ΤρΔΠρΙωαν 352/2002
Ατομα με ειδικές
ανάγκες - Μετατροπή εκ του νόμου συμβάσεων εργασίας σε αορίστου χρόνου -
Παράνομη απομάκρυνση από υπηρεσία - Αστική ευθύνη δημοσίου - Τόκοι υπερημερίας
- Αρχή ισότητας - Αρχή αναλογικότητας - Αρχή κοινωνικής αλληλεγγύης πολιτών -
Αρχή προστασίας ιδιοκτησίας -
Αντισυνταγματικότητα διατάξεων ΚΔ 26-6/10-7-1944 -.
Η Διοίκηση, στην
περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις μετατροπής της ορισμένου χρόνου
εργασιακής σύμβασης του υπηρετούντος ατόμου με ειδικές ανάγκες σε σύμβαση
αορίστου χρόνου και κατάταξής του σε θέση ειδικότητας αντίστοιχης με τα τυπικά
του προσόντα, είναι υποχρεωμένη να προβεί στην έκδοση της οικείας πράξης
κατάταξης, η οποία, προκειμένου να έχει νόμιμη υπόσταση, θα πρέπει να
δημοσιευθεί στο οικείο φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως. Aν δεν πράξει
τούτο και μάλιστα εντός ευλόγου χρόνου, παραλείπει οφειλόμενη νόμιμη ενέργειά
της. Αν υπάλληλος απομακρυνθεί από την υπηρεσία του συνεπεία παράνομης πράξης
της Διοίκησης δικαιούται αυτός να αξιώσει από το Δημόσιο αποζημίωση προς
αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστη και συνίσταται στο ό,τι κατά τη
διάρκεια της παράνομης απομάκρυνσής του από την υπηρεσία του δεν εισέπραξε το
σύνολο των αποδοχών, που θα εισέπραττε εάν δεν είχε απομακρυνθεί. Ο τυχόν δε
προσπορισμός ωφέλειας εκ μέρους του παρανόμως απομακρυνθέντος δεν αίρει τη
ζημία αλλά αποτελεί, κατόπιν εκτιμήσεως των αποδείξεων, λόγο μειώσεως της
αποζημίωσης και απαιτεί την προβολή από το εναγόμενο Δημόσιο σχετικής ένστασης
προς συμψηφισμό ζημίας και κέρδους. Οι απαιτήσεις για καταβολή αποζημίωσης από
αδικοπραξία οργάνων του Δημοσίου αποτελούν περιουσιακής φύσεως δικαιώματα, τα
οποία, επομένως, προστατεύονται από τις διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος
και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., θεμελιώνονται
δε επιπλέον στις συνταγματικές διατάξεις από τις οποίες απορρέουν οι αρχές της
αλληλέγγυας αναλογικής ισότητας στην ανάληψη των δημοσίων βαρών και της
νομιμότητας. Κάθε διάταξη νόμου, η οποία, χωρίς να συντρέχει ιδιαίτερος λόγος
δημοσίου συμφέροντος, που να δικαιολογεί τη σχετική ρύθμιση με βάση πάντοτε την
αρχή της αναλογικότητας, αίρει ή περιορίζει (άμεσα ή έμμεσα) την ευθύνη του
Δημοσίου, με αποτέλεσμα η καταβαλλόμενη αποζημίωση να μην είναι πλήρης,
αντίκειται στις παραπάνω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις και αρχές. Πλήρης δε
είναι η αποζημίωση όταν, πλέον των άλλων ζημιών (θετικών, αποθετικών κλπ),
αποκαθιστά και την πρόσθετη ζημία που υφίσταται ο ζημιωθείς λόγω του χρονικού
διαστήματος που μεσολαβεί μέχρι το χρόνο της καταβολής της και η οποία
αποκαθίσταται με την καταβολή του νομίμου και εξ υπερημερίας τόκου. Με την
διάταξη του άρθρου 21 Κ.Δ. της 26-6/10-7-1944 (6% ετησίως ο νόμιμος και ο εξ
υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής Δημοσίου) θεσπίζεται αδικαιολογήτως άνιση και
προνομιακή μεταχείριση του Δημοσίου σε σχέση με τον ιδιώτη αντίδικό του. Η
διαφοροποίηση αυτή, συνιστά περιορισμό της αστικής ευθύνης του Δημοσίου που
επιφέρει απομείωση της οφειλόμενης αποζημίωσης, η οποία έτσι παύει να είναι
πλήρης, χωρίς να συντρέχει προς τούτο κανένας λόγος δημοσίου συμφέροντος (μη
νοουμένου ως τέτοιου του απλού ταμειακού συμφέροντος του Δημοσίου),
ανατρεπομένης με τον τρόπο αυτό της δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων
του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας και των επιταγών για την προστασία των θεμελιωδών
ατομικών δικαιωμάτων, στις οποίες προδήλως περιλαμβάνεται και η αξίωση για
πλήρη αποζημίωση. Επιπλέον, με την πιο πάνω διάταξη θεσπίζεται αδικαιολογήτως
άνιση και προνομιακή μεταχείριση του Δημοσίου σε σχέση με τον ιδιώτη αντίδικό
του. Κατά συνέπεια, η πιο πάνω ρύθμιση, με την οποία περιορίζεται ο οφειλόμενος
από το Δημόσιο νόμιμος και εξ υπερημερίας τόκος είναι ανίσχυρη και ως τούτου
ανεφάρμοστη. Εφαρμοστέα είναι η γενική διάταξη του άρθρου 15 παρ. 5 του ν.
