Αστική ευθύνη δημοσίου - Ζημία - Αιτιώδης σύνδεσμος - Αποζημίωση - Διαφυγόν κέρδος - Αδεια λειτουργίας εργοστασίου - Μεταβίβαση αρμοδιότητας - Μεταβίβαση δικαιώματος υπογραφής - Παραγραφή - Περιορισμός καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό - Τόκοι υπερημερίας -.
Ανεπίτρεπτη κατά το
Σύνταγμα μετάθεση αστικής ευθύνης δημοσίου από κρατικό όργανο σε ΟΤΑ.
Διακρίσεις άμεσης - έμμεσης ζημίας, άμεσου - έμμεσου αιτιώδους συνδέσμου.
Αστική ευθύνη δημοσίου από υλική ενέργεια οργάνου του (δημόσια ψευδή και
δυσφημιστική δήλωση σε βάρος ανωνύμου εταιρείας). Συνέπειες. Διαφυγόντα κέρδη:
τρόπος υπολογισμού, πιθανολόγηση, μη αμφισβήτηση εκ μέρους του δημοσίου.
Αποζημίωση 31 δισ. δραχμές. Αρμοδιότητα χορήγησης άδειας λειτουργίας
εργοστασίου. Μεταβίβαση αρμοδιότητας. Μεταβίβαση δικαιώματος υπογραφής:
συνέπειες σε ότι αφορά την αστική ευθύνη. Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του
επενδυτή στην γενομένη αδειοδότηση. Παραγραφή. Κήρυξη της απόφασης προσωρινά
εκτελεστής. Υπερημερία Ελληνικού Δημοσίου. Περιορισμός του καταψηφιστικού
αιτήματος σε αναγνωριστικό. Δεν οφείλονται τόκοι λόγω του περιορισμού.
Εικοσαετής ταλαιπωρία επιχειρηματία για λόγους εξωθεσμικούς. Η αρχή της
νομιμότητας κατισχύει της αρχής της πολιτικής σκοπιμότητας.
Συνεδρίασε
δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Απριλίου 2002, με δικαστές τους: Θεόδωρο
Τζακο, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ. (Εισηγητή), Ειρήνη Παπουρτζή, Ηλία Σαπουνά
Πρωτοδίκες Δ.Δ. και γραμματέα την Ευαγγελή Παπανικολάου, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει
την αγωγή με χρονολογία 30 Δεκεμβρίου 1999,
των: 1) ανώνυμης
εταιρείας με την επωνυμία "Η.** Β.** - Ε.** Α.Ε." που εδρεύει στα
Ιωάννινα (οδός Α., αριθμός ...) για την οποία παραστάθηκε ο Πρόεδρος του
Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνων Σύμβουλος αυτής Ο.Κ. μετά του πληρεξουσίου
δικηγόρου Νικολάου Ντούσκου (οδός 28ης Οκτωβρίου, αριθ. 6 - Ιωάννινα) και 2)
Ο.Κ., κατοίκου Ιωαννίνων (οδός Β., αριθμός ...), ο οποίος παραστάθηκε μετά του
πληρεξουσίου του δικηγόρου Νικολάου Ντούσκου,
κατά των: 1) Ελληνικού
Δημοσίου που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και ο οποίος παραστάθηκε
δια του Παρέδρου του Ν.Σ.Κ. Κωνσταντίνου Γεωργάκη και 2) νομικού προσώπου
δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων"
η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Χρήστου Αναστασίου (οδός
Δωδώνης, αριθ. 2).
Κατά τη
συζήτηση, οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα
αναφέρονται στα πρακτικά.
Μετά τη
συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Η κρίση του είναι
η εξής:
Με την κρινόμενη
αγωγή των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ η μεν πρώτη από τους ενάγοντες (ανώνυμη
εταιρεία), η οποία περιόρισε το αίτημά της με δήλωση που καταχωρήθηκε στα
πρακτικά καθώς και με το υπόμνημά της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό για το
ποσό πέραν των 100.000.000 δραχμών και ήδη, μετά την κατ' άρθρο 2 του ν.
2842/2000 μετατροπή σε ευρώ, πέραν των 293.470,29 ευρώ, καταβάλλοντας προς
τούτο το ανάλογο δικαστικό ένσημο (βλέπε στη δικογραφία το 9570017/ΣΕΙΡΑ
Δ/3327/8-4-2002 διπλότυπο είσπραξης (τύπου Α) της Δ.Ο.Υ Α Ιωαννίνων), ζητά,
κατά μεν το κύριο αίτημα, να καταδικασθούν οι εναγόμενοι (Ελληνικό Δημόσιο και
Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων) να της καταβάλλουν αλληλεγγύως και σε
ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 100.000.000 δραχμών με το νόμιμο τόκο από την
επίδοση της αγωγής και περαιτέρω, να αναγνωρισθεί ότι οι αυτοί εναγόμενοι
οφείλουν να της καταβάλλουν πέρα από το ποσό αυτό και το ποσό των
31.493.053.902 δραχμών, και ήδη το ποσό των 92.422.755,39 ευρώ, δηλαδή συνολικά
το ποσό των 31.593.053.902 δραχμών και ήδη το ποσό των 92.716.225,68 ευρώ, κατά
δε το επικουρικό αίτημα το συνολικό ποσό των 6.923.053.000 δραχμών και ήδη το
ποσό των 20.317.103,44 ευρώ. Ενώ ο δεύτερος των εναγόντων ζητά να αναγνωρισθεί,
όπως το αίτημα περιορίστηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με δήλωση που
καταχωρήθηκε στα πρακτικά καθώς και με το υπόμνημά τους ότι οι αυτοί εναγόμενοι
οφείλουν να του καταβάλλουν αλληλεγγύως και σε ολόκληρον ο καθένας το ποσό των
20.000.000 δραχμών και ήδη το ποσό των 58.694106 ευρώ. Τα ποσά αυτά τα ζητούν
ως αποζημίωση για ζημία από απώλεια εργοστασίου, διαφυγόντα κέρδη,
ληξιπρόθεσμες και απαιτητές υποχρεώσεις προς ΕΤΒΑ Α.Ε. και I.Κ.Α καθώς και
ηθική βλάβη που έχουν υποστεί από παράνομες πράξεις και παραλείψεις, όπως
ισχυρίζονται των αρμοδίων οργάνων των εναγομένων.
Σύμφωνα με ης
διατάξεις του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, το Δημόσιο
ευθύνεται σε αποζημίωση για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του,
κατά την ενάσκηση της δημόσιας υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί, εκτός αν η
πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του
γενικού συμφέροντος. Επίσης, με τις διατάξεις του άρθρου 106 του αυτού ΕισΝΑΚ
ορίζεται ότι οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζεται και για την
ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου
από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους.
Περαιτέρω, οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα ορίζουν, στο μεν άρθρο 298 ότι, η
αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή
(θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο
που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των
πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που
έχουν ληφθεί. Στο άρθρο 299 ότι, για μη περιουσιακή ζημία οφείλεται χρηματική
ικανοποίηση στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος. Στο άρθρο 932 ότι, σε
περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή
ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική
ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε
προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του,
ενώ τέλος με το άρθρο 59 προβλέπεται, μεταξύ άλλων, η δυνατότητα να επιδικασθεί
χρηματικό ποσό για να ικανοποιηθεί η ηθική βλάβη εκείνου του οποίου έχει
προσβληθεί η προσωπικότητα.
Από τις παραπάνω
διατάξεις συνάγεται ότι, για να στοιχειοθετηθεί αστική ευθύνη του Δημοσίου ή
των ν.π.δ.δ. και η υποχρέωσή των προς αποζημίωση, απαραίτητη, πέρα από άλλες,
προϋπόθεση είναι η ύπαρξη πρόσφορου αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα
στη φερόμενη ως παράνομη συμπεριφορά ή παράλειψη του οργάνου του Δημοσίου ή των
ν.π.δ.δ. και της ζημίας που έχει σαφώς προκληθεί. Ο αντικειμενικός δε αυτός
αιτιώδης σύνδεσμος υφίσταται όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η
φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια κατά τη συνήθη και
κανονική πορεία των πραγμάτων, ήταν ικανή και μόνη της να επιφέρει το ζημιογόνο
αποτέλεσμα, χωρίς να μεσολαβήσει έκτακτο και ασυνήθιστο περιστατικό (πρβλ. ΣτΕ
2763/1999, 1963, 3027/1998, 289/1995 κ.ά.), ενώ όταν πρόκειται για αρνητικό
διαφέρον (διαφυγόν κέρδος) δεν απαιτείται πλήρης απόδειξη, αλλά αρκεί η κατά
συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανολόγηση της προσδοκίας του κέρδους (πρβλ. ΣτΕ
4913/1998, 289/1995). Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις συνάγεται, ότι το
Δημόσιο ή τα ν.π.δ.δ. απαλλάσσονται της ευθύνης αν η πράξη ή παράλειψη, έγινε
κατά παράβαση διάταξης κειμένης χάριν του γενικού συμφέροντος. Ως τέτοια
νοείται εκείνη η οποία αμέσως και αποκλειστικώς αφορά στο δημόσιο συμφέρον και
όχι εκείνη, η οποία έχει τεθεί μεν χάριν του γενικού συμφέροντος, θεμελιώνει,
όμως, παράλληλα και δικαίωμα υπέρ ορισμένου προσώπου, πράγμα το οποίο αποβλέπει
και στην προστασία των συμφερόντων και του ζημιωθέντος (πρβλ. ΣτΕ 2774/1999,
1693, 3230/1998, 347/1991, 1920/1993, Α.Π. 1283/1992). Τέλος η αξίωση προς
αποζημίωση γεννιέται όχι από την επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος, αλλά
ευθύς μόλις εκδηλωθεί ο επιζήμιος χαρακτήρας της πιο πάνω παράνομης
συμπεριφοράς, αφότου δηλαδή η συμπεριφορά αυτή άρχισε να επιφέρει τις επιζήμιες
συνέπειές της στο διοικούμενο (πρβλ. Α.Π. 709/1979). Αυτό δε ισχύει ακόμη και
αν πρόκειται για επιζήμιες συνέπειες, που παράγονται εξακολουθητικώς με την
πάροδο του χρόνου, αφού και στην περίπτωση αυτή η αξίωση για αποκατάστασή τους
δεν ξαναγεννιέται κάθε φορά που επέρχονται οι εν λόγω συνέπειες, αλλά γεννήθηκε
μία φορά, όταν άρχισαν να επέρχονται οι πρώτες από αυτές (πρβλ. Α.Π. 178/1996,
4/1988 Ολομ.). Είναι μάλιστα αδιάφορος ακόμη και ο χρόνος, κατά τον οποίο ο
ζημιούμενος έλαβε γνώση της ζημίας ή του υποχρέου προς αποζημίωση (Δ.Εφ.Αθ.
4308/1990, Α.Π. 33/1988).
Περαιτέρω,
σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν. Δ Κ ΣΤ/1912 (ΦΕΚ 30 Α'), 1,
2 και 7 του β.δ/τος της 15/21-10-1922 (ΦΕΚ 203 Α'), 1 του ν.δ. 3214/1955 (ΦΕΚ
108 Α') και 1 και 3 του α.ν. 207/1967 (ΦΕΚ 216 Α') για την ίδρυση (εγκατάσταση)
και τη λειτουργία βιομηχανικών εργοστασίων ή βιοτεχνικών εργαστηρίων ή
οποιασδήποτε μηχανολογικής εγκατάστασης, απαιτούνται αντίστοιχες (για την
εγκατάσταση και τη λειτουργία) άδειες της αρχής, που εκδίδονται μετά από
λεπτομερή εξέταση των συνθηκών γειτνίασης των εγκαταστάσεων αυτών με
κατοικημένες περιοχές, των συνθηκών ίδρυσης και των τεχνικών όρων, οι οποίοι
πρέπει να τηρούνται για την προστασία του προσωπικού, των περιοίκων και του
κοινού από κάθε κίνδυνο βλάβης της υγείας ή από ενοχλήσεις που προκαλεί η
λειτουργία της εγκατάστασης. Από τις ίδιες παραπάνω διατάξεις προβλεπόταν ότι η
άδεια ίδρυσης και λειτουργίας βιομηχανιών κ.τ.λ. χορηγούνταν με απόφαση του
Υπουργού Βιομηχανίας. Η αρμοδιότητα αυτή μεταβιβάστηκε στον οικείο κρατικό
Νομάρχη με το π.δ. 347/1986 (ΦΕΚ 154 Α/6-10-1986). Η εν λόγω αρμοδιότητα
παρέμεινε και στον αιρετό Νομάρχη μετά την ίδρυση των Νομαρχιακών
Αυτοδιοικήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 101 και 102 του Συντάγματος
και του νόμου 2218/1994 (ΦΕΚ 90 Α') όπως ήδη ισχύει (βλέπε ΣτΕ 2579/2000,
3441/1998 Ολομ.). Εξάλλου, με την Ε ι β. 221/1965 (ΦΕΚ 138 Β') Υγειονομική
διάταξη, όπως αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με ης ή/17851/1971 (ΦΕΚ 986
Β') και Γ4/1305/1974 (ΦΕΚ 801 Β) όμοιες, ρυθμίζονται οι όροι και οι
προϋποθέσεις χορήγησης άδειας διάθεσης λυμάτων ή βιομηχανικών αποβλήτων σε
επιφανειακά ύδατα ή το έδαφος. Επίσης, με το π.δ. 1180/1981 (ΦΕΚ 293 Α)
ρυθμίστηκαν τα όρια εκπομπών ρύπων και καθορίστηκαν οι τεχνικές προδιαγραφές
των μελετών των περιβαλλοντικών επιπτώσεων προκειμένου να χορηγηθεί άδεια
ίδρυσης και λειτουργίας βιομηχανιών, βιοτεχνιών καθώς και των μηχανολογικών
εγκαταστάσεων. Στη συνέχεια εκδόθηκε ο νόμος 1650/1986 (ΦΕΚ 160 Α), σκοπός του
οποίου είναι η θέσπιση κανόνων και καθιέρωση κριτηρίων και μηχανισμών για την
προστασία του περιβάλλοντος και ο οποίος στο άρθρο 4 αυτού ορίζει ότι: "1.
