ΑΕΔ 1/2004
Αστική
ευθύνη δημοσίου - Αγωγή αποζημίωσης - Αναδρομικά δικαιώματα από συντάξεις -
Προθεσμία τριετής - Αρση αμφισβήτησης περί της έννοιας διατάξεων παρ. 1 άρθρου
60 ΑΝ 1854/1951 και άρθρου 105 ΕισΝΑΚ - Διάδικοι - Πρόσθετη παρέμβαση -.
Αίτημα
άρσης της αμφισβητήσεως ως προς την έννοια των διατάξεων των άρθρων 60 παρ.1
του α.ν. 1854/1951 και 105 εισαγωγικού
Νόμου του Αστικού Κώδικος, που προέκυψε από την αντίθεση μεταξύ
αποφάσεων της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και αποφάσεων του Αρείου
Πάγου. Με την υπ' αριθμ. 4/2001 απόφαση του, εκδοθείσα επί αιτήσεως άρσεως
αποφατικής συγκρούσεως δικαιοδοσίας μεταξύ του μονομελούς Διοικητικού
Πρωτοδικείου Αθηνών και του ΙΙ τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το Ανώτατο
Ειδικό Δικαστήριο ήρε την σύγκρουση υπέρ του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεχθέν ότι
ανήκουν αποκλειστικά στην δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου οι διαφορές ως
προς την αναγνώριση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, οι οποίες περιλαμβάνουν
όχι μόνον τις διαφορές τις σχετικές με την ύπαρξη του δικαιώματος αλλά και όσες
αναφέρονται στο χρόνο ενάρξεως των οικονομικών αποτελεσμάτων του, απόκειται δε
στο Ελεγκτικό Συνέδριο να κρίνει ως προς την έννοια και την συνταγματικότητα
των σχετικών διατάξεων, ενώ αποκλείεται ή κρίση άλλων δικαστηρίων ως προς τα
θέματα αυτά, ευθέως ή παρεμπιπτόντως. Με την ίδια απόφαση εκρίθη ότι τέτοιο
θέμα, αναγόμενο στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι
και το γεννώμενο από άσκηση αγωγής κατά του Δημοσίου βάσει του άρθρου 105
Εισ.Ν.ΑΚ, με αντικείμενο την καταβολή αποζημιώσεως στον δικαιούμενο συντάξεως
για χρόνο πέραν του χρονικού ορίου που τάσσεται από το άρθρο 60 παρ.1 του α.ν.
1854/51. Εφ' όσον οι αγωγές αυτές δεν δύναται να δικασθούν από δικαστήρια άλλης
δικαιοδοσίας (πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια), ούτε είναι πρακτικώς δυνατόν
το ίδιο ζήτημα να κριθεί παρεμπιπτόντως από άλλα δικαστήρια, δεν δύναται πλέον
να γεννηθεί σχετική αμφισβήτηση, διότι είναι αδύνατη για το μέλλον ή έκδοση
αντιθέτων αποφάσεων των αναφερομένων στην συνταγματική αυτή διάταξη
δικαστηρίων, ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα ή την έννοια της διατάξεως
του άρθρου 60 παρ. 1 του ως άνω αναγκαστικού νόμου. (Αντίθετη μειοψηφία). Οταν
την άρση της αμφισβητήσεως για την ουσιαστική συνταγματικότητα ή την έννοια
τυπικού νόμου ζητεί με αίτησή του ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας παρά τω
Ελεγκτικώ Συνεδρίω, οι διάδικοι στις δίκες στις οποίες εκδόθηκαν οι αποφάσεις
που προκάλεσαν την αμφισβήτηση δεν καθίστανται αυτοδικαίως διάδικοι και στην
ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου δίκη, ούτε υπάρχει υποχρέωση
κλητεύσεως τους για να παραστούν στη δίκη αυτή, στην οποία μπορούν να παρέμβουν
προσθέτως.