876/1979 και οι κατ' εξουσιοδότηση αυτής κανονιστικές πράξεις, με τις οποίες
ορίζεται το εκάστοτε επιτόκιο του νομίμου και εξ υπερημερίας τόκου. (Αντίθετη
μειοψηφία).
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός αποφάσεως 352/2002
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
Τμήμα 1ο Τριμελές
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στα
Ιωάννινα, στις 22 Ιανουαρίου 2002, ημέρα Τρίτη και ώρα 10.00', με δικαστές
τους: Κωνσταντίνο Παππά, Πρόεδρο Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων, Δήμητρα
Μπανιά Πρωτοδίκη Δ.Δ. - εισηγήτρια, Στυλιανή Κανίδου, Πάρεδρο Δ.Δ. και
γραμματέα το Χρήστο Ντακαλέτση, δικαστικό υπάλληλο,
Για να δικάσει την αγωγή με χρονολογία
(κατάθ.) 31-12-1996,
του Λ.Σ. του Α., κατοίκου Κατσικά
Ιωαννίνων, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Νικολάου
Ντούσκου,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που
εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και παραστάθηκε δια του δικαστικού
αντιπροσώπου του Ν.Σ.Κ., Μιχαήλ Τζουβάρα.
Κατά τη συζήτηση οι διάδικοι ανέπτυξαν τους
ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε
διάσκεψη.
Η κρίση του είναι η εξής:
Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, για την
οποία καταβλήθηκε το προσήκον δικαστικό ένσημο και οι υπέρ ΤΑΧΔΙΚ και Ταμείου
Νομικών εισφορές (βλ. ειδικά γραμμ. Εισπράξεως με αρ. 005007, 097018 και 093043
σειράς Α), ο ενάγων παραδεκτώς ζητεί να υποχρεωθεί το εναγόμενο Δημόσιο να του
καταβάλει νομιμοτόκως το ποσό των 2.563.528 δραχμών, για την αποκατάσταση
ισόποσης ζημίας, που υπέστη από παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας εκ μέρους των
οργάνων της Διοίκησης.
Επειδή, στο άρθρο 66 του ν. 1943/1991 (ΦΕΚ
50 Α') προβλεπόταν ότι: "1. Συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου
ατόμων με ειδικές ανάγκες (ν. 1648/1986 άρθρο 1 παρ. 4 εδάφιο πρώτο) που έληξαν
από 31 Μαΐου 1990 και εφεξής, παρατείνονται έως τη δημοσίευση του παρόντος
νόμου, κατά παρέκκλιση των διατάξεων που καθορίζουν την ανώτατη διάρκεια της
σύμβασης ... Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται στο δημόσιο, τα
ν.π.δ.δ., τους Ο.Τ.Α. και τους λοιπούς φορείς του δημόσιου τομέα. 2. Η σύμβαση
εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ή έργου των ατόμων με ειδικές
ανάγκες (άρθρο 1 παρ. 4 εδάφιο πρώτο του ν. 1648/1986) της προηγούμενης
παραγράφου του παρόντος άρθρου μετατρέπεται αυτοδικαίως σε σύμβαση εργασίας
ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Η ιδιότητα των υπηρετούντων ως ατόμων με
ειδικές ανάγκες προκύπτει είτε από εγγραφή στα μητρώα ανέργων αναπήρων του
Ο.Α.Ε.Δ. είτε από πιστοποίηση των πρωτοβάθμιων υγειονομικών επιτροπών του
δημοσίου. 3. Οι υπηρετούντες, των οποίων η σύμβαση μετατρέπεται, κατά την
προηγούμενη παράγραφο, σε σύμβαση αορίστου χρόνου κατατάσσονται σε κενές θέσεις
ειδικότητας αντίστοιχης των τυπικών προσόντων ή ειδικότητας που καθορίζεται με
την πράξη κατάταξης. Αν δεν υπάρχουν κενές θέσεις, συνιστώνται αυτοδικαίως με
την πράξη κατάταξης. Οι συνιστώμενες θέσεις είναι προσωποπαγείς και
καταργούνται αυτοδικαίως με την αποχώρηση από την υπηρεσία, κατά οποιοδήποτε
τρόπο, των υπαλλήλων που τις κατέχουν. 4. ...". Περαιτέρω, με το άρθρο 13
παρ. 1 του ν. 2026/1992, που ισχύει από τη δημοσίευσή του (ΦΕΚ Α'
43/23.3.1992), ορίζεται ότι: "Το άρθρο 66 του ν. 1943/1991 καταργείται.