Για την πραγματοποίηση νέων ή την επέκταση, τον εκσυγχρονισμό ή τη
μετεγκατάσταση υφισταμένων έργων ή δραστηριοτήτων που περιλαμβάνονται στις
κατηγορίες του προηγούμενου άρθρου, απαιτείται η έγκριση όρων για την προστασία
του περιβάλλοντος, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση
άδειας εγκατάστασης ή πραγματοποίησης της δραστηριότητας ή του έργου. 2α. Για
την έγκριση των περιβαλλοντικών όρων για τα έργα και τις δραστηριότητες της
πρώτης κατηγορίας απαιτείται υποβολή μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. 2β. Η
έγκριση περιβαλλοντικών όρων για τα έργα και τις δραστηριότητες της κατηγορίας
αυτής χορηγείται με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και
Δημοσίων Εργων και των κατά περίπτωση συναρμοδίων υπουργών. Με όμοια απόφαση
είναι δυνατή η έγκριση περιβαλλοντικών όρων για ορισμένα έργα ή δραστηριότητες
της κατηγορίας αυτής να ανατίθεται στο νομάρχη. Ο νομάρχης χορηγεί την έγκριση
ύστερα από εισήγηση της αρμόδιας νομαρχιακής υπηρεσίας του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ
και της κατά περίπτωση άλλης συναρμόδιας νομαρχιακής υπηρεσίας και γνώμη του
νομαρχιακού συμβουλίου ... 7. Η έγκριση των περιβαλλοντικών όρων μπορεί να
δοθεί για ορισμένο διάστημα που καθορίζεται στην εγκριτική πράξη, μετά την
πάροδο του οποίου υπόκειται σε αναθεώρηση. 8. ... 9. Η έγκριση των
περιβαλλοντικών όρων για τα έργα και τις δραστηριότητες πρώτης κατηγορίας του
άρθρου 3 γίνεται μέσα σε 60 ημέρες από την υποβολή των απαιτούμενων
δικαιολογητικών ... Αν οι αρμόδιοι φορείς δεν απαντήσουν μέσα στις προθεσμίες
αυτές, θεωρείται ότι οι όροι που προβλέπονται από τη σχετική μελέτη ή τα
σχετικά δικαιολογητικά έχουν εγκριθεί. 10. ... 11. Οι διατάξεις του άρθρου
αυτού εφαρμόζονται αναλόγως και στα έργα και τις δραστηριότητες που υφίστανται
ή βρίσκονται στο στάδιο κατασκευής κατά την έναρξη ισχύος του νόμου
αυτού...". Κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου αυτού εκδόθηκε η
69269/5387/24-10-1990 (ΦΕΚ 678 Β) κοινή Υπουργική απόφαση, με την οποία γίνεται
κατάταξη έργων και δραστηριοτήτων σε κατηγορίες (άρθρο 4), ενώ η βιομηχανία δέρματος
κατατάσσεται στη δεύτερη (ΙΙ) ομάδα της πρώτης (Α) κατηγορίας (άρθρο 4 παρ. 8
στ.), και ορίζεται το περιεχόμενο της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ),
καθώς και των Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών (ΕΠΜ) (άρθρα 6 και 16). Επίσης
ορίζεται η διαδικασία έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, των έργων και και
δραστηριοτήτων της πρώτης (Α) κατηγορίας, η οποία έγκριση γίνεται με κοινή
απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων και του
αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού (άρθρο 9). Επίσης, κατ' εξουσιοδότηση της παρ.
2 του άρθρου 5 του ν. 1650/1986 εκδόθηκε και η 75308/5512/1990 (ΦΕΚ 691 Β')
κοινή Υπουργική απόφαση με την οποία καθορίζεται ο τρόπος ενημέρωσης των
πολιτών και φορέων εκπροσώπησής τους για το περιεχόμενο της Μελέτης
Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων των έργων. Ειδικότερα, με το άρθρο 2 της εν λόγω
απόφασης ορίζεται ότι το Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., στο οποίο έχει υποβληθεί Μελέτη
Περιβαλλοντικών Eπιπτώσεων (Μ.Π.Ε),
διαβιβάζει αντίγραφό της στο οικείο Νομαρχιακό Συμβούλιο,
μέσα σε δέκα πέντε (15) ημέρες από την υποβολή της. Το Νομαρχιακό Συμβούλιο
φροντίζει για τη δημοσίευση στον τοπικό τύπο ανακοίνωσης και πρόσκλησης των
πολιτών και των φορέων εκπροσώπων τους να λάβουν γνώση της Μ.Π.Ε. και να
διατυπώσουν τις απόψεις των μέσα σε προθεσμία 15 ημερών από της δημοσιεύσεως. Ο
κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να λάβει γνώση του περιεχόμενου της Μ.Π.Ε και να
διατυπώσει εγγράφως τη γνώμη του και τις προτάσεις του προς το Νομαρχιακό
Συμβούλιο. Η όλη ως άνω διαδικασία δημοσιοποίησης και υποβολής απόψεων δεν
μπορεί να υπερβεί τις 30 ημέρες από τότε που το Νομαρχιακό Συμβούλιο παρέλαβε
την Μ.Π.Ε. Στη συνέχεια το Νομαρχιακό Συμβούλιο διαβιβάζει τις διατυπωθείσες
γνώμες και προτάσεις των ενδιαφερόμενων μαζί με σχετική δική του γνωμοδότηση
στο Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ..
Στην προκείμενη
περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, στην ενάγουσα
εταιρεία χορηγήθηκε με την 70006/5-9-1980 απόφαση του Υπουργού Βιομηχανίας και
ενέργειας άδεια σκοπιμότητας για την ίδρυση βυρσοδεψείου και εργαστηρίου
κατασκευής δερματίνων ειδών παραγωγικής ικανότητας 640.000 τετραγωνικών μέτρων
κατεργασμένων δερμάτων, 50.000 τεμαχίων δερματίνων τσαντών και 35.000 τεμαχίων
δερματίνων παλτών. Στη συνέχεια και αφού εγκρίθηκε η μελέτη διαθέσεως αποβλήτων
του βυρσοδεψείου με την ΥΓ 1943 /17-3-1981 απόφαση της Διεύθυνσης Υγιεινής της
Νομαρχίας Ιωαννίνων, καθώς και η μελέτη για την προστασία του περιβάλλοντος με
την 7532/315/10-3-1981 απόφαση του Διευθυντού της IVης Γενικής Διεύθυνσης του
Υπουργείου Βιομηχανίας και Ενεργείας, χορηγήθηκε στην ενάγουσα με την 23036/2691/6-5-1981
απόφαση του αυτού ως άνω Υπουργού, άδεια εγκατάστασης βυρσοδεψείου στην περιοχή
"Σερβιανών" του Δήμου Κόνιτσας του νομού Ιωαννίνων, με προθεσμία
αποπεράτωσης δύο (2) ετών. Η εν λόγω προθεσμία παρατάθηκε στη συνέχεια μέχρι
19-8-1987 με την ΒΜ 1394/Φ.14.70/18-10-1985 απόφαση του Νομάρχη Ιωαννίνων.
Παράλληλα η ενάγουσα, με την ΙΕ/10692/770/11-8-1981 απόφαση του Υπουργού
Συντονισμού (ΦΕΚ 233 τεύχος αναπτυξιακών πράξεων και συμβάσεων) είχε υπαχθεί
στις διατάξεις των επενδυτικών ενισχύσεων του ν. 1116/1981 με αρχικό χρόνο
ολοκλήρωσης της επένδυσης την 1-3-1982, ο οποίος χρόνος στη συνέχεια παρατάθηκε
διαδοχικώς με οριστικό χρόνο διαπίστωσης της ολοκλήρωσης την 2-3-1988, σύμφωνα
με την Γ/14485/ΙΕ-ΟΕ/770/31-8-1988 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας.
Μετά την ολοκλήρωση των κτιριακών και μηχανολογικών εγκαταστάσεων η ενάγουσα με
την από 23-10-1987 αίτησή της προς τη Νομαρχία Ιωαννίνων ζήτησε τη χορήγηση
δοκιμαστικής λειτουργίας του εργοστασίου υποβάλλοντας προς τούτο την
36102/13-7-1987 απόφαση του Υπουργού Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. (Δ/νση Προστασίας
Περιβάλλοντος) με την οποία κρίθηκε ότι η μελέτη για το περιβάλλον καλύπτει τις
απαιτήσεις του π.δ. 1180/1981, καθώς και συμπληρωματική μελέτη του συστήματος
κατεργασίας αποβλήτων, η οποία με το Α5Β/3451/4-8-1987 έγγραφο της αρμόδιας
Διεύθυνσης του Υπουργείου Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων κρίθηκε
ικανοποιητική. Τελικώς, μετά τη
χορήγηση, με την 13026/14-11-1990 απόφαση της Διεύθυνσης Υγείας της Νομαρχίας
Ιωαννίνων, προσωρινής άδειας επεξεργασίας και διάθεσης των αποβλήτων, διάρκειας
έξι (6) μηνών από 14-11-1990, η οποία διάρκεια παρατάθηκε για άλλους έξι μήνες
από 26-11-1991 με την ΥΓ/5390/26-11-1991 όμοια απόφαση και οριστικοποιήθηκε με
την ΥΓ/582/16-6-1992 όμοια απόφαση, χορηγήθηκε στην ενάγουσα, με την ΒΜ 2436/Φ
14.70/14-11-1990 απόφαση του Νομάρχη Ιωαννίνων άδεια λειτουργίας καθώς και
άδεια λειτουργίας πραγματοποιηθείσης μηχανολογικής - κτιριακής επεκτάσεως
βυρσοδεψείου και κατασκευής δερματίνων ειδών διάρκειας πέντε (5) ετών, άδεια η
οποία, μετά τη λήξη της, δεν ανανεώθηκε από τον αρμόδιο, σύμφωνα με τις
διατάξεις του ν. 2218/1994, αιρετό πλέον Νομάρχη της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης
Ιωαννίνων.
