ΔΠρΑθ (Αναστ) 40/2012
Εκτέλεση κατά Δημοσίου - Έννομο συμφέρον -.
Από το συνδυασμό
των διατάξεων των άρθρων 68, 933 και 983 ΚΠολΔ
προκύπτει ότι αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση της ανακοπής κατά πράξης της
εκτέλεσης είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος. Έτσι, εάν κατά τη διάρκεια της
εκκρεμοδικίας εκλείψει το έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος, τότε η ανακοπή θα
απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Αριθμός απόφασης 40/2012
ΓΑΚ 30673/2011
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ Ν.
1406/1983
ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΟΛΩΝ
συνεδρίασε δημόσια
στο ακροατήριό του στις 15 Δεκεμβρίου 2011, με δικαστή την Αρτεμι Κυπριανού,
Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα την Κατερίνα Παλαιολόγου, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την
αίτηση με χρονολογία 11-11-2011
του Ελληνικού
Δημοσίου, που εκπροσωπήθηκε από τους Υπουργούς Οικονομικών και Μεταφορών,
Υποδομών και Δικτύων και παραστάθηκε με τη δικαστική αντιπρόσωπο του Νομικού
Συμβουλίου του Κράτους Παρασκευή Γιωτάκου,
κατά της
κοινοπραξίας με την επωνυμία «Α.Τ.Τ.Ε.Ν.Ε. Α.Ε. -
Λατομική Α.Τ.Ε.», που εδρεύει στο Παλαιό Φάληρο Αττικής (Λεωφόρος Αμφιθέας, αριθμ. 77 και Ορφέως, αριθμ.
48Β), όπως νομίμως εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε με το δικηγόρο
Κωνσταντίνο Αλεξίου.
Κατά συζήτηση της
υπόθεσης, οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα
αναφέρονται στα πρακτικά.
Η κρίση του
Δικαστηρίου είναι η εξής:
1. Επειδή, με την
κρινόμενη αίτηση, το αιτούν Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο απαλλάσσεται από την
υποχρέωση καταβολής παραβόλου, ζητά να ανασταλεί η εκτέλεση που επισπεύδεται
αναγκαστικά εις χείρας της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «EFG Eurobank Ergasias Α.Ε.» ως τρίτης
με το από 4-11-2011 κατασχετήριο έγγραφο, προκειμένου να εισπραχθεί το συνολικό
ποσό των 16.778.206,21 ευρώ, που οφείλεται με βάση το 11/23-9-2011 πρώτο
απόγραφο εκτελεστό της 776/2010 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πατρών και
την από 31-10-2011 επιταγή προς εκτέλεση. Η αναστολή ζητείται έως την έκδοση
οριστικής απόφασης επί της από 11-11-2011 ανακοπής που έχει ασκηθεί κατά της ως
άνω πράξης, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με
Γενικό Αριθμό Κατάθεσης (ΓΑΚ) 30644/2011.
2. Επειδή, στο
άρθρο 199 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔιοικΔικ,
ν. 2717/1999, ΦΕΚ Α 97/17-5-1999) ορίζεται ότι: «1. Οι τελεσίδικες,
οι ανέκκλητες και οι προσωρινώς εκτελεστές καταψηφιστικές
αποφάσεις, οι οποίες εκδίδονται για διαφορές που άγονται προς επίλυση με την
άσκηση αγωγής, αποτελούν τίτλο εκτελεστό κατά το άρθρο 904 του Κώδικα Πολιτικής
Δικονομίας. Ο εκτελεστήριος τύπος περιάπτεται σε
αυτές σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 918 του ίδιου Κώδικα. Οι παραπομπές
γίνονται στις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας όπως αυτές εκάστοτε
ισχύουν. 2. Ως προς το, κατά περίπτωση, επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης
των κατά την προηγούμενη παράγραφο καταψηφιστικών
αποφάσεων και τη διαδικασία της εκτέλεσής τους, εφαρμόζονται αναλόγως οι
εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση των καταψηφιστικών αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων
». Εξάλλου, στο άρθρο 904 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔικ, π.δ. 50/1985) ορίζεται
ότι: «1. Αναγκαστική εκτέλεση μπορεί να γίνει μόνο βάσει εκτελεστού τίτλου. 2.
