει να
θεωρηθεί ότι έχει καταργηθεί από το άρθρο 15 του Ν. 1414/84. Και αυτό, γιατί η
εν λόγω διάταξη, αν συνδυαστεί με τις ανωτέρω διατάξεις του Α.Ν. 1846/51,
επιτρέπει την καταγγελία της εργασίας των γυναικών, δηλαδή τον τερματισμό, παρά
τη θέλησή τους, της επαγγελματικής σταδιοδρομίας τους, υπό όρους διαφορετικούς
από εκείνους που ισχύουν για τους άνδρες, αντιβαίνουν έτσι προς τις ανωτέρω
συνταγματικές διατάξεις και ως προς εκείνες των άρθρων 5 παρ. 1 και 6 περ. α'
του Ν. 1414/84, αφού εισάγει διάκριση η οποία και στην περίπτωση ακόμη της
ασφαλισμένης γυναίκας στα ΒΑΕ, ως ανωτέρω, δεν εμπίπτει σε καμιά από τις
προαναφερόμενες εξαιρέσεις του Ν. 1414/84 και της οδηγίας 76/207, αλλά
βασίζεται μόνο στα φύλο. Σημειώνεται, τέλος, ότι η 79/7/19.12.78 οδηγία του
Συμβουλίου της ΕΟΚ για την εφαρμογή της ίσης μεταχειρίσεως των δύο φύλων σε
θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, παρέχει στα κράτη μέλη τη διακριτική ευχέρεια να
καθορίσουν διαφορετικές ηλικίες για τη θεμελίωση δικαιώματος συντάξεως στους
άνδρες και στις γυναίκες (άρθρο 7 παρ. 1α), δεν επιτρέπει όμως την απόλυση σε
διαφορετική ηλικία της γυναίκας, λόγω συμπληρώσεως των προϋποθέσεων
συνταξιοδοτήσεώς της [αποφ. ΔΕΚ 26.2.86 στην υπόθεση 152/84 Συλλ. 1986.723) (ΑΠ
1785/2001 ΔΕΝ 2003.166, ΑΠ 593/96 ΔΕΝ 1998.622, ΑΠ 85/95 ΔΕΝ 1995.438].
Στην υπό
κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει συνοπτικά ότι την 15.5.1978 η εναγομένη την προσέλαβε
με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να προσφέρει τις υπηρεσίες
του ως μαία και ότι η τελευταία την 10.4.2002 κατά κατάχρηση του διευθυντικού
της δικαιώματος και παρανόμως κατάγγειλε εγγράφως την ως άνω σύμβαση εργασίας
της. Με την επίκληση των ανωτέρω περιστατικών ζητεί, μετά από παραδεκτό
περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής: α) να αναγνωριστεί η
ακυρότητα της εν λόγω καταγγελίας και β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να της
καταβάλει 2.647,94 ευρώ για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από
11.4.2002 έως 10.6.2002 με το νόμιμο τόκο από το τέλος κάθε δεδουλευμένου μήνα.
Επικουρικά ζητεί να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη της οφείλει 17.631,27 ευρώ ως
διαφορά της οφειλόμενης αποζημιώσεως και αυτής που της καταβλήθηκε, νομιμοτόκως
από την επίδοση της αγωγής. Ζητεί, τέλος, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά
εκτελεστή κατά το άνω καταψηφιστικό της αίτημα και να καταδικαστεί η εναγομένη
στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Ενόψει τούτων η αγωγή, για το αντικείμενο
της οποίας δεν απαιτείται καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρ. 71
ΕισΝ.Κ.Πολ.Δ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με άρθρ. 6 παρ. 17 Ν. 2479/97),
αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου
κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρ. 16 αρ. 2, 25 αρ. 2,
663 επ. ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και
ουσιαστική της βασιμότητα.
Από τις
ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο,
από τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λήφθηκαν
στο σύνολό τους υπόψη, έστω και αν δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου ως
αποδεικτικά μέσα (άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠολΔ - ΑΠ 1631/97, ΔΕΝ 54.891),από την υπ'
αριθμ. 1.608/2002 ένορκη ενώπιον της Ειρηνοδίκου Χαλανδρίου Aττικής βεβαίωση
της Αστερ. Ιωάννου, που λήφθηκε νομότυπα κατ' άρθρο 671 παρ. 1 εδαφ. δ' ΚΠολΔ,
και από όλη γενικά τη διαδικασία αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα
ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 15.5.1978 η ενάγουσα προσελήφθη από το
νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης εταιρίας, που λειτουργούσε τότε αμιγώς σαν
Μαιευτήριο, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να προσφέρει
τις υπηρεσίες του σαν (πτυχιούχος) μαία, έναντι των προβλεπομένων από τις
οικείες ΕΣΣΕ αποδοχών. Σε εκτέλεση αυτής (σύμβασης) η ενάγουσα προσέφερε τις
άνω υπηρεσίες της μέχρι την 10.4.2002, οπότε οι νόμιμοι εκπρόσωποι της
εναγομένης εταιρίας κατάγγειλαν την εργασιακή της σύμβαση για το μοναδικό λόγο,
όπως αναγράφεται στην τελευταία, ότι "συμπλήρωσε τις προϋποθέσεις για τη
λήψη πλήρους σύνταξης από το ΙΚΑ", αφού αυτή (ενάγουσα) είχε συμπληρώσει
το 55ο έτος της ηλικίας της και είχε πραγματοποιήσει τουλάχιστον 9.000 ημέρες
εργασίας (ΗΕ) στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα (ΒΑΕ) [άρθρο 8 εδαφ. β' του
Ν. 3198/55, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν.