Ηδη, οι
ενάγοντες με την κρινόμενη αγωγή τους, όπως αυτή αναπτύσσεται και με το
υπόμνημά τους, ιστορούν ότι, παρά τις προγενέστερες παράνομες πράξεις και
παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου εξαιτίας των οποίων δεν τους είχε
χορηγηθεί η προβλεπόμενη άδεια λειτουργίας του εργοστασίου τους, μετά την
χορήγηση αυτής (διάρκειας 5 ετών) το έτος 1990, δραστηριοποιήθηκε για την
επίτευξη του σκοπού της. Ετσι, σύναψε συμφωνίες συνεργασίας για πώληση δερμάτων
με συναφείς επιχειρήσεις, Ελληνικές και Κυπριακές, όπως με την "Α.Σ. -
Μ.Π. Ο.Ε", "Αφοί Χ. Ο.Ε", "Δ.** Α.Β.Ε.Ε" "B.**
L.Τ.D." κ.τ.λ. (βλέπε σελίδες 17 και 18 της αγωγής). Προς τούτο
προσκομίζονται και επικαλούνται ενδεικτικώς πενήντα (50) περίπου τιμολόγια
πώλησης - δελτία αποστολής προς τις εν λόγω εταιρείες καθώς και διάφορα
εξαγωγικά έγγραφα. Επίσης, ιστορείται, ότι σύναψε συμφωνίες και με μεγάλους
οίκους του εξωτερικού, όπως με την Ιταλική "C.** P.** D.** D.** Ρ.**"
για επεξεργασία 10.000 δερμάτων μηνιαίως ετησίας αξίας 500.000 δολαρίων Η.Π.Α.,
με την Αγγλική "A.** AND CΟ L.Τ.D." για πώληση δερμάτων συνολικής
αξίας 500.000 λιρών Αγγλίας, με την αμερικανική εταιρεία "A.** Τ.** R.**
I.Ν.C." για επεξεργασία και πώληση διαφόρων δερμάτων συνολικής ετήσιας
αξίας 2.980.000 δολαρίων Η.Π.Α. (βλέπε προσκομιζόμενο συμβόλαιο 4267/20-11-1992
σε κείμενο αγγλικό και μεταφρασμένο), με την Αυστραλιανή εταιρεία "E.**
M.** C.** L.** I.** A.** D.** D.**"
για πώληση 500.000 τετρ. ποδών επεξεργασμένων δερμάτων συνολικής ετησίας
αξίας 1.600.000 δολλαρίων Αυστραλίας (βλέπε προσκομιζόμενη Ν.G 8/28-11-1993
παραγγελία σε κείμενο αγγλικό και μετάφραση), καθώς και με διάφορες Ρωσικές
επιχειρήσεις (βλέπε σελίδα 18 αγωγής καθώς και προσκομιζόμενα φωτοαντίγραφα
εφημερίδων "Πρωϊνού Λόγου" της 7-12-1993 "ΕΞΠΡΕΣ" της
10-12-1993 κ.ά.) για πώληση διαφόρων δερμάτων και δερμάτινων ενδυμάτων
συνολικής ετήσιας αξίας 180.000.000 δραχμών. Περαιτέρω, όπως ιστορείται, τα
όργανα του δημοσίου και ιδίως αυτά της Νομαρχίας Ιωαννίνων και μετά την
χορηγηθείσα το έτος 1990 άδεια λειτουργίας συνέχισαν τις παράνομες πράξεις
ενέργειες και παραλείψεις, αρχικώς με την οριζόμενη διαδικασία δημοσιοποίησης
της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΜΠΕ) σύμφωνα με την 75308/5512/1990
κοινή Υπουργική απόφαση, αλλά κυρίως με τη δημόσια δήλωση του Νομάρχη Ιωαννίνων
στις 10-1-1994 στον τοπικό τύπο και τα τοπικά μέσα μαζικής ενημέρωσης ότι
"ανακάλεσε την άδεια διαχείρισης αποβλήτων της εταιρείας των και την άδεια
λειτουργίας του εργοστασίου των, γιατί διαπιστώθηκε ρύπανση περιβάλλοντος και
περαιτέρω υπήρξαν σοβαρές αδυναμίες και παρατυπίες σε ότι αφορά την τήρηση των
όρων της σχετικής άδειας και ότι για λόγους τυπικούς κάλεσε τους εκπροσώπους
της εταιρείας στο γραφείο του να ακούσει τις απόψεις των", ενώ στη
συνέχεια μετά τη λήξη της πενταετίας (14-11-1995) για την οποία είχε χορηγηθεί
η άδεια λειτουργίας δεν του χορηγήθηκε η οριστική άδεια λειτουργίας του
εργοστασίου. Αποτέλεσμα των ως άνω παράνομων ενεργειών των οργάνων του Δημοσίου
και ιδίως των άνω δηλώσεων του Νομάρχη Iωαννίνων ήταν να καταγγελθούν οι
συμβάσεις συνεργασίας με τις διάφορες ως άνω επιχειρήσεις, ότι εξαιτίας των
ψευδών αυτών δηλώσεων βλάφθηκε η εμπιστοσύνη τους προς την ενάγουσα εταιρεία,
να στερηθεί των αναγκαίων οικονομικών πόρων, να αδυνατεί να καταβάλει τις
ληξιπρόθεσμες οφειλές της προς το I.Κ.Α. και Ε.Τ.Β.Α. από την οποία είχε
συνάψει δάνειο και εξαιτίας αυτών στις 18-12-1996 να εκπλειστηριασθεί το
εργοστάσιο και τελικώς να υποστεί την αναφερόμενη πιο πάνω και στην αγωγή της
ζημία. Προς απόδειξη των ισχυρισμών των για τις παράνομες ως άνω πράξεις των
οργάνων του Δημοσίου, οι ενάγοντες προσκομίζουν και επικαλούνται: 1) Την από
28-3-1994 επιστολή της εταιρείας "A.** Τ.** R.** INC" στην οποία
αναφέρεται μεταξύ των άλλων ότι "μετά την ακύρωση της άδειας λειτουργίας
από το κράτος, όπως δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες και την τηλεόραση ακυρώνουμε
το συμβόλαιο 4267". 2) Την από 20-3-1994 επιστολή της Αυστραλιανής
εταιρείας "E.** M.** C.** " στην οποία αναφέρεται μεταξύ των άλλων
ότι "πληροφορηθήκαμε ότι οι Ελληνικές εφημερίδες δημοσίευσαν το γεγονός
ότι η Ελληνική Κυβέρνηση αφαίρεσε την άδεια λειτουργίας της εταιρείας σας και
ότι το εργοστάσιο έχει κλείσει. Κατόπιν τούτου ακυρώνουμε την παραγγελία Ν.G. 8/1993". 3) Φωτοτυπίες
αποκομμάτων διαφόρων εφημερίδων που περιέχονται δηλώσεις και σκέψεις οργάνων
του Δημοσίου. Ειδικότερα: του Ηπειρωτικού Αγώνα α) της 11-1-1994 όπου αναγράφεται
ότι "τις άδειες λειτουργίας της μονάδας εμποτισμού .. και του βυρσοδεψείου
στην Κόνιτσα ανακάλεσε χθες με αποφάσεις του ο Νομάρχης ...", β) της
20-1-1994 όπου αναγράφεται ότι "η αφαίρεση των αδειών λειτουργίας των
ρυπογόνων μονάδων ... και του βυρσοδεψείου της Κόνιτσας ήταν η πρώτη κίνηση του
κ. Κ. (Νομάρχη) που συνάντησε την αποδοχή των πολιτών, ενώ παράλληλα υλοποίησε
και μία από τις προεκλογικές δεσμεύσεις του κυβερνώντος κόμματος ...", του
Πρωϊνού Λόγου της 11-1-1994 όπου αναγράφεται ότι "... επίσης ο Νομάρχης
ανακοίνωσε χθες ότι αποφάσισε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του
εργοστασίου της "Ε.**" στην Κόνιτσα...", των Νέων Αγώνων της
11-1-1994 όπου αναφέρεται ότι "με απόφαση του Νομάρχη Ιωαννίνων η οποία
ανακοινώθηκε χθες, σε συνέντευξη πou έδωσε στους εκπροσώπους των τοπικών μέσων
ενημέρωσης, ανεκλήθη η άδεια λειτουργίας του εργοστασίου της "Ε.**"
.... διότι διαπιστώθηκε ρύπανση του περιβάλλοντος, ενώ υπήρξαν παρατυπίες σε
ότι αφορά την τήρηση των όρων της σχετικής άδειας...", της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ της
24-1-1988 όπου αναγράφεται δήλωση του αναπληρωτή Υπουργού Βιομηχανίας
Παπαναγιώτου ενώπιον πολιτών και φορέων στη Νομαρχία την Παρασκευή 22-1-1988 η
οποία έχει ως εξής "κύριοι, το ξέρετε ότι παράνομα κρατώ και δεν δίνω την
άδεια λειτουργίας του βυρσοδεψείου της Κόνιτσας". 4) Την από 20-6-1990
ερώτηση των Βουλευτών Ιωαννίνων Ε.Γ. και Κ.Π. προς τους Υπουργούς Εθνικής
Οικονομίας και Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας, η οποία κατατέθηκε στη
Βουλή των Ελλήνων την ίδια ημερομηνία (αριθ. πρωτ. 700/20-6-1990) στην οποία,
μεταξύ των άλλων αναφέρεται ότι "... το βυρσοδεψείο "Ε.**" έχει
κατασκευαστεί σε μικρή απόσταση από την πόλη της Κόνιτσας και πλησίον του
ποταμού Αώου. Τα βυρσοδεψεία, όπως είναι γνωστό, είναι από τις πιο ρυπογόνες
βιομηχανίες. Γι' αυτό η προηγούμενη Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, εκτιμώντας τις επιπτώσεις
και τα προβλήματα που θα δημιουργούσε μια ενδεχόμενη λειτουργία του
βυρσοδεψείου αυτού στην περιοχή (επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων, στις
καλλιέργειες και στο περιβάλλον γενικότερα) απεφάσισε να μη χορηγήσει άδεια
λειτουργίας ...". 5) Την 1884/1991 απόφαση μετά των πρακτικών του
Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων, με την οποία κηρύχθηκαν αθώοι οι
αναφερόμενοι σ' αυτή πολίτες κατηγορούμενοι για παράνομη βία κατά συναυτουργία
λόγω αποκλεισμού του εργοστασίου των εναγόντων, από τα πρακτικά της οποίας
προκύπτει ότι οι μάρτυρες υπεράσπισης των κατηγορηθέντων κατέθεσαν, μεταξύ των
άλλων, ο Ε.Γ. ότι "... Σαν κυβέρνηση τότε είχε την απόφαση να μην
λειτουργήσει το εργοστάσιο...", ο Κ.Π., Βουλευτής Ιωαννίνων ότι "...
η υπόθεση του βυρσοδεψείου άρχισε από το 1979 ... Ενας από τους κυριότερους
λόγους που δεν δόθηκε από εμάς η άδεια ήταν η αντίδραση των κατοίκων της
Κόνιτσας...", ο Φ.Φ., Δήμαρχος Ιωαννίνων ότι "... η διαμαρτυρία
ξεκίνησε από 1979 ... Είναι μεγάλο το πρόβλημα και αυτό οφείλεται στην πολιτεία
που δεν έδωσε λύση ...". 6) Διάφορες μετρήσεις παραμέτρων εκροής
βιολογικού καθαρισμού από 1992 έως 1994 από τις οποίες προκύπτει ότι αυτές ήταν
μέσα στα προβλεπόμενα από τις υγειονομικές διατάξεις επιτρεπτά όρια. 7)
επικυρωμένο φωτοαντίγραφο του βιβλίου καταχώρησης αποτελεσμάτων αποβλήτων από
3-2-1992 μέχρι τον Νοέμβριο 1995, σύμφωνα με το οποίο όλα τα αποτελέσματα των
ελέγχων, των ποιοτικών χαρακτηριστικών βρέθηκαν εντός των παραμέτρων. 8)
επικυρωμένο φωτοαντίγραφο του βιβλίου Υγειονομικών Επιθεωρήσεων σύμφωνα με το
οποίο κατά τους υγειονομικούς ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν από 3-2-1992 μέχρι
6-12-1994 δεν διαπιστώθηκαν προβλήματα και παραβάσεις. 9) τις από 16-31992
(αριθ. πρωτ. Φ16/25525/4495) απόψεις του Υπουργείου Βιομηχανίας Ενέργειας και
Τεχνολογίας (υπογραφόμενες από τον Υφυπουργό Βασίλειο Μαντζωρη) προς το
Συμβούλιο της Επικρατείας επί της αιτήσεως ακυρώσεως που είχε ασκήσει ο Δήμος
Κόνιτσας κατά της ΒΜ 2436/Φ14.70/14-11-1990 απόφασης του νομάρχη Ιωαννίνων, με
την οποία είχε χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας του εργοστασίου για πέντε έτη,
σύμφωνα με τις οποίες (απόψεις) τόσο η ως άνω απόφαση, όσο και οι λοιπές
αποφάσεις με τις οποίες είχαν εγκριθεί η διάθεση αποβλήτων και λοιπών
περιβαλλοντικών όρων είναι νόμιμες και αιτιολογημένες. 10) Την 5205/7.11.2001
ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Σ.Σ.-Μ. των μαρτύρων
Δ.Δ. και Σ.Σ., επιχειρηματιών, οι οποίοι καταθέτουν, ο μεν πρώτος ότι κατά τη
χρονική περίοδο 1992-1995 ήταν Πρόεδρος της αμερικανικής εταιρείας "A.**
Τ.** R.** INC", η οποία δραστηριοποιούνταν στην αγορά δέρματος, ότι το
1992 συνεργάτες της στην Ελλάδα υπέδειξαν την Ε.** και αφού διαπίστωσαν μετά
από επίσκεψη ης δυνατότητες του εργοστασίου σύναψαν συμβόλαιο συνεργασίας
(4267/1992) για αγορά δερμάτων συνολικής αξίας 2.980.000 δολαρίων Η.Π.Α, η
οποία όμως συνεργασία διακόπηκε μετά την ενημέρωσή μας από τον συνεργάτη μας
στην Ελλάδα Χ.Γ. ότι ο Νομάρχης Ιωαννίνων στα τέλη Ιανουαρίου 1994 δήλωσε ότι
ανακάλεσε την άδεια διαχείρισης αποβλήτων και την άδεια λειτουργίας της Ε.**,
ενώ ο δεύτερος μάρτυρας ότι είναι γενικός διευθυντής της εταιρείας "Ο.Β.
