ΣΕφΑθ 912/2002
Ανθρωποκτονία
με πρόθεση - Ενδεχόμενος δόλος - Ηπιότερος νόμος - Αμέλεια - Αιτιολογία
παραπεμπτικού βουλεύματος - Δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα - Ιδιαίτερη
νομική υποχρέωση - Παραβίαση κανόνων οικοδομικής - Σεισμός - Κατάρρευση οικοδομής
- Χρόνος τέλεσης εγκλήματος - Παραγραφή -.
Πότε
στοιχειοθετείται το έγκλημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση. Πότε συντρέχει στο
πρόσωπο του δράστη ενδεχόμενος δόλος. Όταν ο δράστης προβαίνει στο εγχείρημα
παρά το υψηλό ποσοστό κινδύνου ενεργεί από ενδεχόμενο δόλο, όπως και όταν
παραβλέπει την πιθανότητα επέλευσης του αποτελέσματος, επειδή τον ενδιαφέρει να
επιτύχει ένα συγκεκριμένο σκοπό. Η ελπίδα, η απλή ευχή ή η επιθυμία του δράστη
περί μη επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος εντάσσονται στο πεδίο του
ενδεχόμενου δόλου και όχι σ' εκείνο της ευσυνείδητης αμέλειας. Πότε συντρέχει
το δια παραλείψεως τελούμενο έγκλημα. Ποιές είναι οι πηγές της ιδιαίτερης
νομικής υποχρέωσης του δράστη σ' έγκλημα που τελείται με παράλειψη. Στοιχεία
πλημμελήματος παραβίασης των κανόνων της οικοδομικής. Χρόνος τέλεσης του
παραπάνω αδικήματος είναι ο χρόνος ενέργειας του δράστη, παρά τους κοινώς
αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες και όχι ο χρόνος κατά τον οποίο επήλθε ο
θάνατος ή η σωματική βλάβη ανθρώπου, οπότε απώτερο χρονικό σημείο της
παραγραφής είναι η αποπεράτωση - παράδοση του έργου. Δεν εφαρμόζεται εν
προκειμένω η παρ. 2 του άρθρου 286 ΠΚ που ορίζει ότι η παραγραφή της παραπάνω
πράξης αρχίζει από την ημέρα επέλευσης του αποτελέσματος της παραβίασης, διότι
είναι δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο διάταξη. Η ανθρωποκτονία και η
σωματική βλάβη συρρέουν πραγματικά κατ' ιδέαν με την παραβίαση των κανόνων της
οικοδομικής και ο χρόνος παραγραφής τους αρχίζει να τρέχει από τότε που έπαψε
να υπάρχει ανάγκη αποτροπής του αποτελέσματος π.χ. διότι η επισφαλής οικοδομή
κατεδαφίστηκε. Αιτιολογημένη παραπομπή σε δίκη για ανθρωποκτονία με πρόθεση
οκτώ εργαζομένων και για απόπειρα ανθρωποκτονίας μιας ακόμη εργαζόμενης,
τελούμενες όλες με ενδεχόμενο δόλο των τριών κατηγορουμένων, προέδρου, διευθύνοντος
συμβούλου και μέλους του Δ.Σ. της εταιρείας Φ.**, οι οποίοι αν και γνώριζαν ότι
ο φέροντας οργανισμός του τετραόροφου κτιρίου του εργοστασίου τους ήταν
ελαττωματικός και επικίνδυνος παρέλειψαν να προβούν μέχρι την 7η.9.1999 στις
αναγκαίες οικοδομικές εργασίες προς αποτροπή του κινδύνου κατάρρευσης του
κτιρίου, αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, με συνέπεια κατά τον σεισμό
της ίδιας ημέρας να καταρρεύσει το κτίριο και να προκληθεί ο θάνατος των οκτώ
εργαζομένων, ενώ η τελευταία που επίσης καταπλακώθηκε από τα ερείπια,
διασώθηκε. Αιτιολογημένη παραπομπή για τα παραπάνω αδικήματα και του πολιτικού
μηχανικού, που εκπόνησε τη μελέτη και διηύθηνε τις εργασίες επισκευής ζημιών
του κτιρίου από το σεισμό του 1981, ο οποίος αν και γνώριζε ότι το κτίριο
παραμένει ελαττωματικό και επικίνδυνο, παρέλειψε να προβεί στις αναγκαίες
εργασίας αν και είχε την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς τούτο.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο
Λοβέρδο, Πρόεδρο Εφετών, Γεώργιο Πετράκη και Μαρία Βασιλάκη, Εφέτες.