435/76, σε συνδυασμό με το άρθρο 27 παρ. 3γ' Ν. 1902/90]. Η ενάγουσα αρνήθηκε
να παραλάβει το έγγραφο της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας και το χρηματικό
ποσό που της προσεφέρθη σαν αποζημίωση απολύσεως. Η καταγγελία αυτή της
εργασιακής συμβάσεως της ενάγουσας είναι άκυρη, αφού, όπως προαναφέρθηκε στη
μείζονα σκέψη, το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 435/76 πρέπει να θεωρηθεί ότι κατά το
μέρος που παρέχει στον εργοδότη το δικαίωμα να "απομακρύνει" από την
εργασία τις γυναίκες υπαλλήλους του για μόνο το λόγο ότι η τελευταία (ενάγουσα)
δικαιούται να λάβει πλήρη σύνταξη από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό εξαιτίας
της συμπληρώσεως ορίου ηλικίας μικροτέρου εκείνου που ορίζεται για τους άνδρες
(60ο έτος) υπαλλήλους έχει καταργηθεί από τη διάταξη του άρθρου 15 του Ν.
1414/84. Ο παρά τη θέλησή της τερματισμός της επαγγελματικής της σταδιοδρομίας,
υπό όρους διαφορετικούς από τους ισχύοντες για τους άρρενες συναδέλφους της,
αντιβαίνει τόσο στις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις όσο και προς εκείνες των
άρθρων 5 παρ. 1 και 6 στοιχ. α' του Ν. 1414/84, εφόσον εισάγει διάκριση
βασιζόμενη μόνο στο φύλο [αποφ. ΔΕΚ 26.2.86 στην υπόθεση 152/84, ΑΠ 1785/2001,
ΑΠ 593/96, ΑΠ 85/95 ο.π.]. Επομένως, η εναγομένη έχει το δικαίωμα να προβεί
στην απομάκρυνση της εργαζόμενης σ' αυτήν υπαλλήλου γυναίκας από την εργασία
της, συντελούμενη με την απροειδοποίητη καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης
εργασίας, εφόσον αυτή έχει πραγματοποιήσει την αντίστοιχη ως άνω αναλογία των ΗΕ
και έχει συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας της (ήδη η ενάγουσα διανύει το
56ο). Σημειώνεται, εξάλλου, το προφανές έννομο συμφέρον της ενάγουσας να
υποβάλει προς τον ασφαλιστικό της φορέα (ΙΚΑ) την αίτηση για συνταξιοδότηση
λόγω γήρατος στο χρόνο που αυτή θα επιλέξει -όχι πάντως πέραν του 60ου-
υπολογίζοντας τις συνολικές αποδοχές της τελευταίας 5ετίας επί των οποίων θα
προκύψει ο μέσος όρος αποδοχών για τον προσδιορισμό της συντάξεώς της (στοιχεία
τα οποία αυτή εκθέτει στην κρινόμενη αγωγή). Ετσι, η εναγομένη που έπαψε να
αποδέχεται από 10.4.2002 την παροχή της εργασίας της ενάγουσας για τον άνω λόγο
κατέστη υπερήμερη και της οφείλει αποδοχές υπερημερίας για το διάστημα από
11.4.2002 μέχρι 10.6.2002 2.647,94 ευρώ (τελευταίες αποδοχές υπό καθεστώς πλήρους
απασχόλησης 1.323,97 ευρώ Χ 2 μήνες). Κατ' ακολουθίαν αυτών και σύμφωνα με τις
ανωτέρω σκέψεις και τα γεγονότα που αποδείχθηκαν, πρέπει η αγωγή, η οποία είναι
νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που προαναφέρθηκαν και σε αυτές
των άρθρων 648 επ., 652, 653, 656, 349, 350, 341, 345, 346 ΑΚ, 70, 907 και 908
ΚΠολΔ, να γίνει δεκτή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη κατά τη συναφή ως άνω κυρία
βάση της (ενώ παρέλκει η κατ' ουσίαν έρευνα των λοιπών βάσεων αυτής).
Αναγνωρίζει ότι η ανωτέρω καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας είναι
άκυρη. Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό
των 2.647794 ευρώ με το νόμιμο τόκο από το τέλος κάθε μήνα που έγινε απαιτητός
κάθε μηνιαίος μισθός (ΑΠ 626/80 ΝοΒ 28.1981, ΑΠ 1125/93 ΔΕΝ 50.448). Η απόφαση
θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, διότι η επιβράδυνση στην εκτέλεσή της μπορεί
να προκαλέσει σημαντική ζημία στο διάδικο που νίκησε (ενάγουσα). Τέλος, η
εναγομένη που νικήθηκε στη δίκη, θα καταδικαστεί στην πληρωμή της δικαστικής
δαπάνης της ενάγουσας (αρθρ. 176 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο
διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ
ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει
αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται
την αγωγή κατά την ανωτέρω κυρία βάση της.
Αναγνωρίζει ότι η από 10.4.2002 καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της
ενάγουσας είναι άκυρη.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό
των δύο χιλιάδων εξακοσίων σαράντα επτά ευρώ και ενενήντα λεπτών (2.647,97) με
το νόμιμο τόκο από το τέλος κάθε μήνα που έγινε απαιτητός κάθε μηνιαίος μισθός.
Κηρύσσει
την απόφαση κατά την άνω καταψηφιστική της διάταξη προσωρινά εκτελεστή. Και
Καταδικάζει την εναγομένη στην πληρωμή της δικαστική δαπάνης της
ενάγουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ.
Κρίθηκε,
αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση
στην Αθήνα στις 17 Μαρτίου 2003.