Πράξεις κατάταξης σε οργανικές θέσεις δημοσιευόμενες στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, κατ' εφαρμογή του άρθρου 66, προ της κατάργησής του, είναι
ισχυρές".
Επειδή, κατά την έννοια των παραπάνω
διατάξεων, η Διοίκηση, στην περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις μετατροπής
της ορισμένου χρόνου εργασιακής σύμβασης του υπηρετούντος ατόμου με ειδικές
ανάγκες σε σύμβαση αορίστου χρόνου και κατάταξής του σε θέση ειδικότητας αντίστοιχης
με τα τυπικά του προσόντα, είναι υποχρεωμένη να προβεί στην έκδοση της οικείας
πράξης κατάταξης, η οποία, προκειμένου να έχει νόμιμη υπόσταση, θα πρέπει να
δημοσιευθεί στο οικείο φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, σύμφωνα με τις
σχετικές διατάξεις του ν. 301/1976, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με το
άρθρο 21 του ν. 1599/1986. Κατά συνέπεια, αν δεν πράξει τούτο και μάλιστα εντός
ευλόγου χρόνου, παραλείπει οφειλόμενη νόμιμη ενέργειά της.
Επειδή, εξάλλου, με το άρθρο 105 του
Εισ.ΝΑΚ θεσπίζεται η ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση από τις
παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά την άσκηση από αυτά της
δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί. Από τη διάταξη αυτή, συνάγεται ότι
για την κατ' εφαρμογή αυτής έγερση αξίωσης προς αποζημίωση απαιτείται, μεταξύ
άλλων, όπως η πράξη ή η παράλειψη ή η υλική ενέργεια των οργάνων του Ελληνικού
Δημοσίου είναι παράνομη, δηλαδή με αυτήν να παραβιάζεται κανόνας δικαίου, με
τον οποίο προστατεύεται ορισμένο ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον (πρβλ. ΣτΕ
3587/1997, 2171/2000). Περιλαμβάνει δε η αποζημίωση αυτή, κατ' άρθρο 298 του
Αστικού Κώδικα, την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας του
ζημιωθέντος. Ως εκ τούτου, στην αποζημίωση αυτή περιλαμβάνεται τόσο η
αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη η υπάρχουσα πριν την παράνομη πράξη ή
παράλειψη των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου περιουσία του ζημιωθέντος, όσο και
η αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστη αυτός από την στέρηση παροχών, τις
οποίες μετά πιθανότητας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές
περιστάσεις θα αποκόμιζε εάν δεν είχε χωρήσει η παράνομη πράξη ή παράλειψη των
οργάνων του ελληνικού Δημοσίου. Από αυτά, ειδικότερα, παρέπεται ότι εάν
υπάλληλος απομακρυνθεί από την υπηρεσία του συνεπεία παράνομης πράξης της Διοίκησης
δικαιούται αυτός να αξιώσει από το Δημόσιο αποζημίωση προς αποκατάσταση της
ζημίας, την οποία υπέστη και συνίσταται στο ό,τι κατά τη διάρκεια της παράνομης
απομάκρυνσής του από την υπηρεσία του δεν εισέπραξε το σύνολο των αποδοχών, που
θα εισέπραττε εάν δεν είχε απομακρυνθεί. Ο τυχόν δε προσπορισμός ωφέλειας εκ
μέρους του παρανόμως απομακρυνθέντος δεν αίρει τη ζημία αλλά αποτελεί, κατόπιν
εκτιμήσεως των αποδείξεων, λόγο μειώσεως της αποζημίωσης και απαιτεί την
προβολή από το εναγόμενο Δημόσιο σχετικής ένστασης προς συμψηφισμό ζημίας και
κέρδους. (ΣτΕ 3303/2001, 3630/2001 ΕΔΚΑ 2002 σελ. 205 και 201, αντίστοιχα, ΣτΕ
2171/2000 ΕΔΚΑ 2001 σελ. 518).
Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα
στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Ο ενάγων, πτυχιούχος γεωπόνος και
άτομο με ειδικές ανάγκες κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 1648/1986
(σχετ. η 474/8-5-1991 γνωμάτευση της Α/θμιας Υγειονομικής Επιτροπής του
Δημοσίου) προσλήφθηκε στις 21-7-1988 στη Διεύθυνση Εγγείων Βελτιώσεων της
Νομαρχίας Θεσπρωτίας με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ενός
έτους. Η σύμβασή του αυτή, εμπίπτουσα στις ρυθμίσεις του άρθρου 66 του ν.