ΑΕ" η οποία είχε αναλάβει τη μεταφορά δερμάτων από την Ε.** στην ως άνω
αμερικανική εταιρεία, ότι από το 1993 μέχρι τον Μάρτιο του 1994 η μεταφορά
γινόταν κανονικά οπότε και διακόπηκε η συνεργασία των λόγω των δηλώσεων, όπως
πληροφορήθηκε, του Νομάρχη Ιωαννίνων ότι ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας της
Ε.**. 11) Την 539/7.11.2001 ένορκη κατάθεση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αργους
Ορεστικού Καστοριάς Ε.Τ.-Μ. του μάρτυρα Χ.Γ. γουνοποιού, ο οποίος καταθέτει ότι
το 1992 ήταν συνεργάτης και άτυπος αντιπρόσωπος της αμερικανικής εταιρείας
"A.** Τ.** R.** INC" και επαναλαμβάνει τα όσα καταθέτει ο
προαναφερόμενος μάρτυρας Δ.Δ.. 12) Τις 3160/8.11.2001 (αρχική) και
3602/2.4.2002 (συμπληρωματική) ένορκες καταθέσεις ενώπιον του Συμβολαιογράφου
Ιωαννίνων Σ.Π. του μάρτυρα Γ.Α., μηχανολόγου-μηχανικού, ο οποίος καταθέτει ότι
ήταν Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Βιομηχανίας της Νομαρχίας Ιωαννίνων από το
έτος 1980 μέχρι το 2000, ότι το 1990 δόθηκε από τη Νομαρχία άδεια λειτουργίας
για πέντε (5) χρόνια στην Ε.**, ότι ο Νομάρχης ως Προϊστάμενος όλων των
υπηρεσιών της Νομαρχίας είχε το δικαίωμα να υπογράψει τόσο την άδεια
λειτουργίας βιομηχανίας, όσο και την ανάκληση αυτής, ότι το φάκελο της Ε.** τον
είχε ο ίδιος και ότι διάβασε στις εφημερίδες ότι η άδεια της Ε.** ανακλήθηκε
από το Νομάρχη, 13) Την 3603/2-4-2002 ένορκη κατάθεση ενώπιον του
Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων Σ.Π. του μάρτυρα Γ.Κ., ο οποίος καταθέτει ότι
υπηρετούσε στη Διεύθυνση Υγιεινής της Νομαρχίας Ιωαννίνων ως επόπτης δημόσιας
υγείας και ειδικότερα ως υπεύθυνος του γραφείου υγειονομικής μηχανικής πλέον
της εικοσαετίας ότι σύμφωνα με τις σχετικές υγειονομικές διατάξεις υπεύθυνη για
τον έλεγχο και την έγκριση της μελέτης διαθέσεως των αποβλήτων εργοστασίου είναι
η υπηρεσία αυτή, ότι κατά τη διάρκεια της εξάμηνης δοκιμαστικής λειτουργίας του
εργοστασίου της Ε.** έγιναν έλεγχοι από τον ίδιο και τον νομίατρο και όλα τα
αποτελέσματα ήταν μέσα στα όρια που είχαν καθορισθεί με την απόφαση της
υπηρεσίας του, και ότι ο Νομάρχης είχε κάνει δηλώσεις στον τύπο αρχάς του έτους
1994 ότι ανακλήθηκε η άδεια της Ε.**. 14) Την 3604/2.4.2002 ένορκη κατάθεση
ενώπιον του Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων Σ.Π. του μάρτυρα Σ.Κ., ο οποίος καταθέτει
ότι είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Επιμελητηρίου Ιωαννίνων και
πρόεδρος αυτού για πέντε (5) χρόνια, ότι κατάγεται από την Κόνιτσα και γνωρίζει
για την εταιρεία Ε.**, η οποία ξεκίνησε με άριστες προοπτικές, ότι μετά από
ταλαιπωρία δώδεκα (12) ετών κατάφερε να πάρει άδεια λειτουργίας, ότι είχε
συνάψει συμβόλαια συνεργασίας με οίκους του εξωτερικού, ότι διάβασε στις
εφημερίδες αρχές του έτους 1994 ότι ο Νομάρχης δήλωσε ότι ανακάλεσε την άδεια
λειτουργίας της Ε.** και ότι μια τέτοια δήλωση είναι συντριβή για οποιαδήποτε
εταιρεία καθόσον κλονίζει τη φήμη της και την εμπιστοσύνη των πελατών της. 15)
Τις 1642/9.11.2001 και 16770/3.4.2002 ένορκες καταθέσεις ενώπιον της
Συμβολαιογράφου Αθήνας Α.Π.-Κ. των μαρτύρων Α.Ι. και Σ.Β., αντιστοίχως, οι
οποίοι καταθέτουν, ο μεν πρώτος, ότι μέχρι το 1996 ήταν τεχνικός σύμβουλος του
συνδέσμου βυρσοδεψών Ελλάδας, ότι η περίοδος του έτους 1994 ήταν πολύ καλή για
την αγορά του δέρματος, ότι η Ε.** μετά τις σχετικές άδειες που έλαβε από τη
Διοίκηση είχε τη δυνατότητα μετά από τρία χρόνια να καθιερωθεί στην αγορά και σήμερα
να ήταν η δεύτερη μεγάλη επιχείρηση παραγωγής δερμάτων στην Ελλάδα, ότι διάβασε
στις εφημερίδες ότι ο Νομάρχης Ιωαννίνων τον Ιανουάριο 1994 δήλωσε ότι η Ε.**
ρυπαίνει και ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας της και ότι μία τέτοια δήλωση
σημαίνει και το τέλος της επιχείρησης, ενώ ο δεύτερος μάρτυρας ότι είναι
χημικός μηχανικός με μεταπτυχιακές σπουδές στον σχεδιασμό και προστασία του
περιβάλλοντος, ότι αυτός εκπόνησε τις μελέτες κατεργασίας των αποβλήτων της
Ε.**, ότι σύμφωνα με τις εκθέσεις των αρμοδίων υπηρεσιών το σύστημα
λειτουργούσε πολύ καλά χωρίς προβλήματα και ρύπανση, ότι η πλειονότητα των
βιοτεχνών βυρσοδεψίας δεν είχαν άδεια διάθεσης αποβλήτων και με έκπληξη έμαθε
ότι ο Νομάρχης δήλωσε τον Ιανουάριο 1994 ότι ανακάλεσε την άδεια λόγω ρύπανσης
του περιβάλλοντος γεγονός το οποίο δεν είχε σχέση με την πραγματικότητα.
Οι εναγόμενοι με
τα υπομνήματά τους, όπως αυτά συμπληρώθηκαν με τις αντίστοιχες προσθήκες -
αντικρούσεις, προβάλλουν, κατ' αρχήν το μεν Ελληνικό Δημόσιο ότι δεν
νομιμοποιείται παθητικώς, καθόσον και στην περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί ότι
υπάρχει παράνομη πράξη ή παράλειψη του μετακλητού Νομάρχη από την άσκηση των
αρμοδιοτήτων του στην νομαρχιακή υπηρεσία της Διεύθυνσης Βιομηχανίας, μετά την
κατάργηση των Νομαρχιών και την ίδρυση των ν.π.δ.δ. με τον τίτλο
"Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση" σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2218/1994,
στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του Δημοσίου που προήλθαν από την άσκηση των
αρμοδιοτήτων των καταργουμένων υπηρεσιών υπεισήλθε αυτοδικαίως η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση
και η οποία νομιμοποιείται παθητικώς κατ' άρθρο 39 παρ. 2 του ν. 2218/1994.
Ενώ, η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων ισχυρίζεται ότι δεν νομιμοποιείται
παθητικώς, καθόσον, αυτή απέκτησε νομική προσωπικότητα, σύμφωνα με τις
διατάξεις του ν. 2218/1994, όπως ισχύει, από 1ης Ιανουαρίου 1995 και εφεξής,
χρονικό σημείο κατά το οποίο οι οποιεσδήποτε αποδιδόμενες τυχόν παράνομες
πράξεις είχαν συντελεστεί από όργανα του Ελληνικού Δημοσίου.
Ομως, από της
ισχύος των διατάξεων του ν. 2218/1994 "Ιδρυση Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης
κ.λ.π. " (ΦΕΚ 90 Α) οι
νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις έχουν συσταθεί και λειτουργούν ως δεύτερη βαθμίδα
τοπικής αυτοδιοίκησης και ως αυτοδιοικούμενα κατά τόπο νομικά πρόσωπα δημοσίου
δικαίου, ενώ πριν από την ισχύ του νόμου αυτού οι νομαρχίες λειτουργούσαν,
σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3200/1955 και του ν.δ. 532/1970 ως
Περιφερειακές αποκεντρωμένες δημόσιες υπηρεσίες με επικεφαλής τους οικείους
Νομάρχες, οι οποίοι ενεργούσαν ως όργανα του νομικού προσώπου του Κράτους.
Περαιτέρω, με το άρθρο 20 παρ. 1 περ. β' του ν. 2344/1995 "Οργάνωση
Πολιτικής Προστασίας και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ 212 Α), το οποίο
αντικατέστησε το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 39 του ν.
2218/1994, ορίζεται ότι, από τις καταργήσεως των δημοσίων πολιτικών υπηρεσιών
που συγκροτούν τη νομαρχία, οι νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις υπεισέρχονται
αυτοδικαίως σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του Δημοσίου που προήλθαν
από την άσκηση των αρμοδιοτήτων των καταργούμενων υπηρεσιών. Εκκρεμείς σχετικές
δίκες συνεχίζονται και μετά τη δημοσίευση του οργανισμού εσωτερικής υπηρεσίας
των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων από το Δημόσιο μέχρι την αμετάκλητη περάτωσή
τους. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με την αρχή της δικαιολογημένης
εμπιστοσύνης, που απορρέει από την αρχή του Κράτους δικαίου, συνάγεται ότι η
Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της
Νομαρχίας που καταργήθηκε και γενικότερα του Δημοσίου, που προήλθαν από νόμιμες
πράξεις των οργάνων του κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και όχι από παράνομες
πράξεις και παραλείψεις αυτών. Και τούτο γιατί, η αρχή της αστικής ευθύνης του
Δημοσίου , αποτελεί στοιχείο του Κράτους δικαίου και της αρχής της νομιμότητας
και θεμελιώνεται στις Συνταγματικές αρχές της αναλογικής ισότητας των βαρών
(άρθρο 4 παρ. 5), της ισότητας των πολιτών (άρθρο 4 παρ. 1) και της αλληλεγγύης
(άρθρο 25 παρ. 4), καθώς και του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της
Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των
θεμελιωδών ελευθεριών (EΣΔΑ) που κυρώθηκε (μαζί με τη σύμβαση) με το ν.δ.
53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των
κοινών νόμων ισχύ. Επομένως, κάθε ρύθμιση που καθιστά ανενεργό ή που περιορίζει
υπερμέτρως το καθεστώς της αστικής ευθύνης ή που μεταθέτει εκ των υστέρων την
αδικοπρακτική του ευθύνη σε άλλο πρόσωπο, προσκρούει στις πιο πάνω αναφερόμενες
διατάξεις και καθίσταται ανενεργός
(πρβλ. Α.Π. 40/1998 Ολομ., Εφ.Πατ. 637/1988) καθώς και συγγράμματα "Αστική
ευθύνη του Δημοσίου" έκδοσης 19861 του καθηγητή Προκόπη Παυλόπουλου,
"Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο", έκδοσης 2000, του καθηγητή Αναστ. Τάχου
και εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου" έκδοσης 2001, του καθηγητή Επαμεινώνδα
Σπηλιωτόπουλου). Ενόψει αυτών, εφόσον οι αποδιδόμενες παράνομες πράξεις στο
Νομάρχη, που εκπροσωπούσε το Ελληνικό Δημόσιο, ανάγονται, κατ' αρχήν, στον
Ιανουάριο του έτους 1994, νομιμοποιείται παθητικώς στην παρούσα δίκη το
Ελληνικό Δημόσιο (πρβλ. σχετ. ΣΤΕ 905/1999 και Δ.Εφ.Αθ. 2409/2000) σε ΔιΔικ
2001) σελ. 1073). Συνεπώς, ο πιο πάνω ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου πρέπει
να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος. Περαιτέρω, ενόψει του ότι με την κρινόμενη
αγωγή προβάλλεται ότι από παράνομη παράλειψη των οργάνων της Νομαρχιακής
Αυτοδιοίκησης Ιωαννίνων δεν χορηγήθηκε στις 14.11.1995 στην ενάγουσα εταιρεία η
οριστική άδεια λειτουργίας του εργοστασίου της, νομιμοποιείται παθητικώς στην
παρούσα δίκη και η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων. Συνεπώς, ο πιο πάνω
ισχυρισμός της πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος.
Εξάλλου, το
Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει ότι και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί η ως άνω δήλωση του
Νομάρχη παράνομη πράξη, δεν στοιχειοθετείται ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου για
αποζημίωση των εναγόντων, καθόσον η δήλωση αυτή αποτελεί προσωπικό πταίσμα του
Νομάρχη, ο οποίος ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων,
δεδομένου ότι ο Νομάρχης δεν είχε αρμοδιότητα για ανάκληση της άδειας
λειτουργίας του εργοστασίου, αλλά αυτή ανήκε αποκλειστικά και μόνο στον
Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Βιομηχανίας της Νομαρχίας. Ομως, ο ισχυρισμός αυτός,
ανεξαρτήτως του ότι είναι αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως αφού
δεν επικαλείται βάσει ποίας διάταξης και κανονιστικής πράξης είχε ορισθεί
αποκλειστικά αρμόδιος για τη χορήγηση και ανάκληση βιομηχανικών αδειών ο
Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Βιομηχανίας της Νομαρχίας, πρέπει να απορριφθεί ως
νόμω αβάσιμος. Και τούτο γιατί, σύμφωνα με τις διατάξεις περί ιδρύσεως και
χορηγήσεως αδειών λειτουργίας βιομηχανιών κ.τ.λ. που παρατέθηκαν στη μείζονα
σκέψη σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3200/195, η αρμοδιότητα
χορήγησης αδειών λειτουργίας βιομηχανιών καθώς και η ανάκληση αυτών που ανήκε
αρχικώς στον Yπουργό Βιομηχανίας μεταβιβάστηκε αποκλειστικά και μόνο στον
οικείο Νομάρχη, χωρίς να προβλέπεται περαιτέρω μεταβίβαση σε άλλο πρόσωπο. Στη
συνέχεια και κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 7 του ν. 3200/1955, ο
Νομάρχης Ιωαννίνων με την Ε.Σ. 7488/2-4-1985 κανονιστική του πράξη μεταβίβασε
την εξουσία υπογραφής των σχετικών ως άνω αποφάσεων "Με εντολή
Νομάρχη". Ομως, οι πράξεις αυτές και μετά τη μεταβίβαση της εξουσίας για
υπογραφή από άλλο πρόσωπο, εξακολουθούν πάντοτε να θεωρούνται κατά νόμο ως
νομαρχιακές πράξεις και δεν κωλύεται ο Νομάρχης να ασκήσει οποιαδήποτε
αρμοδιότητα έστω και αν για αυτή έχει ήδη παράσχει εξουσιοδότηση για υπογραφή
των σχετικών πράξεων στο καθ' ύλη αρμόδιο περιφερειακό όργανο.
Επίσης, το
Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει ότι δεν στοιχειοθετείται ευθύνη των οργάνων του για
τη μη ανανέωση της άδειας λειτουργίας του εργοστασίου, αλλά η ευθύνη ανήκει
στην ίδια την εταιρεία. Ειδικότερα προβάλλει ότι εφόσον οι ενάγοντες
ισχυρίζονται ότι μαζί με την αίτησή της το έτος 1995 για ανανέωση της άδειας
λειτουργίας του εργοστασίου είχαν υποβάλει όλα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά
και δεν του είχε χορηγηθεί η άδεια είχαν τη δυνατότητα μετά την παρέλευση της
προθεσμίας του ενός μηνός να προβούν στην έναρξη λειτουργίας του εργοστασίου,
σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 και 7 του αν. ν. 207/1967, πράγμα το οποίο δεν
έπραξαν. Ομως, η μηνιαία προθεσμία που προβλέπεται από τις εν λόγω διατάξεις
έχει ενδεικτικό χαρακτήρα και συνεπώς, δεν αποκλείεται κατά το νόμο να εκδοθεί
η απόφαση του αρμόδιου οργάνου και μετά τη συμπλήρωση της παραπάνω προθεσμίας,
είτε με αυτή χορηγείται η άδεια που ζητήθηκε είτε απορρίπτεται το αίτημα (ΣτΕ
2579/2000). Συνεπώς, οι ενάγοντες δεν φέρουν ευθύνη για μη συνέχιση της
λειτουργίας του εργοστασίου με αβέβαιο αποτέλεσμα ως προς τη χορήγηση ή μη της
άδειας λειτουργίας και τα αντίθετα προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Περαιτέρω, προβάλλει ότι οι ενάγοντες, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του ν.