Αριθμός 1/2004
Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο
(κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Χρίστο
Γεραρή, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ως Πρόεδρο, Γεώργιο Κάπο,
Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Ρίζο, Πρόεδρο του Ελεγκτικού
Συνεδρίου, Σωτήριο Ρίζο-Εισηγητή,
Αικατερίνη Συγγούνα, γ' αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού Ειρήνης
Σάρπ), Συμβούλους της Επικρατείας, Ελευθέριο Τσακόπουλο, α' αναπληρωματικό
μέλος (κωλυομένου του τακτικού Ανδρέα Μοσχανδρέου), Αρεοπαγίτη, Μαρία
Καραμανώφ, Σύμβουλο της Επικρατείας, Γεράσιμο Σιμόπουλο, Αρεοπαγίτη, Αικατερίνη
Σακελλαροπούλου, Σύμβουλο της Επικρατείας, Δημήτριο Γυφτάκη, Αλέξανδρο Κασιώλα, Αρεοπαγίτες, Φίλιππο Δωρή, αναπληρωματικό μέλος (κωλυομένου του τακτικού
Ιωάννη Σχινά), ’γγελο Γιόκαρη, Καθηγητές της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου
Αθηνών, ως μέλη και το Γραμματέα Μιχαήλ
Καλαντζή, Προϊστάμενο της Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της
Επικρατείας.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις
26 Νοεμβρίου 2003, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ των:
ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: Γενικού Επιτρόπου Επικρατείας του
Ελεγκτικού Συνεδρίου, Βασιλείου Χασαπογιάννη, ο οποίος δεν παραστάθηκε.
ΚΑΘΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: Α) Υπουργού Δικαιοσύνης και
Β) Υπουργού Οικονομικών, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον Νομικό Σύμβουλο του
Κράτους Κρίτωνα Μανωλή.
Ο αιτών με την από 9 Ιουλίου 2003 αίτησή του,
ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσε κατά νόμο στο Γραμματέα
του, με αριθμό 8/16-7-2003, ζήτησε όσα αναφέρονται στο αιτητικό της.
Η εκδίκαση της υποθέσεως άρχισε με την
ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου της Επικρατείας Σωτηρίου Ρίζου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον Νομικό
Σύμβουλο του Κράτους, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τις προτάσεις του.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά νόμο.
1. Επειδή, με την κρινόμενη από 9/7/2003
αίτηση ο Γενικός Eπίτροπος Eπικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ζητεί την άρση
της αμφισβητήσεως ως προς την έννοια των διατάξεων των άρθρων 60 παρ.1 του α.ν.
1854/1951 και 105 εισαγωγικού Νόμου του
Αστικού Κώδικος. Η αμφισβήτηση ανέκυψε, κατά τον αιτούντα, από την αντίθεση μεταξύ
των αποφάσεων 949, 963, 1137/2003 της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και
των αποφάσεων 566/1982, 1103/1984 και 896/1986 του Αρείου Πάγου. Με τις
αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου έγινε δεκτό ότι η ως άνω διάταξη του α.ν.
1854/1951 καθιερώνει τριετή προθεσμία, αρχόμενη από την έκδοση της σχετικής
διοικητικής πράξεως ή αποφάσεως περί κανονισμού συντάξεως, μετά την παρέλευση
της οποίας αποκλείεται κάθε συνταξιοδοτική αξίωση, περιλαμβανομένης και τυχόν
αξιώσεως αποζημιώσεως, κατά του Κράτους, σύμφωνα με το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., εκ
παρανόμων ενεργειών οργάνων του, σχετικών με το συνταξιοδοτικό δικαίωμα.