1943/1991 μετατράπηκε σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου με την 1189/9.7.1991
απόφαση του Νομάρχη Θεσπρωτίας και, με την ίδια πράξη, κατατάχθηκε αυτός σε
προσωποπαγή θέση ειδικότητας γεωπόνου, που συστάθηκε το πρώτο με αυτή, χωρίς,
όμως, να αποσταλεί η πράξη αυτή για δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Στη συνέχεια, ο ενάγων μετατέθηκε στη Διεύθυνση Γεωργίας της Νομαρχίας
Ιωαννίνων, όπου υπηρέτησε μέχρι την 5-4-1992. Ακολούθως, με το 5013/4-5-1992
έγγραφο της εν λόγω Διεύθυνσης απομακρύνθηκε από την υπηρεσία του, για το λόγο
ότι η αρχική σύμβασή του, παραταθείσα με σειρά υπουργικών αποφάσεων μέχρι τις
14-4-1992, έληξε, αφού η προαναφερόμενη 1189/91 απόφαση του Νομάρχη Θεσπρωτίας
περί μετατροπής της σύμβασής του σε αορίστου χρόνου δεν είχε λάβει νόμιμη
υπόσταση, διότι αυτή, όπως προαναφέρθηκε, δεν δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της
Κυβερνήσεως. Εν τω μεταξύ, με το 555/17-4-1992 έγγραφο της παραπάνω Νομαρχίας
στάλθηκε η εν λόγω 1189/1991 απόφαση του Νομάρχη στο Εθνικό Τυπογραφείο προς
δημοσίευση και αυτό αρνήθηκε να τη δημοσιεύσει, με την αιτιολογία ότι το άρθρο
66 του ν. 1943/1991 είχε ήδη καταργηθεί από το ν. 2026/1992 (σχετ. το
14856/21-4-1992 έγγραφο του Εθνικού Τυπογραφείου). Μεσολάβησε η έκδοση υπέρ του
ενάγοντος της 614/1992 γνωμάτευσης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και,
κατόπιν αυτού, καθώς και του 499/φ16/9393/5-3-1993 εγγράφου του γραφείου του
νομικού συμβούλου του Υπουργείου Γεωργίας, εκδόθηκε η 784/28-5-1993 απόφαση του
πιο πάνω Νομάρχη, με την οποία διαπιστώθηκε η μετατροπή της σύμβασης του
ενάγοντος σε αορίστου χρόνου και κατατάχθηκε αυτός σε προσωποπαγή θέση
ειδικότητας γεωπόνου αναδρομικά από 9-7-1991. Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στις
4-1-1993 στο με αριθμό 93 φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως και ο ενάγων
ανέλαβε εκ νέου υπηρεσία στη παραπάνω Διεύθυνση Γεωργίας στις 28-6-1993, όπου
έκτοτε υπηρετεί.
Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή ο ενάγων
προβάλλει ότι εξαιτίας της πιο πάνω παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας της
Διοίκησης απομακρύνθηκε από την υπηρεσία του κατά το χρονικό διάστημα από
4-5-1992 έως 28-6-1993 και έτσι απώλεσε: α) τις μηνιαίες αποδοχές του
δεκατεσσάρων (14) μηνών, οι οποίες ανέρχονταν στο ποσό των 146.533 δραχμών
μηνιαίως (βασικός μισθός 39.000 δρχ. + χρονοεπίδομα 3.120 δρχ. + ανθ/νό επίδομα
2.696 δρχ. + επίδομα εξομάλυνσης 17.000 δρχ. + ΑΤΑ 84.717 δρχ.) και συνολικά σε
2.057.462 δρχ., β) τα δώρα εορτών του έτους 1992, καθώς και το επίδομα αδείας,
ανερχόμενα σε 292.533 δραχμές (146.533 + 73.000 δρχ.) και γ) τις δεδουλευμένες
αποδοχές του από 14-3-1992 έως 5-5-1992, που ανέρχονται σε 219.533 δρχ.. Ετσι,
αυτός ζητεί να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει νομιμοτόκως το συνολικό
ποσό των 2.563.528 δραχμών. Από την άλλη πλευρά, το καθ' ου Δημόσιο προβάλλει
ένσταση συμψηφισμού του κέρδους που απεκόμισε ο ενάγων από κάποιο επάγγελμα, το
οποίο, υποτίθεται με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας ότι θα ασκούσε, κατά
το διάστημα που διεκόπη η εργασιακή του σχέση με το εναγόμενο. Πλην, όμως, η
ένσταση αυτή είναι απορριπτέα ως αόριστη, αφού βασίζεται σε υπόθεση και όχι σε
συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά.
Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και ενόψει όσων
εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, το δικαστήριο λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη ότι ο
Νομάρχης Θεσπρωτίας, που κατά τον κρίσιμο χρόνο ενεργούσε ως όργανο του
Δημοσίου, παρέλειψε να αποστείλει έγκαιρα προς δημοσίευση στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως την προαναφερόμενη 1189/1991 πράξη του περί μετατροπής της σύμβασης
εργασίας του ενάγοντος σε αορίστου χρόνου, παρότι συνέτρεχαν στο πρόσωπό του οι
σχετικές κατά νόμο προϋποθέσεις - και άρα η ενέργεια αυτή ήταν οφειλόμενη - για
δε την παράλειψη αυτή δεν προβάλλεται οποιοσδήποτε δικαιολογητικός λόγος, ότι,
στη συνέχεια, παρανόμως το Εθνικό Τυπογραφείο δια των αρμοδίων υπαλλήλων του
αρνήθηκε να δημοσιεύσει την εν λόγω πράξη με αναδρομική ισχύ, προκειμένου να
αρθεί η προηγούμενη παράλειψη σε βάρος του ενάγοντος, ότι κατά συνέπεια αυτών,
ο τελευταίος απομακρύνθηκε από την υπηρεσία του κατά το χρονικό διάστημα από
4/5/1992 έως 28/6/1993 με αποτέλεσμα να απωλέσει τις αποδοχές που θα λάμβανε
κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων κατά το χρόνο αυτό και ότι, επομένως, η
παρανομία αυτή των οργάνων του εναγόμενου βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη
ζημία που αυτός υπέστη, κρίνει ότι το Δημόσιο ευθύνεται σε αποζημίωση κατ'
άρθρο 105 Εισ.ΝΑΚ, ίση κατά το ύψος της προς το χρηματικό ποσό του συνόλου
(συμπεριλαμβανομένων των πάσης φύσεως επιδομάτων και δώρων εορτών) των
προαναφερόμενων αποδοχών που ο ενάγων θα εισέπραττε αν δεν είχαν μεσολαβήσει οι
πιο πάνω παραλείψεις. Ενόψει δε του ό,τι από το εναγόμενο, το οποίο κατέχει,
όπως βάσιμα υποστηρίζεται, τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα (καταστάσεις πληρωμής
κλπ.) δεν αμφισβητείται ούτε το ύψος των μηνιαίων αποδοχών που διεκδικούνται,
ούτε το χρονικό διάστημα για το οποίο δεν καταβλήθηκαν στον ενάγοντα, αυτός
δικαιούται να λάβει για την αποκατάσταση της προπεριγραφόμενης ζημίας του,
νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 2.563.528 δραχμών.
Επειδή, ως προς τον καταβλητέο τόκο, ο
ενάγων ζητεί να υπολογισθεί με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας και όχι
με το προβλεπόμενο από το άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου
(Κ.Δ. της 26-6/10-7-1944) ποσοστό 6% ετησίως. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η
τελευταία πιο πάνω διάταξη έχει καταργηθεί με το άρθρο 15 παρ. 5 του ν.
876/1979, ενώ για την αντίθετη εκδοχή (αν δηλαδή κριθεί ότι η διάταξη αυτή δεν
έχει καταργηθεί) ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να εφαρμοσθεί διότι εισάγει αδικαιολόγητο
προνόμιο υπέρ του Δημοσίου και παραβιάζει την αρχή της ισότητας των διαδίκων,
αντικείμενη στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, 25 παρ. 1 του
Συντάγματος, 6, 13 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α. (ν.δ. 53/1974) και 2 παρ. 3 α, β, 14 και
26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ν. 2462/1997).
Επειδή, στις παρ. 1 και 5 του άρθρου 4 του
Συντάγματος ορίζεται ότι οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου (παρ. 1) και
ότι οι Ελληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα
με τις δυνάμεις τους (παρ. 5). Εξάλλου με την παρ. 4 του άρθρου 25 του
Συντάγματος καθιερώνεται η υποχρέωση της κοινωνικής αλληλεγγύης των πολιτών. Οι
πιο πάνω συνταγματικές διατάξεις καθιερώνουν την αρχή της αλληλέγγυας και
αναλογικής ισότητας των πολιτών ως προς την ανάληψη των δημοσίων βαρών. Η αρχή
αυτή επιτάσσει, στην περίπτωση βλάβης προστατευόμενων από το νόμο αγαθών των
πολιτών, η οποία επέρχεται από τη (μη νόμιμη) δράση της διοίκησης, το οικείο
κόστος (βάρος) να μην το υφίσταται μόνο ο παρανόμως ζημιωθείς διοικούμενος (ο
οποίος έτσι θα επιβαρύνεται άνισα σε σχέση με τα λοιπά μέλη του κοινωνικού
συνόλου με την αποκλειστική ανάληψη του οικείου ειδικού δημοσίου βάρους), αλλά
αυτό να επιμερίζεται στο κοινωνικό σύνολο, προς όφελος του οποίου οφείλει να
δρα η διοίκηση, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα και ιδίως οι διατάξεις των άρθρων 1
παρ. 3, 33 παρ. 2, 103 παρ. 1, 106 παρ. 1 (βλ. Πρ. Παυλόπουλου Αστική Ευθύνη
του Δημοσίου Ι σελ. 140 επόμ., Α. Ι. Τάχου Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο 6η έκδοση
2000 σελ. 732, Ε. Σπηλιωτόπουλου Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου 11η έκδοση 2001
σελ. 230).