Εκτελεστοί τίτλοι είναι: α) οι τελεσίδικες αποφάσεις, καθώς και οι αποφάσεις
κάθε ελληνικού δικαστηρίου που κηρύχθηκαν προσωρινά εκτελεστές, β)
». Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 933 του ως άνω Κώδικα ορίζεται
ότι: «1. Αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που
έχει έννομο συμφέρον, οι οποίες αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου,
τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση, ασκούνται μόνο με
ανακοπή που εισάγεται στο ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος στον οποίο
βασίζεται η εκτέλεση είναι απόφαση του ειρηνοδικείου, και στο μονομελές
πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση». Εν συνεχεία, στο άρθρο 938 του Κώδικα
Πολιτικής Δικονομίας, όπως τροποποιήθηκε από την παρ. 7 του άρθρου 10 του ν.
2145/1993 (ΦΕΚ Α 88), ορίζεται ότι: «1. Με αίτηση του
ανακόπτοντος μπορεί να διαταχθεί η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης με
εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση, αν ο δικαστής κρίνει ότι η ενέργεια της
αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και
πιθανολογεί την ευδοκίμηση της ανακοπής
2. Αρμόδιος
να διατάξει όσα ορίζει η παρ. 1 είναι ο δικαστής στον οποίο εκκρεμεί η ανακοπή
3. Οι κατά την παράγραφο 1 αιτήσεις ασκούνται και δικάζονται κατά τα άρθρα 686 επ. (αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων)
». Επίσης, στο
άρθρο 983 του ΚΠολΔ, όπως η παρ. 4
προστέθηκε με το άρθρο 57 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α
165/25-7-2011), ορίζεται ότι: «1. Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου γίνεται με
επίδοση στον τρίτο και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση εγγράφου
». Ακόμα, στο άρθρο 985 του ΚΠολΔικ ορίζεται ότι: «1. Μέσα σε οκτώ ημέρες
αφότου του επιδοθεί το κατασχετήριο, ο τρίτος οφείλει να δηλώσει αν υπάρχει η
απαίτηση που κατασχέθηκε, αν έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα και αν
επιβλήθηκε στα χέρια του άλλη κατάσχεση και συνάμα να αναφέρει ποιος την
επέβαλε και για ποιο ποσό. 2. Η δήλωση της παρ.1 γίνεται προφορικά στη
γραμματεία του ειρηνοδικείου του τόπου της κατοικίας εκείνου που δηλώνει και
συντάσσεται σχετική έκθεση. 3. Η παράλειψη της δήλωσης εξομοιώνεται με αρνητική
δήλωση. Αν η δήλωση παραλειφθεί ή είναι ανακριβής, ο τρίτος ευθύνεται να
αποζημιώσει αυτόν που επέβαλε την κατάσχεση». Τέλος, στο άρθρο 68 του ΚΠολΔικ ορίζεται ότι: «Δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να
ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον».
3. Επειδή, από το
συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 933 και 983 ΚΠολΔ
προκύπτει ότι αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση της ανακοπής κατά πράξης της
εκτέλεσης είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος. Τέτοιο συμφέρον υπάρχει όταν με
την αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται επηρεάζεται η θέση του ανακόπτοντος
και γενικότερα κάποιο συγκεκριμένο συμφέρον του. Κρίσιμος χρόνος για την έρευνα
της ύπαρξης του εννόμου συμφέροντος είναι τόσο εκείνος της άσκησης της
ανακοπής, όσο και ο χρόνος συζήτησης αυτής, διότι είναι ενδεχόμενο έως τότε να
μεσολαβήσουν περιστατικά, τα οποία να μεταβάλλουν την έννομη κατάσταση του
ανακόπτοντος. Έτσι, εάν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας εκλείψει το έννομο
συμφέρον του ανακόπτοντος, είτε από λόγους που σχετίζονται με τη συμπεριφορά
του, είτε από λόγους ανεξάρτητους προς τη θέλησή του (ΑΠ 1241/2008, 759/2003),
τότε η ανακοπή θα απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος (ΕφΑθ 2202/1990, ΑΠ 938/1977 ΕΕΝ 1978, σελ. 220, ΑΠ 505/1975
ΝοΒ 1975, σελ. 1251).