1650/1986 και της 69269/5387/1990 κοινής υπουργικής απόφασης, υπέβαλαν στο
Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ στις 8-9-1993 μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΜΠΕ) για την
έγκριση της από τον αρμόδιο Υπουργό, ότι η εν λόγω μελέτη διαβιβάσθηκε στη
Νομαρχία Ιωαννίνων με το 13647/1.10.1993 έγγραφο του Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ για
δημοσιοποίηση κατ' εφαρμογή της 75308/5512/1990 κοινής υπουργικής απόφασης, ότι
στις 18.10.1993 δημοσιεύθηκε στον τοπικό τύπο πρόσκληση για υποβολή απόψεων από
τους τοπικούς φορείς, ότι με την 7695/22.11.1993 απόφαση του Νομάρχη συστάθηκε
επιτροπή με σκοπό τον έλεγχο της πληρότητας των στοιχείων της μελέτης, η οποία
επιτροπή συνέταξε το από 29-11-1993 πρακτικό με το οποίο διαπιστώθηκαν διάφορες
ελλείψεις της μελέτης και το οποίο πρακτικό διαβιβάσθηκε στο γραφείο του
Νομάρχη με το 8135/9-12-1993 έγγραφο του τμήματος Πολεοδομίας της Νομαρχίας και
στο Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. με το 7574/9.12.1993 έγγραφο της ίδιας ως άνω υπηρεσίας και ότι
οι ενάγοντες ουδέποτε συμπλήρωσαν τις αναφερόμενες στο ως άνω πρακτικό
ελλείψεις, καθώς και δεν προσκόμισαν πιστοποιητικό και μελέτη πυρασφάλειας.
Ομως, εφόσον σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 4 του ν.
1650/1986 αρμόδιος για την έγκριση και την επιβολή πρόσθετων προϋποθέσεων της
μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας
και Δημοσίων Εργων (παρ. 2β), ότι η έγκριση γίνεται μέσα σε αποκλειστική
προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την υποβολή των δικαιολογητικών και στην
περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές δεν απαντήσουν θεωρείται ότι η μελέτη και τα δικαιολογητικά
έχουν εγκριθεί (παρ. 9 και 11), ότι σύμφωνα με την 75308/5512/1990 κοινή
υπουργική απόφαση η διαδικασία δημοσιοποίησης και υποβολή απόψεων και προτάσεων
δεν μπορεί να υπερβεί τις τριάντα (30) ημέρες από τότε που το Νομαρχιακό
Συμβούλιο παρέλαβε την Μ.Π.Ε. και λαμβάνοντας υπόψη ότι, όπως προκύπτει από τα
προσκομιζόμενα στη δικογραφία στοιχεία, οι ενάγοντες υπέβαλαν στο Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ.
αίτηση με τα σχετικά δικαιολογητικά για έγκριση Μ.Π.Ε. του εργοστασίου των η
οποία έλαβε τον αριθμό πρωτοκόλλου 13647/8.9.1993, ότι η προθεσμία των εξήντα
ημερών συμπληρώθηκε στις 8.11.1993 χωρίς οι αρμόδιες υπηρεσίες να απαντήσουν,
ότι η μεν Νομαρχία Ιωαννίνων παρέλαβε την ως άνω Μ.Π.Ε. στις 13-10-1993 και
στην οποία πρωτοκολλήθηκε το σχετικό έγγραφο με αριθμό 6780, ενώ το Νομαρχιακό
Συμβούλιο στις 15.10.1993, και στο οποίο πρωτοκολλήθηκε το σχετικό έγγραφο με
αριθμό 135, ότι η προθεσμία των 30 ημερών συμπληρώθηκε στις 15-11-1993, ότι οι
έστω και εκπρόθεσμες απόψεις και προτάσεις των φορέων διαβιβάσθηκαν στο
Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ στις 9-12-1993, και ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν
προκύπτει ότι ο αρμόδιος για την έγκριση της εν λόγω μελέτης Υπουργός έθεσε,
έστω και μετά την παρέλευσης της οριζόμενης ως άνω προθεσμίας των 60 ημερών
πρόσθετους όρους για συμπλήρωση της μελέτης αυτής, και η οποία μελέτη μαζί με
τα σχετικά δικαιολογητικά θεωρείται, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις ότι έχουν
εγκριθεί, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται ευθύνη σε βάρος των
εναγόντων, αλλά αντίθετα των οργάνων του Δημοσίου για ενέργεια πράξεων και
παραλείψεων κατά παράβαση των ως άνω διατάξεων. Συνεπώς, ο ως άνω ισχυρισμός
πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Επίσης ουσία αβάσιμος είναι ο
ισχυρισμός ότι οι ενάγοντες δεν προσκόμισαν μελέτη και πιστοποιητικό
πυρασφάλειας, καθόσον όπως προκύπτει από την ΒΜ 2436/Φ 14.70/14-11-1990 απόφαση
του νομάρχη Ιωαννίνων με την οποία είχε χορηγηθεί άδεια λειτουργίας του
εργοστασίου για 5 έτη, οι ενάγοντες είχαν προσκομίσει τον ειδικό κανονισμό
πυρασφάλειας με αριθμό 265 Β/4/1990 της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Ιωαννίνων,
επικυρωμένο αντίγραφο του οποίου προσκομίζεται ήδη και στο Δικαστήριο.
Ακόμη, το
Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει ότι δεν στοιχειοθετείται ευθύνη των οργάνων του
Δημοσίου, καθόσον η έκδοση οποιωνδήποτε αδειών σκοπιμότητας, εγκατάστασης
κ.τ.λ., δεν συνιστά και δέσμευση της διοίκησης για την έκδοση της τελικής
άδειας λειτουργίας βιομηχανίας. Ομως, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί
ως νόμω αβάσιμος. Και τούτο γιατί, σύμφωνα με τις προναναφερόμενες διατάξεις
στη μείζονα σκέψη περί χορηγήσεως αδειών λειτουργίας βιομηχανιών, σε συνδυασμό
με τις διατάξεις των άρθρων 5 (παρ. 1), 17 και 25 (παρ. 1)του Συντάγματος
1975/1986 περί δικαιώματος συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας, της
προστασίας της ιδιοκτησίας και τη διασφάλιση της ανεμπόδιστης άσκησης των
δικαιωμάτων αυτών, καθώς και την αρχή του Κράτους δικαίου, μετά την έκδοση της
σχετικής άδειας σκοπιμότητας και εφόσον πληρούνται όλες οι οριζόμενες από τις
εν λόγω διατάξεις προϋποθέσεις η χορήγηση της άδειας λειτουργίας είναι
δεσμευτική για τη διοίκηση. Στην αντίθετη περίπτωση, δηλαδή η χορήγηση της
άδειας να εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης, τότε ο
διοικούμενος θα υποβάλλεται σε έξοδα ίδρυσης και εγκατάστασης εργοστασίου με
αβέβαιο μέλλον κατά παράβαση των ως άνω Συνταγματικών διατάξεων.
Περαιτέρω, το
Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει ότι η κρινόμενη αγωγή είναι απαράδεκτη σύμφωνα με το
άρθρο 76 του Κ.Δ.Δ., καθόσον οι ενάγοντες είχαν ασκήσει στο παρελθόν δύο ακόμη αγωγές
με το αυτό αντικείμενο. Ομως, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως ουσία
αβάσιμος. Και τούτο γιατί, ανεξαρτήτως από οτιδήποτε άλλο, η μεν από 19.2.1993
αγωγή, η οποία είχε κατατεθεί ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου
Αθήνας και παραπέμφθηκε με τη 14828/1995 απόφασή του στο Διοικητικό Πρωτοδικείο
Ιωαννίνων, θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε, καθόσον οι ενάγοντες κατά τη συζήτηση
της αγωγής στη δικάσιμο του Δικαστηρίου της 16ης Ιουνίου 1998 παραιτήθηκαν από
το δικόγραφο της αγωγής (βλέπε σχετικά πρακτικά της εν λόγω συνεδρίασης), ενώ η
επικαλούμενη αγωγή επί της οποίας έχει εκδοθεί η 3548/1989 απόφασή του
Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (στοιχεία τα οποία δεν προσκομίζονται) δεν
μπορεί να θεωρηθεί ως πρώτη αγωγή σύμφωνα με το άρθρο 76 του Κ.Δ.Δ. Καθόσον
αυτή δεν έχει ασκηθεί κατά την ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων δικαιοδοσία
και διαδικασία.
Εξάλλου, το
Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει ότι το δικόγραφο της αγωγής είναι απορριπτέο ως
αόριστο. Ομως ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Και τούτο
γιατί, το δικόγραφο της αγωγής περιέχει, σύμφωνα με το άρθρο 73 του Κ.Δ.Δ. την
αποδιδόμενη στα όργανα του Δημοσίου παράνομη πράξη, σαφή έκθεση των πραγματικών
περιστατικών, όπως αυτά αναφέρονται πιο πάνω, που θεμελιώνουν κατά νόμο την αξίωση,
καθώς και σαφώς καθορισμένο αίτημα, το οποίο αναλύεται στη ζημία, όπως
ισχυρίζονται ότι υπέστησαν. Ειδικότερα αναλύεται η πραγματική ζημία που
υπέστησαν οι ενάγοντες, καθώς και τα διαφυγόντα κέρδη τα οποία προσδοκούσαν
κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων με συνεκτίμηση των σχετικών δαπανών (ΑΠ
1409/1998, 1580/1992).
Επίσης, το
Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει ότι η αξίωση των εναγόντων έχει υποκύψει στην
πενταετή παραγραφή των άρθρων 91 (παρ. 1) και 93 του ν.δ. 321/1969, καθόσον
μετά το έτος 1994 δεν έχει γεννηθεί καμία αξίωση, αλλά αντιθέτως όπως προκύπτει
από τις ως άνω δύο προηγούμενες αγωγές των, αυτή είχε γεννηθεί πριν από το έτος
1990, χωρίς η αξίωση να αναγεννάται κάθε φορά που επιζήμιες συνέπειες
παράγονται στο μέλλον. Σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 321/1969, οι οποίες
έχουν εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση, ορίζουν, στο μεν άρθρο 91 παρ. 1, ότι
ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου, είναι πέντε (5)
ετών, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξή δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος
παραγραφής, ενώ στο άρθρο 93 ότι, η παραγραφή αρχίζει από το τέλος του
οικονομικού έτους, κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η
δικαστική αυτής επιδίωξη. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, η
αξίωση προς αποζημίωση γεννιέται όχι από την επέλευση του ζημιογόνου
αποτελέσματος, αλλά ευθύς μόλις εκδηλωθεί ο επιζήμιος χαρακτήρας της παράνομης
συμπεριφοράς του οργάνου (Α.Π. 178/1996, 709/1979). Όμως, όπως προκύπτει από τα
στοιχεία της δικογραφίας, οι οποιεσδήποτε επιζήμιες συνέπειες από τις
επικαλούμενες στις προγενέστερες αγωγές παράνομες πράξεις των οργάνων της
Διοίκησης κατά τα έτη 1982 -1988 έπαυσαν να παράγονται μετά την κατά το έτος
1990 χορήγηση της άδειας λειτουργίας του εργοστασίου με τη ΒΜ 2436/Φ
14.70/14-11-1990 απόφαση του Νομάρχη Ιωαννίνων, και η οποιαδήποτε παράνομη
πράξη των οργάνων της Διοίκησης μετά τη χορήγηση της άδειας είναι ανεξάρτητη
και αυτοτελής από τις προγενέστερες και γεννά από την αρχή αξίωση για
αποζημίωση από την εκδήλωση των επιζήμιων συνεπειών αυτής. Συνεπώς, εφόσον
σύμφωνα με την αγωγή ο επιζήμιος χαρακτήρας της αποδιδόμενης παράνομης
συμπεριφοράς του Νομάρχη Ιωαννίνων εκδηλώθηκε το έτος 1994, στο έτος αυτό
γεννήθηκε και η αιτούμενη αξίωση για αποζημίωση, η παραγραφή της οποίας άρχισε,
σύμφωνα με τα πιο πάνω, από 1ης Ιανουαρίου 1995 και τα πέντε έτη αυτής
συμπληρώνονται στις 31-12-1999. Επομένως, εφόσον η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε
στις 30-12-1999 (με αριθμό πράξης κατάθεσης 402/30-12-1999), η αιτούμενη αξίωση
για αποζημίωση δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή, και ο παραπάνω ισχυρισμός του
Ελληνικού Δημοσίου πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.
Τέλος, το
Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει ότι η εξέταση των μαρτύρων εκτός της έδρας του
Δικαστηρίου δεν είναι νόμιμη και οι σχετικές καταθέσεις δεν μπορούν να ληφθούν
υπόψη από το Δικαστήριο. Ομως, ο
ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος. Και τούτο γιατί,
σύμφωνα με το άρθρο 185 παρ. 1 του ν. 2717/1999 (Κ.Δ.Δ.) οι μαρτυρικές
καταθέσεις τις οποίες προσάγουν οι διάδικοι προαποδεικτικώς λαμβάνονται ενόρκως
ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της
κατοικίας του μάρτυρα. Συνεπώς, εφόσον οι προσκομιζόμενες μαρτυρικές καταθέσεις
έχουν ληφθεί ενόρκως ενώπιον συμβολαιογράφου της κατοικίας των μαρτύρων, έχουν
δε τηρηθεί και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, είναι νόμιμες και λαμβάνονται
υπόψη από το Δικαστήριο.