Επειδή, περαιτέρω, από τις διατάξεις των
άρθρων 1 παρ. 1 και 3, 35, 43 παρ. 1, 50, 78 παρ. 1, 82 παρ. 1 και 2, 94, 95
και 120 παρ. 2 του Συντάγματος απορρέει η αρχή της νομιμότητας, η οποία
επιτάσσει όλες οι πράξεις της διοίκησης να είναι νόμιμες, να μην έρχονται
δηλαδή σε αντίθεση με το Σύνταγμα και τους σύμφωνους με αυτό νόμους. Αναγκαία
απόρροια της συνταγματικής αρχής της νομιμότητας αποτελεί η κυρωτική λειτουργία
της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, η οποία επιβάλλει να υφίσταται η παρανομούσα
διοίκηση αποτελεσματικές κυρώσεις, που συνίστανται στην υποχρέωσή της να
αποκαταστήσει το ζημιωθέντα διοικούμενο στην κατάσταση που θα βρισκόταν αν δεν
είχε λάβει χώρα η παράνομη πράξη της που μετέβαλε "επί τα χείρω" τη
θέση του. Διαφορετικά η πιο πάνω συνταγματική αρχή θα καταστεί κενή
περιεχομένου, ιδίως σ' ό,τι αφορά την προσβολή αγαθών και δικαιωμάτων
εγγυημένων από το Σύνταγμα, από υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις ή τον κοινό
νόμο, η πραγματική προστασία των οποίων χωρίς την αστική ευθύνη του Δημοσίου
καθίσταται αναποτελεσματική κατά παράβαση επιπλέον και των άρθρων 20 παρ. 1, 25
παρ. 1 του Συντάγματος, 6 και 13 της Ε.Σ.Δ.Α. (ν.δ. 53/1974) και 2 παρ. 1 και
2, 14 παρ. 1 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά
Δικαιώματα (ν. 2462/1997).
Επειδή εξάλλου, στις παρ. 1 και 2 του
άρθρου 17 του Συντάγματος ορίζεται ότι: "1. Η ιδιοκτησία τελεί υπό την
προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να
ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος. 2. Κανένας δεν στερείται την
ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον
προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί
πλήρης αποζημίωση, ...". Η έννοια της ιδιοκτησίας στις πιο πάνω
συνταγματικές διατάξεις, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου
Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., όπως αυτό έχει ερμηνευθεί από το Ευρωπαϊκό
Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ευρ. Δ.Δ.Α.) και το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.),
δεν περιλαμβάνει μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα νομίμως
κτηθέντα αγαθά τα οποία περιλαμβάνονται στην έννοια της περιουσίας ως συνόλου
εννόμων σχέσεων χρηματικής αποτίμησης (για την έννοια του όρου ιδιοκτησία/αγαθό
βλ. την απόφαση Marckx της 13-6-1979 (σειρά Α, αρ. 31 παρ. 63) του Ευρ. Δ.Δ.Α.
και την απόφαση Δ.Ε.Κ. της 13-12-1979, 44/1979, Hauer, Συλλογή σελ.3727, πρβλ.
επίσης άρθρο 17 της Πανηγυρικής Διακήρυξης του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της
Ευρωπαϊκής Ένωσης / Νίκαια 7-12-2000, βλ. επίσης Α. Ι. Τάχου Ελληνικό
Διοικητικό Δίκαιο 6η έκδοση 2000 σελ. 771 επόμ.). Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή
άγει στο προδήλως άτοπο αποτέλεσμα να μην προστατεύονται από το Σύνταγμα άλλα
περιουσιακά αγαθά (κινητές αξίες, σήματα, πνευματική ιδιοκτησία κλπ), τα οποία
στις σύγχρονες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες συχνά έχουν μεγαλύτερη οικονομική
αξία από αυτή των εμπραγμάτων δικαιωμάτων (βλ. Γεωργιάδης Εμπράγματο Δίκαιο Ι
σελ. 261, Δαγτόγλου Ατομικά Δικαιώματα Β σελ. 901, 902, Contra ΣτΕ 1094/1987 με
μειοψηφία ΕΔΚΑ 1987 σελ. 351, ΤοΣ 1988 σελ. 282). Εξάλλου, με το άρθρο 1 του
Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. ορίζεται ότι "Παν φυσικόν ή
νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί
της περιουσίας αυτού, ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους
προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους.
Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέσει
εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών
συμφώνως προς το δημόσιο συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή
άλλων εισφορών ή προστίμων". Με τις τελευταίες πιο πάνω διατάξεις
κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο επιτρέπεται να
τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας
περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα
"περιουσιακής φύσεως" και τα κεκτημένα "οικονομικά
συμφέροντα". Καλύπτονται έτσι τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και
ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση,
είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία,
με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο δίκαιο, ότι μπορούν να
ικανοποιηθούν δικαστικά (πάγια νομολογία του Ευρ. Δ.Δ.Α.: Pressos Compania
Naviera S.A. κ.α. κατά Βελγίου, (Α332): (1995) παρ. 28 επ., Pine Valley
Development κατά Ιρλανδίας (Α222): (1992) παρ. 51 κ.α). Τέτοιες είναι κατά το
Ελληνικό δίκαιο και οι απαιτήσεις από αδικοπραξία για καταβολή αποζημίωσης
(Α.Π. Ολομ. 40/1998 ΕΔΚΑ 1999 σελ. 138, Δ.τ.Α 1999 σελ. 431).