4. Επειδή, στην
προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με
την 776/2010 απόφαση του Διοικητικού
Εφετείου Πατρών έγινε εν μέρει δεκτή η από 28-3-2005 προσφυγή της καθ ης η ανακοπή κοινοπραξίας κατά του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία αφορούσε
επίλυση διαφοράς που ανέκυψε κατά την εκτέλεση δημοσίου έργου. Ειδικότερα, με
την απόφαση αυτή ακυρώθηκε η τεκμαιρόμενη λόγω της άπρακτης παρόδου τριμήνου
σιωπηρή απόρριψη από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων
της από 10-2-2005 αίτησης θεραπείας της ανάδοχης κοινοπραξίας, κατά το σκέλος
που αφορά τις περικοπές και διορθώσεις, στις οποίες προέβη η Διευθύνουσα
Υπηρεσία, με την ΠΤ/ΦΚΠΤ 8.000/ΠΛ.3/οικ.3844/13-9-2004 πράξη της, στις
επιμετρήσεις που συνοδεύουν τα ΠΠΑΕ (2ο - 33ο) και
στην τελική επιμέτρηση του εν λόγω έργου. Με την ίδια απόφαση το Δικαστήριο
αποφάνθηκε ότι οι εκτελεσθείσες εργασίες του μνημονευόμενου στο σκεπτικό έργου,
οι οποίες περιγράφονται στις ανωτέρω επιμετρήσεις που συνοδεύουν τα ΠΠΑΕ (2ο -
33ο) και την
τελική επιμέτρηση έχουν αυτοδικαίως εγκριθεί και ανέπεμψε την υπόθεση στη
Διευθύνουσα Υπηρεσία (ΕΥΔΕ-Αυτοκινητόδρομος ΠΑΘΕ, Τμήμα Κατασκευών Πάτρας) για
τήρηση της περαιτέρω νόμιμης διαδικασίας. Εν συνεχεία, εκδόθηκε το 11/23-9-2011
πρώτο απόγραφο εκτελεστό της ως άνω δικαστικής απόφασης, αντίγραφο του οποίου
επιδόθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο με την από 31-10-2011 επιταγή προς πληρωμή, για
συνολικό ποσό 16.778.206,21 ευρώ και ειδικότερα, 13.195.173,70 ευρώ για
επιδικασθέν κεφάλαιο, 445.563,06 ευρώ για νόμιμος τόκους από τις 14-6-2011 έως τις
31-10-2011, 3.137.369,45 ευρώ για ΦΠΑ και 100 ευρώ για έξοδα σύνταξης της
παραγγελίας προς επίδοση και επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση. Κατόπιν
αυτών, η καθ ης κοινοπραξία, με το προσβαλλόμενο από
4-11-2011 κατασχετήριο
έγγραφο, προέβη σε αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας της ανώνυμης εταιρίας με
την επωνυμία «EFG Eurobank Ergasias
Α.Ε.», ως τρίτης, των τραπεζικών καταθέσεων που διατηρεί το αιτούν στο κεντρικό
ή σε οποιοδήποτε κατάστημα που είναι συνδεδεμένο με το κεντρικό σύστημα των
ηλεκτρονικών της υπολογιστών, έως το ποσό των 16.778.206,21 ευρώ. Το εν λόγω
κατασχετήριο έγγραφο επιδόθηκε στην ως άνω Τράπεζα στις 4-11-2011 (ημέρα
Παρασκευή), όπως προκύπτει από την 7970Γ/4-11-2011
έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ..., που
έχει συνταχθεί νομοτύπως.