Ενόψει όλων
αυτών και λαμβάνοντας υπόψη, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας
καθώς και τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία ελευθέρως εκτιμώνται,
ότι: 1) στους ενάγοντες χορηγήθηκε με τη ΒΜ 2436/Φ. 14.70/14-11-1990 και μετά
από την τήρηση των οριζόμενων από τις προαναφερόμενες διατάξεις όρων και
προϋποθέσεων, άδεια λειτουργίας καθώς και άδεια λειτουργίας πραγματοποιηθείσης
μηχανολογικής - κτιριακής επεκτάσεως βυρσοδεψείου και κατασκευής δερματίνων
ειδών διάρκειας πέντε (5) ετών, 2) μετά τη χορήγηση της άδειας αυτής
δραστηριοποιήθηκε στην παραγωγική διαδικασία των προϊόντων της, σκοπό για τον
οποίο σύναψε τις σχετικές συμφωνίες συνεργασίας με διάφορες συναφείς
επιχειρήσεις της ημεδαπής και αλλοδαπής, 3) κατά τη διάρκεια της λειτουργίας
της από το 1992 έως 1995 και βάσει των σχετικών ελέγχων των αρμόδιων υπηρεσιών
δεν διαπιστώθηκαν παραβάσεις στη λειτουργία και της ρύπανσης του περιβάλλοντος,
γεγονός το οποίο άλλωστε δεν αμφισβητείται από το Ελληνικό Δημόσιο και ούτε
προσκομίζεται σχετική απόφαση επιβολής κυρώσεων για ρύπανση, 4) ο Νομάρχης
Ιωαννίνων, ως όργανο του Ελληνικού Δημοσίου και μέσα στον κύκλο των υπηρεσιακών
του καθηκόντων και της αρμοδιότητας για χορήγηση και ανάκληση αδειών
λειτουργίας βιομηχανιών κ.τ.λ., τον Ιανουάριο του έτους 1994 δήλωσε ενώπιον των
εκπροσώπων των τοπικών εφημερίδων και μέσων μαζικής ενημέρωσης ότι ανακάλεσε
την άδεια λειτουργίας της "Ε.**" γιατί ρυπαίνει το περιβάλλον, γεγονός
το οποίο δεν ήταν αληθές, 5) μετά την ως άνω δήλωσή οι πελάτες της ενάγουσας
διέκοψαν την συνεργασία των με αυτή, με αποτέλεσμα μετά τη διαρροή της
πελατείας της να διακόψει την επαγγελματική της δραστηριότητα, το Δικαστήριο
κρίνει ότι υπάρχει πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην παραπάνω παράνομη
δήλωση - συμπεριφορά του Νομάρχη Ιωαννίνων και της ζημίας που έχει υποστεί η
ενάγουσα εταιρεία και συνεπώς το Ελληνικό Δημόσιο ευθύνεται γι' αυτή.
Περαιτέρω,
λαμβάνοντας υπόψη τα γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, ότι μετά την ως άνω
δήλωση - παράνομη συμπεριφορά του Νομάρχη Ιωαννίνων οι πελάτες της ενάγουσας
εταιρείας διέκοψαν την συνεργασία των με αυτή, με αποτέλεσμα μετά τη διαρροή
της πελατείας να διακόψει την επαγγελματική της δραστηριότητα και να αδυνατεί
να εξοφλήσει τις οικονομικές της υποχρεώσεις, ότι εξαιτίας του γεγονότος αυτού
κινήθηκε η διαδικασία του αναγκαστικού πλειστηριασμού και εκδόθηκε το
16679/1994 πρόγραμμα δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού του Συμβολαιογράφου
Κόνιτσας Ι.Π. για πλειστηριασμό του εργοστασίου - βυρσοδεψείου της ενάγουσας το
οποίο και τελικώς εκπλειστηριάσθηκε στις 18-12-1996, το Δικαστήριο κρίνει ότι η
ως άνω παράνομη συμπεριφορά του Νομάρχη Ιωαννίνων επέφερε τις επιζήμιες
συνέπειες στην ενάγουσα και η όλη ζημία είχε ήδη συντελεστεί κατά το χρόνο
(14-11-1995) κατά τον οποίο εκδηλώθηκε η άρνηση των οργάνων της Νομαρχιακής
Αυτοδιοίκησής Ιωαννίνων για τη χορήγηση στην ενάγουσα της οριστικής άδειας
λειτουργίας του εργοστασίου της. Επομένως, η αξίωση προς αποζημίωση γεννήθηκε
στην προκείμενη περίπτωση από την επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος της
παράνομης δήλωσης - συμπεριφοράς του Νομάρχη Ιωαννίνων (Α.Π. 4/1988 Ολομ.,
178/1996, 709/1979). Συνεπώς, το Ελληνικό Δημόσιο ευθύνεται αποκλειστικά και
μόνο για τη ζημία που έχει υποστεί η ενάγουσα και όχι η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση
Ιωαννίνων, κατά παραδοχή του πιο πάνω ισχυρισμού της ότι αυτή δεν ευθύνεται για
τη ζημία της ενάγουσας. Επομένως η κρινόμενη αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται
κατά της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη,
Ως προς το ύψος
της ζημίας, οι ενάγοντες με την κρινόμενη αγωγή τους προβάλλουν ότι από τις ως
άνω παράνομες ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου και την εξαιτίας αυτών διακοπή
της λειτουργίας του εργοστασίου υπέστησαν πραγματική ζημία (θετική) που αφορά
σε ληξιπρόθεσμες και απαιτητές υποχρεώσεις προς την Ελληνική Τράπεζα
Βιομηχανικής Ανάπτυξης Α.Ε. (Ε.Τ.Β.Α. ΑΕ) συνολικού ποσού 5.000.000.000 δραχμών
καθώς και σε βεβαιωμένες ληξιπρόθεσμες και απαιτητές υποχρεώσεις προς το Ιδρυμα
Κοινωνικών Ασφαλίσεων (I.Κ.Α.) συνολικού ποσού 23.053.902 δραχμών. Ειδικότερα
για μεν το πρώτο ποσό προβάλλουν ότι μετά τη χορήγηση σ' αυτούς της άδειας
σκοπιμότητας για την ίδρυση του βυρσοδεψείου, πέραν των ιδικών των κεφαλαίων
έλαβαν και δάνειο από την προαναφερόμενη Τράπεζα (Ε.Τ.Β.Α. Α.Ε.) συνολικού
ποσού 170.000.000 δραχμών, ότι λόγω της μακροχρόνιας αναγκαστικής και
ανυπαίτιας αδράνειάς των, το ποσό αυτό έφθασε στο ύψος των 1.313.446.448
δραχμών, οφειλές οι οποίες ρυθμίστηκαν με συμφέροντες για αυτούς όρους με το
από 14-6-1993 ιδιωτικό συμφωνητικό το οποίο επικυρώθηκε με την 159/1993 απόφαση
του Εφετείου Ιωαννίνων κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 44 του ν.
1892/1990 και 5 του ν. 1386/1983, ότι μετά την καταγγελία της συνεργασίας από
τους μεγαλύτερους πελάτες της, εξαιτίας των παράνομων πράξεων και παραλείψεων
των οργάνων του Δημοσίου, δεν μπορούσε να καταβάλει τις συμφωνημένες δόσεις
προς αποπληρωμή του δανείου με αποτέλεσμα η "ΕΤΒΑ ΑΕ" να καταγγείλει
τη συμφωνία που είχε επιτευχθεί, να αναβιώσουν οι παλαιές οφειλές των εντόκως
από 17.10.1994, οι οποίες στις 3.11.1994 ανέρχονταν σε 2.195.887.187 δραχμές,
ότι για την αιτία αυτή όλες οι εγκαταστάσεις του εργοστασίου μετά των ακινήτων
αυτού εκπλειστηριάσθηκαν στις 18-12-1996 και ότι τέλος κατά το χρόνο κατάθεσης
της αγωγής οι συνολικές της οφειλές προς την "ΕΤΒΑ ΑΕ",
υπολογιζόμενες με μέσο όρο επιτοκίου 25% ανέρχονται στο προαναφερόμενο και
αιτούμενο ποσό των 5.000.000.000 δραχμών. Εξάλλου, για το δεύτερο ποσό (οφειλές
προς το ΙΚΑ) οι ενάγοντες προβάλλουν ότι για την ίδια ως άνω αιτία, λόγω της
διακοπής της λειτουργίας του εργοστασίου δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να
καταβάλλουν τις οφειλές τους προς το ΙΚΑ και ειδικότερα αυτές που γεννήθηκαν το
δεύτερο εξάμηνο του έτους 1993 και κατά τα έτη 1994 και 1995. Ετσι, βεβαιώθηκαν
σε βάρος της εταιρείας από το ΙΚΑ συνολικό ποσό 30.971.083 δραχμών, ότι μετά
τον πλειστηριασμό του εργοστασίου το ΙΚΑ κατατάχθηκε προνομιακά σύμφωνα με τον
179123/16-5-1997 πίνακα κατάταξης μόνο για ποσό 7.917.161 δραχμών και συνεπώς
εξακολουθούν να οφείλουν προς το ΙΚΑ το ποσό των 23.053.902 δραχμών. Προς
απόδειξη του ισχυρισμού των αυτού οι ενάγοντες προσκομίζουν και επικαλούνται,
μεταξύ των άλλων: 1) τα σχετικά δανειστικά συμβόλαια με την "ΕΤΒΑ
ΑΕ", 2) το από 14-1-1993 ιδιωτικό συμφωνητικό ρύθμισης οφειλών μεταξύ
αυτών και της ΕΤΒΑ ΑΕ, καθώς και την 159/1993 απόφαση του Εφετείου Ιωαννίνων με
την οποία επικυρώθηκε το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό, 3) την από 3-11-1994
επιταγή προς πληρωμή εντόκως από 17.10.1994 μέχρι εξοφλήσεως του οφειλόμενου
ποσού των 2.195.887.187 δραχμών, 4) την 17.684/18-12-1996 έκθεση αναγκαστικού
πλειστηριασμού του όλου ακινήτου του εργοστασίου της εταιρείας, 5) τις
294/9-1-1996 και 268/27-3-1997 εκθέσεις αποβολής και εγκατάστασης βάσει των
οποίων οι ενάγοντες αποβλήθηκαν από το ακίνητο και τις εγκαταστάσεις του
βυρσοδεψείου 6) την από 20-12-1996 αναγγελία της "ΕΤΒΑ ΑΕ" προς τον
υπάλληλο του πλειστηριασμού βάσει της οποίας αναγγέλθηκε για χρέη της ενάγουσας
εταιρείας προς αυτή ποσού 3.787.280.676 δραχμών, 7) την από 2-1-1997 αναγγελία
του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Ιωαννίνων προς τον υπάλληλο του πλειστηριασμού για
οφειλές της ενάγουσας εταιρείας προς αυτό ποσού 30.971.083 δραχμών. Αντίθετα,
το Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει ότι η ενάγουσα εταιρεία υπήρξε αποκλειστικά
υπαίτια των ζημιών της, αλλιώς συνυπαίτια, καθόσον κατέφυγε σε υψηλό για την
εποχή δανεισμό, χωρίς να έχει εξασφαλίσει τις διοικητικές άδειες οι οποίες
είναι απαραίτητες. Ομως, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ενάγουσα εταιρεία προέβη στο
δανεισμό μετά τη χορήγηση σ' αυτή της άδειας (70006/5-9-1980 υπουργική απόφαση)
σκοπιμότητας για την ίδρυση βυρσοδεψείου, ότι αυτή κρίθηκε βιώσιμη και υπάχθηκε
στις επενδυτικές ενισχύσεις του ν. 1116/1981, ότι κατά τα διδάγματα της κοινής
πείρας ο δανεισμός γίνεται πριν από την οριστική άδεια λειτουργίας προκειμένου
να γίνει η κτιριακή και μηχανολογική εγκατάσταση, ότι όπως προκύπτει από τις ΒΜ
1394/Φ.14.70/18-10-1985 απόφαση του Νομάρχη Ιωαννίνων και
Γ/14485/ΙΕ-ΟΕ/770/31-8-1988 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, η καθυστέρηση
αποπεράτωσης των εγκαταστάσεων δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα της ενάγουσας, ότι
μετά τη χορήγηση το έτος 1990 της άδειας λειτουργίας του εργοστασίου η ενάγουσα
προέβη σε ρύθμιση των οφειλών της από το δανεισμό, η οποία ρύθμιση κρίθηκε
συμφέρουσα για την ενάγουσα με την 159/1993 απόφαση του Εφετείου Ιωαννίνων, ότι
η ρύθμιση αυτή καταγγέλθηκε μετά τη διακοπή λειτουργίας του εργοστασίου
εξαιτίας των δηλώσεων του Νομάρχη το έτος 1994 ότι δηλαδή ανακλήθηκε η άδεια
λειτουργίας του εργοστασίου της ενάγουσας, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ενάγουσα
δεν ευθύνεται για τη ζημία αυτή και συνεπώς ο ισχυρισμός αυτός του Ελληνικού
Δημοσίου πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Περαιτέρω, ενόψει του ότι το
ύψος της ζημίας αυτής δεν αμφισβητείται με ειδικότερους λόγους και στοιχεία από
το Ελληνικό Δημόσιο, κρίνει ότι η ενάγουσα έχει υποστεί την ως άνω θετική ζημία
ύψους 5.023.053.902 δραχμών και ήδη 14.741.170,66 ευρώ, η οποία και οφείλεται
στην προαναφερόμενη παράνομη δήλωση το έτος 1994 του Νομάρχη Ιωαννίνων περί
δήθεν ανακλήσεως της άδειας και της συνεπεία αυτής διακοπής της λειτουργίας του
εργοστασίου, κατά παραδοχή ως βασίμου του πιο πάνω λόγου της αγωγής.