Αντιθέτως ο ’ρειος Πάγος, έχει δεχθεί με τις μνημονευθείσες αποφάσεις, ότι
διακρίνεται σαφώς ή ρύθμιση του άρθρου 60 παρ. 1 του ανωτέρω αναγκαστικού νόμου
από την ρύθμιση του άρθρου 105 Εισ. Ν.Α.Κ., με συνέπεια να μην αποκλείεται η
άσκηση αγωγής απόζημιώσεως κατά του
Δημοσίου για αξιώσεις αναγόμενες σε χρονικό διάστημα και πέραν της ως άνω
τριετούς προθεσμίας του άρθρου 60 α.ν.1854/1951.
2. Επειδή, η αίτηση φέρεται παραδεκτώς προς
συζήτηση, διότι, όπως προκύπτει από τις περιεχόμενες στη δικογραφία εκθέσεις
επιδόσεως, έχουν γίνει νομοτύπως και εμπροθέσμως οι προβλεπόμενες από τα άρθρα
10 παρ.2, 49 παρ.2, 50 παρ.1-2 του ν.345/1976 δημοσιεύσεις και κοινοποιήσεις.
3. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ.1
περιπτ. ε' του Συντάγματος του 1975, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την
αναθεώρηση ορισμένων διατάξεων του με το από 6-4-2001 Ψήφισμα της Ζ'
Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο υπάγεται: «ε) Η
άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια
διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι' αυτές αντίθετες αποφάσεις του
Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου».
Εξάλλου, ο Κώδικας «Περί του κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού
Δικαστηρίου» (εφεξής Κώδικας ΑΕΔ) που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.
345/1976 (Α' 141) ορίζει στο άρθρο 48 ότι: «1. Το Ειδικόν Δικαστήριον εν
περιπτώσει εκδόσεως περί της ουσιαστικής συνταγματικότητος ή της εννοίας τυπικού νόμου αντιθέτων
αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού
Συνεδρίου, αίρει την αμφισβήτησιν κατόπιν αιτήσεως: α) του Υπουργού
Δικαιοσύνης, του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, του Γενικού Επιτρόπου της
Επικρατείας παρά τω Ελεγκτικώ Συνεδρίω ή του Γενικού Επιτρόπου της Διοικητικής
Δικαιοσύνης, β) παντός έχοντος έννομον συμφέρον. 3. Αι διατάξεις των
προηγουμένων παραγράφων εφαρμόζονται εφ' όσον η μία τουλάχιστον των αντιθέτων
αποφάσεων εδημοσιεύθη μετά την έναρξιν της ισχύος του Συντάγματος» και στο
άρθρο 49 ότι: «1. Διάδικοι κατά την ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου δίκην
είναι, εκτός των αιτούντων, και πάντες οι διάδικοι της δίκης εφ' ης εξεδόθη η
δικαστική απόφασις, δια της οποίας παρεπέμφθη προς επίλυσιν η αμφισβήτησις. 2.
Το εισαγωγικόν της δίκης δικόγραφον, μετά της πράξεως ορισμού δικασίμου
κοινοποιείται, εν πάση περιπτώσει εις τον Υπουργόν Δικαιοσύνης, ο οποίος και αν δεν είναι διάδικος,
δικαιούται να μετάσχει εις την συζήτησιν άνευ ετέρας διατυπώσεως». Περαιτέρω,
στο άρθρο 50 του κώδικα ΑΕΔ ορίζεται ότι: «1. Η πράξις ορισμού της δικασίμου,
μετά μνείας εν περιλήψει του αντικειμένου
της αμφισβητήσεως, δημοσιεύεται δια δύο ημερησίων εφημερίδων της Πρωτευούσης
είκοσιν ημέρας προ της δικασίμου. 2. Αντίγραφον της περί άρσεως αμφισβητήσεως
αιτήσεως ή παραπεμπτικής αποφάσεως, μετά της πράξεως ορισμού δικασίμου,
κοινοποιείται είκοσιν ημέρας προ ταύτης και εις τον Πρόεδρον του Συμβουλίου της
Επικρατείας, τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τον Επίτροπον του Ελεγκτικού
Συνεδρίου και τον Γενικόν Επίτροπον επί της Διοικητικής Δικαιοσύνης προς
ενημέρωσιν των οικείων δικαστηρίων, ως και εις τον Υπουργόν Δικαιοσύνης....».