5. Επειδή, ήδη, με
την κρινόμενη αίτηση, το Ελληνικό Δημόσιο ζητά την αναστολή εκτέλεσης της
διαδικασίας αναγκαστικής κατάσχεσης που επισπεύδεται από την καθ ης στα χέρια
της προαναφερόμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ως τρίτης, υποστηρίζοντας ότι
είναι βέβαιη η ευδοκίμηση των λόγων της ανακοπής του και ότι η άμεση εκτέλεση
της προσβαλλόμενης πράξης θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη.
6. Επειδή, το
προσβαλλόμενο κατασχετήριο έγγραφο επιδόθηκε στην προαναφερόμενη Τράπεζα στις
4-11-2011 (ημέρα Παρασκευή), όπως προελέχθη και συνεπώς, η τελευταία όφειλε,
κατ άρθρο 985 ΚΠολΔικ, να
δηλώσει στη γραμματεία του αρμοδίου ειρηνοδικείου εάν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε εντός
οκτώ ημερών από την επίδοση, ήτοι έως τις 14-11-2011 (ημέρα Δευτέρα), δεδομένου
ότι η όγδοη ημέρα (12-11-2011) ήταν Σάββατο, οπότε τα ειρηνοδικεία αργούν.
Μεταξύ των στοιχείων της δικογραφίας, όμως, δεν περιλαμβάνεται σχετικό έγγραφο,
από το οποίο να προκύπτει ότι η Τράπεζα προέβη, εντός της ως άνω προθεσμίας, σε
δήλωση σχετικά με την ύπαρξη της ένδικης απαίτησης από χρηματική κατάθεση.
Ούτε, άλλωστε, από τα στοιχεία που προσκομίστηκαν προκύπτει ότι το αιτούν
άσκησε ανακοπή κατά της αρνητικής αυτής δήλωσης της Τράπεζας, αμφισβητώντας τη
βασιμότητά της. Ενόψει αυτών, η παράλειψη δήλωσης εκ μέρους της Τράπεζας εντός
της ως άνω οκταήμερης προθεσμίας εξομοιώνεται, κατ άρθρο 985 παρ. 3 ΚΠολΔικ, με αρνητική
δήλωσή της, με την οποία δηλώνεται ότι δεν υπάρχει η απαίτηση από χρηματική
κατάθεση που έγινε αντικείμενο κατάσχεσης με το προσβαλλόμενο έγγραφο και για
το λόγο αυτό, το αιτούν στερείται εννόμου συμφέροντος να ζητήσει την ακύρωση
του κατασχετηρίου εγγράφου, εφόσον δεν καθίσταται δυσμενής η θέση του στην
εκτελεστική διαδικασία, προκειμένου να έχει δικαίωμα παροχής δικαστικής
προστασίας (ΕφΑθ 2202/1990). Επομένως, η εκκρεμής
ανακοπή πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου
συμφέροντος, λόγος που ερευνάται αυτεπαγγέλτως, γιατί συνιστά διαδικαστική
προϋπόθεση της δίκης, κατ άρθρα 68 και 73 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, εφόσον δεν παράγονται δυσμενείς έννομες
συνέπειες σε βάρος του, κατά τα ανωτέρω, το αιτούν δεν κινδυνεύει να υποστεί
οποιασδήποτε μορφής βλάβη από την άμεση εκτέλεση του προσβαλλόμενου
εγγράφου.
7. Επειδή, κατ ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναστολής, να απαλλαχθεί,
όμως, το αιτούν, κατ εκτίμηση των περιστάσεων, από την καταβολή των δικαστικών
εξόδων, κατ άρθρο 275 παρ. 1 εδάφ. ε ΚΔιοικΔικ.
Με τις σκέψεις
αυτές
Απορρίπτει την
αίτηση αναστολής.
Απαλλάσσει το
αιτούν από την καταβολή των δικαστικών εξόδων.
Η απόφαση
δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, κατά τη δημόσια συνεδρίαση της
11-1-2012.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