ΤΔΠρΑθ 3275/2002
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σύνταξη γήρατος ΙΚΑ - Προσαύξηση σύνταξης για σύζυγο και τέκνο - Αρχή
προστασίας γάμου και οικογένειας - Αρχή ισότητας -.
Οι διατάξεις του άρθρου 29 παρ. 3 του Α.Ν. 1846/1951, κατά το μέρος που
απαγορεύουν την προσαύξηση της συντάξεως για μεν την σύζυγο, όταν αυτή ασκεί
επάγγελμα ή είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή Ν.Π.Δ.Δ. ή του
Δημοσίου, για δε τα τέκνα, όταν λαμβάνει γι' αυτά προσαύξηση ο έτερος των
συζύγων εάν είναι συνταξιούχος, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 και 21
του Συντάγματος και συνεπώς είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Κατόπιν τούτου
το ποσό της συντάξεως προσαυξάνεται για μεν τη σύζυγο, αδιακρίτως του αν ασκεί
επάγγελμα ή αν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή Ν.Π.Δ.Δ. ή του
Δημοσίου, για δε τα τέκνα, αδιακρίτως του αν λαμβάνει γι' αυτό προσαύξηση ο
έτερος των συζύγων.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του,
στις 12.3.2001, με δικαστές τις Ελένη Τσαλακούδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ.,
Ελένη Δημοπούλου, Μαρία Παπαχαραλάμπους-Δασκαλάκη (εισηγήτρια), Πρωτοδίκες
Δ.Δ., και γραμματέα την Ευφροσύνη Σακκά, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την αγωγή με χρονολογία
29.9.1999.
του Ε.Π., κατοίκου Αθήνας (οδός Δ. αριθμός
...), ο οποίος παραστάθηκε μαζί με τον πληρεξούσιο του δικηγόρο Δημήτριο
Μπαλτζόγλου (Αριστείδου 5, Αθήνα),
κατά του Ν.Π.Δ.Δ. "ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ
ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ (Ι.Κ.Α.)", το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Διοικητή του και
παραστάθηκε με τη Δικαστική Αντιπρόσωπο του Νομικού Συμβουλίου του κράτους
Σταυρούλα Θεοδωρακοπούλου.
Κατά τη συζήτηση, οι διάδικοι ανέπτυξαν
τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε
διάσκεψη.
Η κρίση του είναι η εξής :
Επειδή, με την υπό κρίση αγωγή, για τη
συζήτηση της οποίας καταβλήθηκε το προσήκον δικαστικό ένσημο (βλ. προσαγόμενα
τα 379402, 446903, 4469094 και 417620 έντυπα γραμμάτια δικαστικού ενσήμου,
καθώς και τα 404098 γραμμάτια του Ταμείου Νομικών), ο ενάγων, συνταξιούχος λόγω
γήρατος του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ), ως ασφαλισμένος, κατά την
έννοια του άρθρου 2 του α.ν. 1846/1951, ζητά παραδεκτώς να υποχρεωθεί τούτο
(ΙΚΑ) να καταβάλεις σ' αυτόν, νομιμοτόκως, το συνολικό ποσό των 2322010
δραχμών, ως προσαύξηση της συντάξεως, για τη σύζυγο του αφενός, για τη χρονική
περίοδο από 1.5.1994 έως 30.6.1999 και για το τέκνο του αφετέρου, για τη
χρονική περίοδο από 1.5.1994 έως 31.12.1997.
Επειδή, στο άρθρο 29 παρ. 3 του α.ν.