Τέλος, στο άρθρο 13 του Κώδικα ΑΕΔ ορίζεται ότι: «Εις δίκην ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου
δύναται να παρέμβη προσθέτως πας έχων έννομον συμφέρον. 2. Η παρέμβασις
ασκείται δια δικογράφου κατατιθεμένου εις την γραματείαν του Ειδικού
Δικαστηρίου και κοινοποιείται επιμέλεια του παρεμβαίνοντος, επί ποινή
απαραδέκτου, δώδεκα ημέρας προ της δια της πράξεως του Προέδρου ορισθείσης
αρχικής δικασίμου εις τον αιτούντα, ως και εις τους λοιπούς διαδίκους.
3........». Κατά την έννοια των παρατεθεισών διατάξεων, όταν την άρση της
αμφισβητήσεως για την ουσιαστική συνταγματικότητα ή την έννοια τυπικού νόμου
ζητεί με αίτησή του ο Γενικός Επίτροπος
της Επικρατείας παρά τω Ελεγκτικώ Συνεδρίω, οι διάδικοι στις δίκες στις οποίες
εκδόθηκαν οι αποφάσεις που προκάλεσαν την αμφισβήτηση δεν καθίστανται
αυτοδικαίως διάδικοι και στην ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου δίκη,
ούτε υπάρχει υποχρέωση κλητεύσεως τους για να παραστούν στη δίκη αυτή, στην
οποία μπορούν να παρέμβουν προσθέτως, κατά το άρθρο 13 του ανωτέρου νόμου.
Συνεπώς, ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος ήταν διάδικος στις δίκες κατά τις
οποίες εκδόθηκαν οι μνημονευθείσες αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του
Αρείου Πάγου, μόνο με νομότυπη άσκηση πρόσθετης παρεμβάσεως μπορούσε να
παραστεί στην παρούσα δίκη, διότι σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν είναι αυτοδικαίως
διάδικος. Κατά ταύτα, εφ' όσον ο Υπουργός αυτός δεν άσκησε πρόσθετη παρέμβαση,
απαραδέκτως παρέστη στη δίκη αυτή.
4. Επειδή, στο άρθρο 60 παρ.1 του α.ν.
1854/51, όπως αντικατεστάθη με το άρθρο 18 παρ. 10 του ν. 1489/84 (άρθρο 60
παρ.1 του Π.Δ. 166/2000 «Κώδικας πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων» ΦΕΚ Α'
153) ορίζονται τα εξής: «1. Δεν επιτρέπεται σε καμμιά ανεξαίρετα περίπτωση ν'
αναγνωρισθούν αναδρομικά σε βάρος του
Δημοσίου Ταμείου οικονομικά δικαιώματα από συντάξεις για χρονικό διάστημα πέραν
των τριών ετών από την πρώτη του μήνα κατά τον οποίο εκδίδεται ή σχετική πράξη
ή απόφαση».