Επειδή, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, πρέπει να
γίνει δεκτό ότι οι απαιτήσεις για καταβολή αποζημίωσης από αδικοπραξία οργάνων
του Δημοσίου αποτελούν περιουσιακής φύσεως δικαιώματα, τα οποία, επομένως,
προστατεύονται από τις διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος και του άρθρου 1
του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., θεμελιώνονται δε επιπλέον στις
προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις από τις οποίες απορρέουν οι αρχές της
αλληλέγγυας αναλογικής ισότητας στην ανάληψη των δημοσίων βαρών και της
νομιμότητας. Συνεπώς, κάθε διάταξη νόμου, η οποία, χωρίς να συντρέχει
ιδιαίτερος λόγος δημοσίου συμφέροντος, που να δικαιολογεί τη σχετική ρύθμιση με
βάση πάντοτε την αρχή της αναλογικότητας, αίρει ή περιορίζει (άμεσα ή έμμεσα)
την ευθύνη του Δημοσίου, με αποτέλεσμα η καταβαλλόμενη αποζημίωση να μην είναι
πλήρης, αντίκειται στις παραπάνω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις και αρχές
(βλ. Μπέης σε Δίκη 26, σελ. 348). Πλήρης δε είναι η αποζημίωση όταν, πλέον των
άλλων ζημιών (θετικών, αποθετικών κλπ), αποκαθιστά και την πρόσθετη ζημία που
υφίσταται ο ζημιωθείς λόγω του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί μέχρι το
χρόνο της καταβολής της (Ευρ. Δ.Δ.Α. στην υπόθεση Guillemen κατά
Γαλλίας/21-2-1997, καθώς και στην υπόθεση Akkus κατά Τουρκίας/9-7-1997) και η
οποία αποκαθίσταται με την καταβολή του νομίμου και εξ υπερημερίας τόκου.
Επειδή, στο άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί
Δικών του Δημοσίου (Κ.Δ. της 26-6/10-7-1944), η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ με το
άρθρο 109 του Εισ.ΝΑΚ και δεν καταργήθηκε (όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων)
με την παρ. 5 του άρθρου 15 του ν. 876/1979 (με την οποία απλώς μεταβλήθηκε η
αρμοδιότητα καθορισμού του ποσοστού του νομίμου και εξ υπερημερίας οφειλόμενου
τόκου και μεταφέρθηκε στο Υ.Σ. από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στον οποίο ανήκε
με βάση την πιο πάνω διάταξη του Εισ.ΝΑΚ), ορίζεται ότι "Ο νόμιμος και ο
εξ υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην
αν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου". Αντιθέτως, ο οφειλόμενος
νόμιμος και εξ υπερημερίας τόκος για οφειλές μεταξύ ιδιωτών ή για οφειλές
ιδιωτών προς το Δημόσιο που απορρέουν από αδικοπραξία (και δεν εισπράττονται
κατά τον ΚΕΔΕ, με τις οριζόμενες σ' αυτόν προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής)
καθορίζεται, κατά τα οριζόμενα από το άρθρο 15 του ν. 876/1979, με πράξεις του
Υπουργικού Συμβουλίου. Η διακύμανση του επιτοκίου αυτού από την ημερομηνία
επίδοσης της κρινόμενης αγωγής (15-3-2001) ήταν η ακόλουθη:
Εως 10-5-2001 12,75%
Από 11-5-2001 έως 30-8-2001 12,50%
Από 31-8-2001 έως 17-9-2001 12,25%
Από 18-9-2001 έως 8-11-2001 11,75%
Από 9-11-2001 και εντεύθεν 11,25%
Προκύπτει, λοιπόν, από τα παραπάνω ότι υφίσταται σημαντική διαφοροποίηση του
επιτοκίου του νόμιμου και υπερημερίας τόκου υπέρ του Δημοσίου και δη αναλόγως
της θέσης αυτού (ενάγον - δανειστής ή εναγόμενο - οφειλέτης). Η διαφοροποίηση
αυτή, σύμφωνα με όσα προπαρατέθηκαν, συνιστά περιορισμό της αστικής ευθύνης του
Δημοσίου που επιφέρει απομείωση της οφειλόμενης αποζημίωσης, η οποία έτσι παύει
να είναι πλήρης, χωρίς να συντρέχει προς τούτο κανένας λόγος δημοσίου
συμφέροντος (μη νοουμένου ως τέτοιου του απλού ταμειακού συμφέροντος του
Δημοσίου), ανατρεπομένης με τον τρόπο αυτό της δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των
απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας και των επιταγών για την
προστασία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, στις οποίες προδήλως
περιλαμβάνεται και η αξίωση για πλήρη αποζημίωση (Ευρ.Δ.Δ.Α. στην υπόθεση