1846/1951, όπως αντικαταστάθηκε και συμπληρώθηκε από το άρθρο 5 παρ. 3 και 4
του ν. 825/1978, ορίζεται ότι: "Το ποσόν της συντάξεως λόγω αναπηρίας η
γήρατος προσαυξάνεται δια την σύζυγο και το ποσόν ενός και ημίσεως του εκάστοτε
ισχύοντος ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτου εφ' όσον δεν ασκεί επάγγελμα ή δεν
είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού η Ν.Π.Δ.Δ. ή του Δημοσίου. Καθ'
εκάστην εφεξής αύξησιν του κατωτάτου ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτου ο
ανακαθορισμός της ως άνω προσαυξήσεως, χωρεί από της ημέρας ανακαθορισμού των
συντάξεων κατά τα διατάξεις του άρθρου 4 του παρόντος. Αι κατά την παράγραφον 1
του παρόντος άρθρου συντάξεις προσαυξάνονται κατά 20% δια το πρώτον τέκνον, 15%
δια το δεύτερον τέκνον και 10% δια το τρίτον τέκνον, εφ' όσον είναι άγαμα και
δεν ασκούν επάγγελμα τι ή δεν λαμβάνει δι' αυτά προσαύξησιν ο έτερος των συζύγων,
εάν είναι συνταξιούχος ή δεν λαμβάνουν τα ίδια σύνταξιν εξ' ασφαλιστικού
Οργανισμού ή του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. Αι δια τα τέκνα χορηγούμεναι προσαυξήσεις
δεν δύναται να υπολογισθούν κατά πάσαν περίπτωσιν επί τμήματος συντάξεως
ανωτέρου του εκάστοτε 25πλασίου του τεκμαρτού ημερομισθίου της δεκάτης (Χ)
ασφαλιστικής κλάσεως...".
Επειδή, η προβλεπόμενη από τις ανωτέρω
διατάξεις προσαύξηση της συντάξεως για τη σύζυγο και τα τέκνα καταβάλλεται για
την αντιμετώπιση των πρόσθετων οικογενειακών βαρών που συνεπάγεται η δημιουργία
οικογένειας. Η ευμενέστερη αυτή μεταχείριση των εγγάμων συνταξιούχων είναι
επιτρεπτή συνταγματικά λόγω της προβλεπομένης από το άρθρο 21 του Συντάγματος
προστασίας του γάμου και της οικογένειας, στο πλαίσιο της οποία ο κοινός
νομοθέτης εξουσιοδοτείται, μεταξύ άλλων, να θεσπίζει πρόσφορες οικονομικές
ενισχύσεις για τους συνταξιούχους που έχουν συνάψει γάμο και δημιουργήσει
οικογένεια. Η καθιέρωση, όμως, διακρίσεων μεταξύ συνταξιούχων που ευρίσκονται
στην ίδια οικογενειακή κατάσταση βάσει ειδικών προϋποθέσεων που συνδέονται με
το αν η σύζυγος ασκεί επάγγελμα ή είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή
Ν.Π.Δ.Δ. ή του Δημοσίου είναι αντίθετη προς την συνταγματική αρχή της ισότητας.
Περαιτέρω, οι διακρίσεις αυτές αντιστρατεύονται και στους στόχους του άρθρου 21
του Συντάγματος, το οποίο αντιλαμβάνεται ως ισότιμη τη συμμετοχή των συζύγων
στη δημιουργία της οικογένειας. Κατά συνέπεια, οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου
29 παρ. 3 του α. ν. 1846/1951, κατά το μέρος που απαγορεύουν την προσαύξηση της
συντάξεως για μεν την σύζυγο, όταν αυτή ασκεί επάγγελμα ή είναι συνταξιούχος
ασφαλιστικού οργανισμού ή Ν.Π.Δ.Δ. ή του Δημοσίου,. για δε τα τέκνα, όταν
λαμβάνει γι' αυτά προσαύξηση ο έτερος των συζύγων εάν είναι συνταξιούχος,
αντίκειται στις πιο πάνω συνταγματικές διατάξεις και συνεπώς είναι ανίσχυρες
και μη εφαρμοστέες. Κατόπιν τούτου το ποσό της συντάξεως προσαυξάνεται για μεν
τη σύζυγο, αδιακρίτως του αν ασκεί επάγγελμα ή αν είναι συνταξιούχος
ασφαλιστικού οργανισμού ή Ν.Π.Δ.Δ. ή του Δημοσίου, για δε τα τέκνα, αδιακρίτως
του αν λαμβάνει γι' αυτό προσαύξηση ο έτερος των συζύγων (πρβλ. ΑΕΔ 3/2001, ΣτΕ
2944/2000 Ολ.).