Περαιτέρω, οι ενάγοντες προβάλλουν ότι πέρα από την πραγματική τους ως άνω ζημία έχουν υποστεί από την ίδια παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του δημοσίου και ζημία από διαφυγόντα κέρδη (αποθετική ζημία) τα οποία θα αποκέρδαιναν σε ποσό ετησίως 896.000.000 δραχμών και επί 30 έτη (λαμβανομένου υπόψη ότι η διάρκεια λειτουργίας ήταν 50 έτη με δυνατότητα παράτασης) και συνολικά το ποσό των 26.070.000.000 δραχμών. Ειδικότερα, προβάλλουν, όπως τούτο αναλυτικά περιγράφεται στις σελίδες από 110 έως 122 της αγωγής, ότι σύμφωνα με τις προδιαγραφές του εργοστασίου και την οικονομοτεχνική μελέτη που εκπόνησε η εταιρεία και είχε εγκριθεί κατ' επανάληψη από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης της Ε.Ο.Κ. η βιομηχανία είχε τη δυνατότητα κατεργασίας 800.000 τεμαχίων δερμάτων ετησίως από αρνιά, πρόβατα και κατσίκια χρησιμοποιώντας τη δυναμικότητα μιας οκτάωρης βάρδιας κάθε μέρα και για την οποία βάρδια απαιτούνται 52 άτομα εργατοτεχνικού προσωπικού, πλέον του λοιπού προσωπικού για τη στελέχωση του λογιστηρίου, πώλησης προϊόντων κλπ., δηλαδή συνολικά 70 εργαζόμενοι ημερομίσθιοι και μισθωτοί. Οτι, η απόδοσή κάθε ακατέργαστου δέρματος, μετά την αφαίρεση της προβλεπόμενης φύρας. είναι 0,60 τ.μ. έτοιμου κατεργασμένου δέρματος κατά μέσο όρο, η μέση τιμή αγοράς κάθε ακατέργαστου δέρματος είναι 1.000 δραχμές, ενώ η τιμή πώλησης των κατεργασμένων δερμάτων είναι τουλάχιστον 5.000 δραχμές ανά τετραγωνικό μέτρο και η δαπάνη για τις βοηθητικές ύλες ανέρχονται σε 800 δραχμές για κάθε τετραγωνικό μέτρο κατεργασμένου δέρματος. Οτι, οι δαπάνες για μεν τα βιομηχανικά έξοδα υπολογίζοντας σε ποσοστό 12% επί της συνολικής αξίας των υπό προμήθεια πρώτων και βοηθητικών υλών, για δε τη διοίκηση και την πώληση προϊόντων σε ποσοστό 4% επί του συνολικού ποσού των πωλήσεων (ετησίου τζίρου), για τις απρόβλεπτες δαπάνες σε ποσοστό 2% επί του συνολικού ποσού των πωλήσεων εκάστου έτους και ότι οι χρηματοοικονομικές της δαπάνες (δάνεια, κίνηση κεφαλαίου κτλ.) ανέρχονται σε 144.000.000 δραχμές ετησίως περίπου. Επίσης προβάλλεται ότι για την κατασκευή ενός παλτού απαιτούνται 4 τ.μ δέρματος αξίας 5.000 δραχμών ανά τετραγωνικό μέτρο και βοηθητικές ύλες (φόδρες, κουμπιά κτλ.) αξίας 3.000 δραχμών, ενώ για την κατασκευή μίας δερμάτινης τσάντας απαιτούνται 0,60 τ.μ. δέρματος αξίας 5.000 δραχμών ανά τετραγωνικό μέτρο και βοηθητικές ύλες αξίας 2.000 δραχμών, και ότι η δυναμικότητα του μηχανολογικού εξοπλισμού του ραφείου με την χρησιμοποίηση μιας βάρδιας 60 εργαζόμενων αποδίδει ετησίως 15.000 τεμαχίων παλτών και 15.000 τεμαχίων τσαντών, ενώ οι δαπάνες διαθέσεων και συσκευασίας των προϊόντων του ραφείου είναι περίπου 2% επί του συνόλου των πωλήσεων. Και τέλος, προβάλλεται ότι η εταιρεία θα είχε ένα πρόσθετο έσοδο από την πώληση του μαλλιού των δερμάτων στην ακατέργαστη μορφή, καθόσον το κάθε δέρμα αποδίδει τουλάχιστον 0,5 κιλά ακατέργαστου μαλλιού με συνολική ετήσια απόδοση από την κατεργασία των 800.000 δερμάτων 400.000 κιλών μαλλιού (800.000 Χ 0,5), ενώ η συνήθης τιμή του μαλλιού είναι 200 δραχμές το κιλό. Ετσι, με βάση τα δεδομένα αυτά, προβάλλεται ότι η ετήσια οικονομική απόδοση του εργοστασίου θα ανερχόταν: Α') από με την εκμετάλλευση του βυρσοδεψείου: ακαθάριστα έσοδα ποσού 2.400.000.000 δραχμών (δηλαδή ακατέργαστα δέρματα 800.000 επί 0,60 τ.μ. το καθένα, απόδοση 480.000 τ.μ. φινιρισμένα έτοιμα δέρματα επί 5.000 δραχμές η αξία ανά τετραγωνικό μέτρο), ετήσια έξοδα βυρσοδεψείου ποσού 1.886.000.000 (δηλαδή αγορά πρώτων υλών 800.000.000 δραχμών, αγορά βοηθητικών υλών 384.000.000 δραχμών, αμοιβές προσωπικού 214.000.000 δραχμών, γενικά βιομηχανικά έξοδα 144.000.000 δραχμών, απρόβλεπτες δαπάνες 48.000.000 δραχμών, δαπάνες διοίκησης και διάθεσης 96.000.000 δραχμών, χρηματοοικονομικές δαπάνες 144.000.000 δραχμών και φόροι περίπου 60.000.000 δραχμών) και καθαρά κέρδη ποσού 514.000.000 δραχμών. Β') από την εκμετάλλευση του ραφείου: ακαθάριστα έσοδα ποσού 900.000.000 δραχμών (δηλαδή από την πώληση δερματίνων παλτών 15.000 τεμαχίων επί αξία 50.000 δραχμών το καθένα, έσοδα 750.000.000 και από την πώληση δερματίνων τσαντών 15.000 τεμαχίων επί αξία 10.000 δραχμές την κάθε μία, έσοδα 150.000.000 δραχμών), ετήσια έξοδα από μεν την παραγωγή παλτών ποσού 550.000.000 δραχμών (δηλαδή πρώτων υλών 300.000.000 δραχμών, βοηθητικών υλών 45.000.000 δραχμών, δαπάνες προσωπικού 180.000.000 δραχμών και δαπάνες συσκευασίας και διάθεσης 25.000.000 δραχμών), από δε την παραγωγή τσαντών ποσού 75.000.000 δραχμών (δηλαδή πρώτων υλών 45.000.000 δραχμών και βοηθητικών υλών 30.000.000 δραχμών) και καθαρά κέρδη ποσού 215.000.000 δραχμών και Γ') από τη διάθεση του υποπροϊόντος μαλλιού ποσού 80.000.000 δραχμών (δηλαδή 400.000 κιλά μαλλιού επί 200 δραχμές ανά κιλό), και συνολικά τα καθαρά κέρδη στο ποσό των 869.000.000 δραχμών (δηλαδή. 514.000.000 + 275.000.000 + 80.000.000). Προς απόδειξη των ως άνω προβαλλόμενων οι ενάγοντες προσκομίζουν και επικαλούνται: 1) τις 3161/8.11.2001 (αρχική) και 3605/2-4-2002 (συμπληρωματική) ένορκες καταθέσεις ενώπιον του Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων Σ.Π. του μάρτυρα Κ.Δ., οικονομολόγου, ο οποίος, μεταξύ των άλλων, καταθέτει ότι αυτό το 1981 ήταν λογιστής της ενάγουσας εταιρείας, ότι εφόσον οι συμβάσεις που η ενάγουσα είχε συνάψει με τις αμερικανικές και αυστραλιανές εταιρείες θα είχαν τουλάχιστον διάρκεια πέντε (5) ετών, τα κέρδη της επιχείρησης από τις συμβάσεις αυτές αρκούσαν να εξοφληθούν οι απαιτήσεις προς την "ΕΤΒΑ ΑΕ" και το ΙΚΑ, και ότι έχει συντάξει την από μηνός Μαρτίου 2002 διαγνωστική μελέτη προσδιορισμού των οικονομικών αποτελεσμάτων από τη λειτουργία της εταιρείας Η.** Β.** "Ε.** Α.Ε." κατά την περίοδο 1993-2023, το περιεχόμενο της οποίας αναγνωρίζει και επιβεβαιώνει. 2) Την από Μάρτιο 2002 ως άνω διαγνωστική μελέτη του προαναφερόμενου μάρτυρα Κ.Δ. όπου αναλύονται και προσδιορίζονται κατά τρόπο λεπτομερή και βάσει της λογιστικής επιστήμης τα προβλεπόμενα οικονομικά αποτελέσματα της ενάγουσας εταιρείας κατά την περίοδο 1994-2023 (όπως παραγωγική δυναμικότητα και δραστηριότητα, πρόγραμμα παραγωγής και πώλησης, έσοδα πωλήσεων, δαπάνες εκμεταλλεύσεως και γενικώς διάφορες άλλες δαπάνες, και προσδιορισμό μεικτών και καθαρών κερδών) και τα οποία προσδιορίζονται στο συνολικό ποσό των 28.000.000.000 δραχμών. 3) Το 2695/24-10-2001 έγγραφο του ΕΛΚΕΔΕ στο οποίο αναφέρονται αναλυτικώς οι κατά την περίοδο 1990-1995 ποσότητες
και αξίες παραγωγής ακατέργαστων δερμάτων από τον Ελλαδικό
χώρο, εισαγωγών δερματίνων ειδών και δερματίνων ενδυμάτων. Ειδικότερα, στο εν
λόγω έγγραφο αναφέρεται ότι οι μονάδες κατεργασίας δέρματος που λειτουργούσαν
στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1990-1995 ανέρχονται σε 158-150, ότι οι ποσότητες
των ακατέργαστων δερμάτων (βοοειδών, αιγοειδών, προβατοειδών και χοιρινών) που
παράχθηκαν στον Ελλαδικό χώρο κατά την περίοδο 1990-1995 ανήλθαν συνολικά σε
90.784.700 τεμάχια, ότι οι ποσότητες των ακατέργαστων δερμάτων που είχαν
εξαχθεί από την Ελλάδα την περίοδο 1990-1995 ανήλθαν συνολικά, των μεν βοοειδών
σε 6.040 τόννους αξίας 2.118.801.000 δραχμών, ενώ των αιγοειδών και
προβατοειδών σε 26.289.000 τεμάχια αξίας 26.594.913.000 δραχμών, ότι οι
εισαγωγές κατεργασμένων δερμάτων στον Ελλαδικό χώρο την περίοδο 1990-1995
ανήλθαν συνολικά των μεν βοοειδών σε 6.259.000 τ.μ. επανωδέρματος αξίας
21.499.802 δραχμών και σε 2.515 τόννους σολοδέρματος αξίας 4.411.316 δραχμών,
ενώ των αιγοειδών και προβατοειδών σε 3.654.000 τ. μ. αξίας 5.836.216 δραχμές
και ότι οι εισαγωγές δερματίνων ειδών και δερματίνων ενδυμάτων κατά την περίοδο
1990-1995 ανήλθαν σε 19.362 τόννους αξίας 73.415.669.000 δραχμών, και 4)
δημοσιευμένους ισολογισμούς της ανώνυμης βυρσοδεψικής εταιρείας με την επωνυμία
"Αφοί Τ. και Λ.Κ. Α.Β.Ε." των χρήσεων 1994, 1995, 1996 και 1997 βάσει
των οποίων τα καθαρά κέρδη της εν λόγω εταιρείας για τις αντίστοιχες χρήσεις
ανέρχονται σε 168.241.676, 197.029.684, 306.618.602 και 68.732.432 δραχμές.
Σημειωτέον ότι η εν λόγω εταιρεία διατηρούσε μόνο κλάδο επεξεργασίας και όχι
κλάδους του Ραφείου και αξιοποίησης υποπροϊόντων όπως η ενάγουσα. Αντίθετα, το
Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει ότι δεν αποδεικνύεται το μέγεθος των κονδυλίων,
καθώς και το γεγονός ότι υπάρχει σχέση αιτίου και αιτιατού. Όμως, ο ισχυρισμός
αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο γιατί, σύμφωνα με τις
διατάξεις και σκέψεις που παρατέθηκαν στη μείζονα σκέψη, όταν πρόκειται για
διαφυγόν κέρδος δεν απαιτείται πλήρης απόδειξη, αλλά αρκεί η κατά συνήθη πορεία
των πραγμάτων πιθανολόγηση της προσδοκίας του κέρδους (ΣτΕ 4913/1998, Α.Π.
1409/1998), ενώ το Ελληνικό Δημόσιο δεν προβάλλει ειδικότερους λόγους και
στοιχεία βάσει των οποίων να πιθανολογείται προσδοκία μικρότερου ή καθόλου
κέρδους. Περαιτέρω, στην ζημία που αποκαθίσταται, σύμφωνα με τις διατάξεις που
παρατέθηκαν στη μείζονα σκέψη, περιλαμβάνεται τόσο η άμεση, όσο και η έμμεση
ζημία. Αμεση ή πρωτογενής ζημία είναι εκείνη που προκαλείται απευθείας από το
γεγονός που ιδρύει την ευθύνη του οργάνου. Τέτοια ζημία και μάλιστα
ανεπανόρθωτη, αποτελεί, όπως στην προκείμενη περίπτωση, η διαρροή πελατείας και
η συνεπεία αυτής διακοπή της επαγγελματικής δραστηριότητας, η οποία προκαλείται
από το ζημιογόνο γεγονός. Εμμεση ή δευτερογενής ζημία είναι εκείνη η οποία δεν
προκλήθηκε απευθείας από το γεγονός που ίδρυσε την ευθύνη του οργάνου, αλλά
προκλήθηκε από άλλη ζημιογόνο αιτία η οποία όμως τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη
συνάφεια με το αρχικό γεγονός (Εφ.Αθ. 6275/1985, 3419/1986, 37449/1990 κ.ά).