Sporrons και Lonnroth κατά Σουηδίας/23-9-1982, επίσης στην υπόθεση ΣΤΡΑΝ και
Στρατής Ανδρεάδης κατά Ελλάδας/9-12-1994). Επιπλέον, με την πιο πάνω διάταξη
του άρθρου 21 Κ.Δ. της 26-6/10-7-1944, θεσπίζεται αδικαιολογήτως άνιση και
προνομιακή μεταχείριση του Δημοσίου σε σχέση με τον ιδιώτη αντίδικό του, η
οποία αντιβαίνει στα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6
και 14 της Ε.Σ.Δ.Α. και 2 παρ. 3 α, β, 14 παρ. 1 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου
για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (πρβλ. Ευρ. Δ.Δ.Α. της 11-1-2001
προσφυγή αρ. 38460/1997 υπόθεση Πλατάκου κατά Ελλάδας ΝοΒ 49 σελ. 765 επόμ.,
Ολ. Α.Π 21/2001, 19/2001, ΣτΕ 2606/2001, Contra Α.Π. 1563/1999, Ολ. ΣτΕ
1386/1994, 208/1999, 2156/1998, 3433/1998). Κατά συνέπεια, η πιο πάνω ρύθμιση,
με την οποία περιορίζεται ο οφειλόμενος από το Δημόσιο νόμιμος και εξ
υπερημερίας τόκος είναι ανίσχυρη και ως τούτου ανεφάρμοστη. Εφαρμοστέα είναι,
επομένως, η γενική διάταξη του άρθρου 15 παρ. 5 του ν. 876/1979 και οι κατ'
εξουσιοδότηση αυτής κανονιστικές πράξεις, με τις οποίες ορίζεται το εκάστοτε
επιτόκιο του νομίμου και εξ υπερημερίας τόκου. Κατά τη γνώμη, όμως, του μέλους
του δικαστηρίου Δήμητρας Μπανιά, η εισαγόμενη με τη διάταξη του άρθρου 21 του
Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου ειδική μεταχείριση του Δημοσίου είναι,
ενόψει της ιδιάζουσας θέσης και οργάνωσης του τελευταίου, συνταγματικώς ανεκτή
και δεν παραβιάζει την καθιερούμενη από το άρθρο 4 του Συντάγματος αρχή της
ισότητας, ούτε δε η ρύθμιση αυτή σχετίζεται - υπό την έννοια της τυχόν
αποδυνάμωσης του δικαιώματος του πολίτη να αξιώνει και της υποχρέωσης του
κράτους να παρέχει - με τη δικαστική προστασία και το σεβασμό των θεμελιωδών
δικαιωμάτων του πολίτη, που κατοχυρώνονται με τις διατάξεις των άρθρων 17, 20
και 25 του Συντάγματος. Ακόμη (κατά την ίδια μειοψηφούσα άποψη) η επίμαχη
ρύθμιση δεν έρχεται σε αντίθεση προς τα άρθρα 6, 13 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α., ούτε
και προς τα άρθρα 2 παρ. 3 α, β, 14 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά
και Πολιτικά Δικαιώματα, με τα οποία κατοχυρώνεται επίσης το δικαίωμα παροχής έννομης
προστασίας υπό τη διατύπωση της "δίκαιης δίκης" χωρίς διακρίσεις με
βάση τα ειδικότερα γνωρίσματα του ατόμου και προστασίας των δικαιωμάτων και
ελευθεριών που αναγνωρίζονται με τις εν λόγω συμβάσεις (βλ. Α.Π. 1563/1999,
πρβλ. ΣτΕ 521/2000, 4779/1997, 1386/1994 Ολομ., 561/1991).
Επειδή, κατ' ακολουθία αυτών, η κρινόμενη
αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στον
ενάγοντα το προαναφερόμενο ποσό των 2.563.528 δραχμών και, κατά μετατροπή σε
Ευρώ (άρθρα 1 και 2 ν. 2842/2000 - ΦΕΚ 207 Α'), των 7.523,20 Ευρώ, νομιμοτόκως
από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφλησή του, υπολογιζομένου του τόκου με
βάση το εκάστοτε, κατά τα προαναφερθέντα, ισχύον επιτόκιο υπερημερίας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
- Δέχεται την αγωγή.
- Υποχρεώνει το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο
να καταβάλει στον ενάγοντα, για την αναφερόμενη στο σκεπτικό αιτία, το ποσό των
επτά χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι τριών ευρώ και είκοσι λεπτών (7.523,20),
νομιμοτόκως, με το εκάστοτε, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό, επιτόκιο
υπερημερίας, από την επίδοση της αγωγής σ' αυτό μέχρι την εξόφληση.
- Επιβάλλει σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου
τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος ανερχόμενη σε εκατόν δέκα οκτώ (118) ευρώ.
- Η διάσκεψη του δικαστηρίου έγινε στα
Ιωάννινα στις 12-4-2002 και απόφαση δημοσιεύθηκε στο ίδιο τόπο στο ακροατήριο
του δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 30-5-2002.