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα
στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Ο ενάγων είναι συνταξιούχος λόγω
γήρατος του ΙΚΑ, ως ασφαλισμένος σ' αυτό (ΙΚΑ) κατά την έννοια του άρθρου 2 του
α.ν. 1846/1951 (βλ. σχετ. την 2389/7.9.1995 απόφαση του Διευθυντή του
Υποκαταστήματος ΙΚΑ Λ. Αλεξάνδρας), έγγαμος, με ένα τέκνο που γεννήθηκε στις
12.5.1974, το οποίο ενεγράφη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (Φιλοσοφική Σχολή - Τμήμα
Ιστορίας - Αρχαιολογίας), κατά το πανεπιστημιακό έτος 1993/1994 και έγινε
πτυχιούχος στις 30.4.1998. (Βλ. το με αριθμ. πρωτ. 6397/8.3.1999 πιστοποιητικό
οικογενειακής καταστάσεως του Δήμου Μαρκοπούλου και το με αριθμ. πρωτ. 773/14.10.1999
πιστοποιητικό του Τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας, της Φιλοσοφικής Σχολής του
Πανεπιστημίου Αθηνών). Κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα δεν χορηγείτο σ'
αυτόν η προβλεπομένη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 29 παρ. 3 του
α.ν. 1846/1951 προσαύξηση της συντάξεως για τη σύζυγο και το τέκνο του, με την
αιτιολογία, για μεν την σύζυγο ότι ήταν συνταξιούχος του Δημοσίου, για δε το
τέκνο ότι γι' αυτό λάμβανε σχετική προσαύξηση η σύζυγος του από το Δημόσιο.
Ηδη, με την κρινόμενη αγωγή ζητά να υποχρεωθεί το εναγόμενο ίδρυμα να καταβάλει
σ' αυτόν νομιμοτόκως το ποσό των 626.560,50 δρχ. το οποίο αντιστοιχεί στην
προσαύξηση της συντάξεως για τη σύζυγο τους, για την χρονική περίοδο από
1.5.1994 έως 30.6.1999 και το ποσό των 1.695.450 δρχ. το οποίο αντιστοιχεί στην
προσαύξηση της συντάξεως για το τέκνο, για τη χρονική περίοδο από 1.5.1994 έως
31.12. 1997, ισχυριζόμενος ότι ο τιθέμενος με τις ανωτέρω διατάξεις περιορισμός
της προσαύξησης είναι αντισυνταγματικός.
Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και ενόψει όσων
έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά, ο ενάγων δικαιούται να λάβει την προβλεπόμενη από
τις διατάξεις του άρθρου 29 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951 προσαύξηση της συντάξεως
για τη σύζυγο και το τέκνο του, αδιαφόρως του αν ο σύζυγος του είναι
συνταξιούχος του δημοσίου και αν λαμβάνει από αυτό (Δημόσιο) προσαύξηση για το
τέκνο της. Ειδικότερα, ο ενάγων δικαιούται: α) προσαύξηση της συντάξεως για τη
σύζυγο του 593.672 δρχ. για το χρονικό διάστημα από 3.5.1994 (ημερομηνία αφ' ής
δικαιούται συντάξεως γήρατος) έως 30.6.1999 (5781 δρχ. για το χρονικό διάστημα
από 3.5.1994 έως 31.5.1994+ 6670 δραχ. Για το χρονικό διάστημα από 1.6.1994 έως
30.6.1994 + 52815 δραχ. για το χρονικό διάστημα από 1.7.1994 έως 31.12.1994,
συμπεριλαμβανομένου και δώρου Χριστουγέννων, + 47400 δραχ. για το χρονικό
διάστημα από 1.1.1995 έως 30.6.1995, συμπεριλαμβανομένου και δώρου Πάσχα +
56465 δραχ. για το χρονικό διάστημα από 1.7.1995 έως 31.12.1995,
συμπεριλαμβανομένου και δώρου Χριστουγέννων + 51560 δραχ. για το χρονικό
διάστημα από 1.1.1996 έως 30.6.1996 συμπεριλαμβανομένου και δώρου Πάσχα + 61714
δρχ. για το χρονικό διάστημα από 1.7.1996 έως 31.12.1996, συμπεριλαμβανομένου
και δώρου Χριστουγέννων + 55766 δρχ. για το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως
30.5.1997, συμπεριλαμβανομένου και δώρου Πάσχα + 66103 δρχ. για το χρονικό
διάστημα από 1.7.1997 έως 31.12.1997, συμπεριλαμβανομένου και δώρου
Χριστουγέννων + 127.615 δρχ. για το χρονικό διάστημα από 1.1.1998 έως
31.12.1998, συμπεριλαμβανομένων δώρου Πάσχα και δώρου Χριστουγέννων + 51583
δρχ. για το χρονικό διάστημα από 1.1.1999 έως 30.6.1999 συμπεριλαμβανομένου και
δώρου Πάσχα) (Βλ. σχετ. φύλλα αναλυτικού υπολογισμού του επιδόματος που έχει
συντάξει το καθού Ιδρυμα) και β) προσαύξηση της συντάξεως για το τέκνο του
1655427 δραχ. για το χρονικό διάστημα από 3.5.1994 έως 31.12.1997(23462 δραχ.