Τέτοια έμμεση ή δευτερογενής ζημία αποτελεί και η καταστροφή ή η απώλεια
(πραγματική ή νομική) του πράγματος, που οφείλεται στην εκπλειστηρίαση αυτού
και η οποία προκλήθηκε λόγω της αδυναμίας πληρωμής χρεών συνεπεία της διαρροής
πελατείας και της διακοπής της άσκησης δραστηριότητας, που προκάλεσε το αρχικό
ζημιογόνο γεγονός. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει διακοπή αιτιώδους συνδέσμου,
καθόσον η απώλεια του εργοστασίου ναι μεν μπορεί να συνετέλεσε στη διατήρηση
της ζημίας, δεν παύει όμως το αρχικό (απώλεια πελατείας, απώλεια άδειας,
διακοπή λειτουργίας) να λογίζεται ότι τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το
αποτέλεσμα, όταν είναι δυνατόν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας να κριθεί ως
πρόσφορο για το αποτέλεσμα το οποίο συνέβηκε (πρβλ. Α.Π. 854/1974, 151/1978
κ.ά.). Όμως, όπως έχει ήδη κριθεί και σε προηγούμενες πιο πάνω σκέψεις η
παράνομη δήλωση - συμπεριφορά του Νομάρχη Ιωαννίνων το έτος 1994 είχε ως
αποτέλεσμα τη διαρροή της πελατείας της ενάγουσας εταιρείας και τη συνεπεία
αυτής αδυναμία πληρωμής των χρεών με αποτέλεσμα την απώλεια λόγω
εκπλειστηριασμού του εργοστασίου, συνεπώς, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το
γεγονός αυτό τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια και με την αιτούμενη ζημία των
διαφυγόντων κερδών.
Ενόψει όλων
αυτών και λαμβάνοντας υπόψη, όπως προκύπτει από τα έγγραφα στοιχεία της
δικογραφίας καθώς και από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία
ελευθέρως εκτιμώνται, ότι η ενάγουσα εταιρεία είχε κατ' επανάληψη κριθεί
βιώσιμη, την παραγωγική ικανότητα του εργοστασίου, τα προπαρασκευαστικά μέτρα
που είχαν ληφθεί τόσο πριν, όσο και μετά από τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας
του εργοστασίου και ιδίως αυτά της αποφυγής ρύπανσης του περιβάλλοντος, τις
προαναφερόμενες συμφωνίες συνεργασίας με συναφείς ελληνικές και αλλοδαπές
εταιρείες και ιδίως αυτές των αμερικανικών και αυστραλιανών εταιρειών, την
πιθανή οικονομική πορεία της ενάγουσας όπως αυτή αναπτύσσεται ιδίως με την
προαναφερόμενη διαγνωστική μελέτη του μάρτυρα Κ.Δ., καθώς και τα λοιπά στοιχεία
της δικογραφίας, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ενάγουσα εταιρεία από το έτος 1994
και για τα επόμενα τουλάχιστον τριάντα (30) έτη λειτουργίας της κατά τη συνήθη
πορεία των πραγμάτων θα πραγματοποιούσε καθαρά κέρδη, ενόψει του ότι το ύψος
αυτών δεν αμφισβητείται από το Ελληνικό Δημόσιο με ειδικότερους λόγους και
στοιχεία, ποσού 26.070.000.000 δραχμών και ήδη ποσού 76.507.703,59 ευρώ, και το
οποίο ποσό ζημιώθηκε η ενάγουσα εξαιτίας της ως άνω παράνομης συμπεριφοράς των
οργάνων του Δημοσίου. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ο παραπάνω λόγος της
αγωγής.
Εξάλλου, η
ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία προβάλλει ότι από τις προαναφερόμενες πράξεις και
παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου έχει πληγεί ανεπανόρθωτα η εμπιστοσύνη της
πελατείας της ως προς τις συνθήκες λειτουργίας του εργοστασίου της με
αποτέλεσμα τη διαρροή της πελατείας της και την απώλεια των περιουσιακών της
στοιχείων και για το λόγο αυτό ζήτά να της επιδικαστεί το ποσό των 500.000.000
δραχμών, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που έχει υποστεί. Επειδή,
κατά
την έννοια του άρθρου 932 Α.Κ. στα πρόσωπα που δικαιούνται
να ζητήσουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης περιλαμβάνονται και τα
νομικά πρόσωπα (δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου) τα οποία υφίστανται προσβολή της
προσωπικότητάς των, αναφερόμενη στο όνομα, την τιμή, την πίστη, τη φήμη, το
επάγγελμα, το μέλλον κτλ. αυτών (Α.Π. 1082/1989, 1198/1987, 488/1983 κ.ά.).
Ενόψει αυτών και λαμβάνοντας υπόψη, όπως τούτο κρίθηκε σε προηγούμενες σκέψεις,
ότι μετά την παράνομη - δήλωση συμπεριφορά του Νομάρχη Ιωαννίνων ότι ανακάλεσε
την άδεια λειτουργίας γιατί ρυπαίνει το περιβάλλον υπήρξε διακοπή των
συνεργασιών που είχε συνάψει η ενάγουσα με συναφείς επιχειρήσεις με αποτέλεσμα
τη διαρροή πελατών και τη διακοπή της λειτουργίας, το Δικαστήριο κρίνει ότι η
ενάγουσα έχει υποστεί πράγματι ηθική βλάβη και επομένως πρέπει να επιδικασθεί
σ' αυτή ως χρηματική ικανοποίησή το ποσό των 50.000.000 δραχμών και ήδη το ποσό
των 146.735,14 ευρώ, το οποίο ύστερα από την εκτίμηση των πραγματικών
περιστατικών, του βαθμού του πταίσματος του υποχρέου, του είδους της προσβολής
που έχει υποστεί η ενάγουσα εταιρεία, κρίνεται δίκαιο και εύλογο, κατά την εν
μέρει παραδοχή ως βασίμου του λόγου αυτού της αγωγής.
Επίσης, ο
δεύτερος των εναγόντων Ο.Κ. προβάλλει ότι έχοντας την ιδιότητα του Προέδρου και
του Διευθύνοντος Συμβούλου της πρώτης ενάγουσας, ασκήθηκαν σε βάρος του
ποινικές και διοικητικές διώξεις για τις οφειλόμενες από την ενάγουσα εταιρεία
προς το ΙΚΑ ασφαλιστικές εισφορές με αποτέλεσμα να υποστεί ψυχική οδύνη,
στεναχώρια και ταλαιπωρία και ζήτά να του επιδικαστεί το ποσό των 20.000.000
δραχμών, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, Προς απόδειξη του
ισχυρισμού του αυτού προσκομίζει και επικαλείται: 1) αντίγραφα των πρακτικών
και των αποφάσεων 2042, 2043, 2044 και 2045 του έτους 1999 του Τριμελούς
Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων με τις οποίες έγιναν δεκτές εφέσεις που άσκησε ο
ίδιος κατά των 6020, 6022, 6021, του 1998 και 1221/1996 αποφάσεων του
Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων και κηρύχθηκε αθώος ελλείψει δόλου. Με
τις ως άνω αποφάσεις του Μονομελούς Δικαστηρίου ο ενάγων είχε καταδικασθεί κατ'
εφαρμογή του α.ν. 86/1967 σε ποινή φυλάκισής αντιστοίχως 15, 12, 15 και 3 μηνών
για μη καταβολή προς το ΙΚΑ από την ενάγουσα εταιρεία οφειλόμενων ασφαλιστικών
εισφορών. 2) αντίγραφο της 16/1998 απόφασης του Προέδρου του Διοικητικού
Πρωτοδικείου Ιωαννίνων με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του διευθυντή του
υποκαταστήματος ΙΚΑ Ιωαννίνων για προσωπική κράτηση του ενάγοντος λόγω
ληξιπρόθεσμων οφειλών της ενάγουσας εταιρείας. Ενόψει αυτών και λαμβάνοντας
υπόψη τα παραπάνω προσκομιζόμενα στοιχεία, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων
από την ως άνω αιτία υπέστη πράγματι ηθική βλάβη η οποία τελεί σε άμεση αιτιώδη
συνάφεια με τις πιο πάνω παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του
δημοσίου. Επομένως, πρέπει να επιδικαστεί σ' αυτόν ως χρηματική ικανοποίηση το
ποσό των 5.000.000 δραχμών, και ήδη το ποσό των 14.673,51 ευρώ, το οποίο μετά
τη στάθμευση των κατά νόμο στοιχείων (άρθρο 932 Α.Κ.) κρίνεται δίκαιο και
εύλογο, κατά την εν μέρει παραδοχή ως βασίμου του λόγου αυτού της αγωγής.
Τέλος, η
ενάγουσα εταιρεία ζητά να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η παρούσα απόφαση κατά
το καταψηφιστικό της αγωγής ποσό των 100.000.000 δραχμών, προβάλλοντας ότι η
καθυστέρηση πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης μετά την έκδοση αμετάκλητης
απόφασης επί της κρινόμενης υπόθεσης, θα της προξενήσει σημαντική και
ανεπανόρθωτη βλάβη, καθόσον λόγω των οφειλών της προς το ΙΚΑ αδυνατεί να λάβει
ασφαλιστική ενημερότητα με όλα τα συνεπαγόμενα επακόλουθα, καθώς επίσης για τη
δημοσίευση ισολογισμών, την τήρηση λογισμικών βιβλίων κ.τ.λ. Επιβαρύνεται
ετησίως πλέον των 2.000.000 δραχμών, χωρίς προς τούτο να έχει έσοδα. Σύμφωνα με
τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 80 του ν. 2717/1999 (Κ.Δ.Δ.), το
πρωτοβάθμιο δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αίτηση του διαδίκου, να κηρύξει την
απόφασή του εν όλω ή εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή αν συντρέχουν εξαιρετικοί
λόγοι που συνηγορούν προς τούτο ή αν η επιβράδυνση της εκτέλεσης θα επιφέρει
ανεπανόρθωτη βλάβη στο διάδικο που νίκησε. Ενόψει αυτών και λαμβάνοντας υπόψη τους
προβαλλόμενους πιο πάνω λόγους, το Δικαστήριο κρίνει ότι η επιβράδυνση της
εκτέλεσης της παρούσας απόφασης θα επιφέρει πράγματι ανεπανόρθωτη βλάβη στην
ενάγουσα, καθόσον στερείται ήδη εσόδων για τις ανάγκες ύπαρξής της ως νομικού
προσώπου και πρέπει να διαταχθεί η προσωρινή εκτέλεση της παρούσας απόφασης για
ποσό 100.000.000 δραχμών και ήδη για ποσό 293.470,29 ευρώ, κατά παραδοχή ως
βασίμου του λόγου αυτού της αγωγής.
Κατ' ακολουθία,
πρέπει η κρινόμενη αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται κατά του Ελληνικού
Δημοσίου, να γίνει εν μέρει δεκτή και αφενός να καταδικαστεί το εναγόμενο
Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλλει στην ενάγουσα εταιρεία 'Ε.**" και κατά το
καταψηφιστικό της αίτημα, το ποσό των 293.470,29 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από
την επίδοση της κρινόμενης αγωγής, και αφετέρου να αναγνωρισθεί ότι το
εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να καταβάλλει, κατά το αναγνωριστικό αίτημα
της αγωγής, στη μεν ενάγουσα εταιρεία "Ε.**" το ποσό των
91.102.139,10 ευρώ, στον δε ενάγοντα Ο.K. το ποσό των 14.673,51 ευρώ, ενώ το
αίτημα των εναγόντων να τους καταβληθούν τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο, πρέπει
να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμο. Και τούτο γιατί, σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ. 3
του Κ.Δ.Δ., ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε
αναγνωριστικό συνιστά μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, η οποία
έτσι θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε ως προς το καταψηφιστικό αίτημα, με αποτέλεσμα
να εκλείπουν όλες οι δικονομικές συνέπειες του αιτήματος στο οποίο αφορά η
παραίτηση, όπως είναι η τοκοδοσία και η υποχρέωση καταβολής του νόμιμου
δικαστικού ενσήμου (Α.Π. 7/2000, 6/1997 Ολομ., 27/1992, 1589/1979). Επίσης,
πρέπει να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή η παρούσα απόφαση για το ποσό των
293.470,29 ευρώ. Τέλος τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των
διαδίκων, σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ. 1 του ν. 2717/1999 (Κ.Δ.Δ.).
Με τις σκέψεις
αυτές
Απορρίπτει την
αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με
την επωνυμία "Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων".
Δέχεται εν μέρει
την αγωγή και κατά το μέρος που στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου.
Καταδικάζει το
Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλλει στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Η.**
Β.** - Ε.** Α.Ε." το ποσό των διακοσίων ενενήντα τριών χιλιάδων
τετρακοσίων εβδομήντα ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (293.470,29), νομιμοτόκως
από την επίδοση της αγωγής.
Αναγνωρίζει ότι το Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να καταβάλλει: 1) στην αυτή ως άνω εταιρεία "Η.** Β.** - Ε.** Α.Ε." πέρα του προηγούμενου ποσού και ποσό ενενήντα ενός εκατομμυρίων εκατόν δύο χιλιάδων εκατόν τριάντα εννέα ευρώ και δέκα λεπτών (91.102.139,10), 2) στον Ο.Κ. το ποσό των δέκα τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (14.673,51).
Κηρύσσει
προσωρινώς εκτελεστή την παρούσα απόφαση για το ποσό των διακοσίων ενενήντα
τριών χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (293.470,29).
Συμψηφίζει τα
δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Η διάσκεψη του
Δικαστηρίου έγινε στα Ιωάννινα στις 8 Οκτωβρίου 2002 και η απόφαση δημοσιεύθηκε
στο ακροατήριό του κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2002.