5. Επειδή, με την υπ' αριθμ. 4/2001 απόφαση
του, εκδοθείσα επί αιτήσεως άρσεως αποφατικής συγκρούσεως δικαιοδοσίας μεταξύ
του μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και του ΙΙ τμήματος του
Ελεγκτικού Συνεδρίου, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο ήρε την σύγκρουση υπέρ του
Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεχθέν ότι, κατά την έννοια του άρθρου 98 παρ.1 περίπτωση
ε' του Συντάγματος, ανήκουν αποκλειστικά στην δικαιοδοσία του Ελεγκτικού
Συνεδρίου οι διαφορές ως προς την αναγνώριση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος,
οι οποίες περιλαμβάνουν όχι μόνον τις διαφορές τις σχετικές με την ύπαρξη του
δικαιώματος αλλά και όσες αναφέρονται στο χρόνο ενάρξεως των οικονομικών
αποτελεσμάτων του, απόκειται δε στο Ελεγκτικό Συνέδριο να κρίνει ως προς την
έννοια και την συνταγματικότητα των σχετικών διατάξεων, ενώ αποκλείεται ή κρίση
άλλων δικαστηρίων ως προς τα θέματα αυτά, ευθέως ή παρεμπιπτόντως. Περαιτέρω,
με την ίδια απόφαση εκρίθη ότι τέτοιο θέμα, αναγόμενο στην αποκλειστική
δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι και το γεννώμενο από άσκηση αγωγής
κατά του Δημοσίου, βάσει του άρθρου 105 Εισ.Ν.ΑΚ, με αντικείμενο την καταβολή
αποζημιώσεως στον δικαιούμενο συντάξεως για χρόνο πέραν του χρονικού ορίου που
τάσσεται από το άρθρο 60 παρ.1 του α.ν. 1854/51.
6. Επειδή, με την προδιαληφθείσα απόφαση του
Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι, κατά το Σύνταγμα, αποκλειστικώς αρμόδιο για
την εκδίκαση αγωγών αποζημιώσεως στρεφομένων κατά του Κράτους για την διεκδίκηση
αξιώσεων συνταξιοδοτικού περιεχομένου που ανάγονται σε χρόνο πέραν της
τριετίας, όπως καθορίζεται στο άρθρο 60 παρ. 1 του α.ν. 1854/51. Κατ'
ακολουθίαν, εφ' όσον οι αγωγές αυτές δεν δύναται να δικασθούν από δικαστήρια
άλλης δικαιοδοσίας (πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια), ούτε είναι πρακτικώς
δυνατόν το ίδιο ζήτημα να κριθεί παρεμπιπτόντως από άλλα δικαστήρια, δεν
δύναται πλέον, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο αυτό άποψη, να γεννηθεί
σχετική αμφισβήτηση κατά την περίπτωση ε' της παρ. 1 άρθρου 100 του
Συντάγματος, διότι είναι αδύνατη για το μέλλον ή έκδοση αντιθέτων αποφάσεων των
αναφερομένων στην συνταγματική αυτή διάταξη δικαστηρίων, ως προς την ουσιαστική
συνταγματικότητα ή την έννοια της διατάξεως του άρθρου 60 παρ. 1 του ως άνω
αναγκαστικού νόμου. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως
απαράδεκτη. Αν και, κατά τη γνώμη του Προέδρου του Δικαστηρίου και των μελών
αυτού Σωτηρίου Ρίζου, Αικατερίνης Σακελλαροπούλου και Φιλίππου Δωρή,
συντρέχει και εν προκειμένω ή περίπτωση
άρσεως της αμφισβητήσεως περί της έννοιας διατάξεως τυπικού νόμου (παρ.1 άρθρου
60 παρ. Συνταξιοδοτικού Κώδικος), κατά
το άρθρο 100 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι με την συνταγματική διάταξη
επιδιώκεται, προς εμπέδωση της ασφάλειας δικαίου, ή άρση της αμφισβητήσεως μεταξύ
αποφάσεων των Ανωτάτων Δικαστηρίων εκδοθεισών οποτεδήποτε μετά την ισχύ του
Συντάγματος του 1975. Και τούτο, προκειμένου να μην υφίστανται στην έννομη τάξη
αντίθετες κρίσεις περί της εννοίας ή της συνταγματικότητος των νόμων,
περιεχόμενες σε αποφάσεις Ανωτάτων Δικαστηρίων, εκδοθείσες μετά τον κατά τ' άνω
κρίσιμο χρόνο. Συνεπώς, κατά την άποψη αυτή, η αίτηση θα έπρεπε να θεωρηθεί ως
παραδεκτή.
Επειδή, κατά ταύτα, η κρινόμενη αίτηση
πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16
Δεκεμβρίου 2003 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριο συνεδρίαση στις 21
Απριλίου 2004.