για το χρονικό διάστημα από 3.5.1994 έως 30.5.1994+41172 δραχ. για το χρονικό
διάστημα από 1.6.1994 έως 30.6.1994, συμπεριλαμβανομένου και δώρου Πάσχα +
214379 δραχ. για το χρονικό διάστημα από 1.7.1994 έως 31.12.1994 συμπεριλαμβανομένου
και δώρου Χριστουγέννων + 192770 δραχ. για το χρονικό διάστημα από 1.1.1995 έως
30..6.1995, συμπεριλαμβανομένου και δώρου Πάσχα + 229199 δρχ για το χρονικό
διάστημα από 1.7.1995 έως 31.12.1995 συμπεριλαμβανομένου και δώρου
Χριστουγέννων + 209273 για το χρονικό διάστημα από 1.1.1996 έως και 30.6.1996
συμπεριλαμβανομένου και δώρου Πάσχα + 250504 δραχ. για το χρονικό διάστημα από
1.7.1996 έως 31.12.1996 συμπεριλαμβανομένου και δώρου Χριστουγέννων + 226351
δραχ. για το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 30.6.1997συμπεριλαμβανομένου και
δώρου Πάσχα + 258317 δρχ. για το χρονικό διάστημα από 1.7.1997 έως 31.12.1997
συμπεριλαμβανομένου και δώρου Χριστουγέννων) (βλ. σχετ. Φύλλα αναλυτικού
υπολογισμού του επιδόματος που έχει συντάξει το καθού Ιδρυμα) και συνολικώς το
ποσό των 2249099 δραχμών (593672 δραχ, + 1655427 δραχ.) και μετά την μετατροπή
σε ευρώ 6600,44 ευρώ.
Επειδή, κατ' ακολουθία, πρέπει να γίνει
δεκτή εν μέρει η κρινόμενη αγωγή και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει
στον ενάγοντα το ποσό των 6.600,44 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση σ' αυτό
της αγωγής (4.10.2000 βλ. το με ημερομηνία 4.10.2000 αποδεικτικό επιδόσεως της
δικαστικής επιμελήτριας Φλώρας Γουδέλη). Εξάλλου, όσον αφορά το αίτημα του
ενάγοντος να κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινώς εκτελεστή πρέπει να
απορριφθεί, καθόσον αυτός δεν επικαλείται, ούτε και προκύπτει ότι συντρέχουν
εξαιρετικοί λόγοι που συνηγορούν προς τούτο ή ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης
θα επιφέρει σ' αυτόν ανεπανόρθωτη βλάβη (άρθρ. 80 παρ. 3 ν. 2717/1999).
Τέλος, πρέπει να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των
διαδίκων λόγω της μερικής νίκης και μερικής ήττας αυτών (αρθρ. 275 παρ. 1 εδαφ.
γ' ν. 2717/1999).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
- Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
- Υποχρεώνει το εναγόμενο Ιδρυμα Κοινωνικών
Ασφαλίσεων ((ΙΚΑ) να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων εξακοσίων
ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (6.600,40), νομιμοτόκως από 4.10.2000 μέχρι
την εξόφληση.
- Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη.
Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα
στις 15.4.2002 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του κατά τη δημόσια
συνεδρίαση της 23.4.2002.