Συνεδρίασε στο ειδικό δωμάτιο διασκέψεων
στις 28 Μαρτίου 2002. Στη συνεδρίαση παρίσταντο ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών
Ανδρέας Απέργης και ο Γραμματέας Γεώργιος Σιγουράκος.
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το
υπ' αριθμ. 3418/2001 βούλευμά του, παρέπεμψε ενώπιον του Μικτού Ορκωτού
Δικαστηρίου της περιφερείας του Εφετείου Αθηνών που θα ορισθεί από τον
Εισαγγελέα Εφετών τους 1) Δ.Κ. του Π., 2) Ι.Κ. του Π., 3) Μ.-Π.Κ. του Δ., 4)
Ν.Κ. του Δ. και 5) Ν.-Μ.Μ. του Π., κατοίκους ο δεύτερος Αθηνών και οι λοιποί
Φιλοθέης Αττικής, προκειμένου να δικασθούν για τις αξιόποινες πράξεις της
ανθρωποκτονίας με πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο κατά συρροή και της απόπειρας
ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο.
Κατά του παραπάνω βουλεύματος οι
κατηγορούμενοι, 1) Δ.Κ. του Π. και της Μ., 2) Ι.Κ. του Π. και της Μ., 3)
Μ.-Π.Κ. του Δ. και της Ι., 4) Ν.Κ. του Δ. και της Ι. και 5) Ν.-Μ.Μ. του Π. και
της Κ., κάτοικοι ο δεύτερος εξ αυτών Αθηνών και οι λοιποί Φιλοθέης Αττικής,
άσκησαν τις υπ' αριθμ. 738/10.9.2001, 724/6.9.2001, 739/10.9.2001, 740/2001 και
714/5.9.2001, αντίστοιχα εφέσεις τους, ο δεύτερος εξ αυτών αυτοπροσώπως και οι
λοιποί, 1ος, 3ος και 4ος δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Πολύκαρπου
Μανουσαρίδη και δυνάμει των από 5.9.2001 τριών (3) εξουσιοδοτήσεων, και ο 5ος
διαμέσου του πληρεξουσίου δικηγόρου του Κωνσταντίνου Μπελεκούκου και δυνάμει
της από 4.9.2001 εξουσιοδοτήσεως, ζητώντας να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται
σ' αυτές.
Τις εφέσεις αυτές, μαζί με τη σχετική
δικογραφία, καθώς και το αίτημα του κατηγορουμένου Ι.Κ. για αυτοπρόσωπη
εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου, εισήγαγε στο Συμβούλιο αυτό, ο παραπάνω
Εισαγγελέας με την υπ' αριθμ. 2114/2001 έγγραφη πρότασή του, που είναι η
ακόλουθη:
"Εισάγω, υπό την κρίση σας, σύμφωνα με
τα άρθρα 316-319, 462, 4632, 465, 473 και 478 παρ. 1 του ΚΠΔ, τις υπ' αριθμ. α)
738/10.9.2001, β) 724/6.9.2001, γ) 739/10.9.2001, δ) 740/10.9.2001 και ε)
714/5.9.2001 εφέσεις των κατηγορουμένων Δ.Π.Κ., Ι.Π.Κ., Μ.-Π.Δ.Κ., Ν.Δ.Κ. και
Ν.-Μ.Π.Μ., κατοίκων Φιλοθέης Αττικής και Αθηνών (δεύτερος), που ασκήθηκαν, πλην
του δεύτερου, που άσκησε αυτήν αυτοπροσώπως, από τους πληρεξουσίους δικηγόρους
τους, δυνάμει σχετικών εξουσιοδοτήσεων, με τις οποίες (εφέσεις), στρέφονται
κατά του υπ' αρ. 3418/19 Ιουλίου 2001 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου
Πλημ/κών Αθηνών και εκθέτω τα εξής:
Με το υπ' αρ. 3418/19 Ιουλίου 2001 βούλευμά
του, το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών, αποφάνθηκε, μεταξύ άλλων, να παραπέμψει στο
ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, τους ανωτέρω εκκαλούντες για
ανθρωποκτονία από πρόθεση κατά συρροή τετελεσμένη και εν αποπείρα με ενδεχόμενο
δόλο (άρθρα 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 εδάφ. β, 42,
94 παρ. 1 και 229 παρ. 1), φερόμενα ως τελεσθέντα υπ' αυτών στην Κάτω
Κηφισιά Αττικής, κατά τα χρονικά διαστήματα από 23 Ιουλίου 1981 έως 30 Σεπτεμβρίου
1982, μέχρι τις 6 Ιουλίου του 1999 και ο εκ τούτων Ν.Κ. από 1 Ιουλίου 1983
μέχρι τις 6 Ιουλίου 1999, με την ιδιότητά του ως Προέδρου του Δ.Σ. πολιτικού
μηχανικού, Δ/ντος Συμβούλου και μελών του Δ.Σ. των λοιπών αντίστοιχα της
εταιρείας Φ.** Η. Φ. Β. ΑΒΕΕ, αν και γνώριζαν ότι στο ευρισκόμενο στο
οικοδομικό τετράγωνο 530, μεταξύ των οδών Α., Α. και Τ. συγκρότημα του
εργοστασίου τους, αποτελούμενο από ένα τετραώροφο κυρίως κτίριο βιομηχανικής
χρήσεως, ένα διώροφο κτίριο γραφείων και ένα διώροφο κτίριο συνδετικό των δύο
προηγουμένων, το τετραώροφο κτίριο είχε ήδη σημαντική απόκλιση σε σχέση με την
αρχική άδεια οικοδομής του Ε658/64 και την μεταγενέστερη 26992/70, καθόσον είχε
καταργηθεί ο αρμός διαστολής και κυρίως είχαν μειωθεί οι διατομές και οι οπλισμοί
των υποστυλωμάτων, γεγονός, που καθιστούσε ελαττωματικό τον φέροντα οργανισμό
του κτιρίου, παρέλειψαν να δώνουν εντολή στον πολιτικό μηχανικό Ι.Κ. να προβεί
και στη διόρθωση και επισκευή του φέροντος οργανισμού του κτιρίου, αρκεσθέντες
στη σύνταξη από αυτόν τεχνικής εκθέσεως και σχεδίων για την έκδοση αδείας
επισκευής μόνο των ζημιών, που είχε πάθει το επίμαχο κτίριο, κατά τους σεισμούς
του 1981, καθώς και στην επίβλεψη από αυτόν της επισκευής αυτής μόνο, ήτοι της
επενδύσεων από μανδύα οπλισμένου σκυροδέματος και των ρητινενέσεων στα με
αριθμούς Κ36, Κ38 και Κ17 υποστυλώματα του ισογείου και στο με αριθμό Κ17
υποστυλώματα του πρώτου ορόφου, υποστάντα από τον σεισμό σοβαρές ρηγματώσεις
και στο με αριθμό Κ37.υποστύλωμα του πρώτου ορόφου, υποστάντα από τον σεισμό
τριχοειδείς ρωγμές, με αποτέλεσμα ο φέρον οργανισμός του κτιρίου να παραμένει
εν γνώσει τους ελαττωματικός.
Επίσης, εξακολούθησαν οι εν λόγω κατ/νοι
(πλην του Κ.) μέχρι τις 6-7-1999 και ο Ν.Κ. από 1-7-1983 μέχρι τις 6-7-99, να
παραλείπουν να λάβουν τα ενδεδειγμένα μέτρα, ώστε να καταστήσουν ικανό τον
παραμένοντα εν γνώσει τους ελαττωματικό φέροντα οργανισμό του τετραωρόφου
κτιρίου, γεγονός, που το καθιστούσε μη ικανό να ανταπεξέλθει σε δυσμενείς
συνθήκες χρήσεως και περιβάλλοντος, όπως επερχόμενος σεισμός, γνωστής ούσης της
σεισμικότητος της Αττικής, επιδεινουμένης συνεχώς της καταστάσεώς του με την
πάροδο του χρόνου και τη χρήση του, συνεχίζοντας την λειτουργία του και την
αποκόμιση κερδών εξ αυτής, αν και γνώριζαν ότι ήταν ενδεχόμενο να καταρρεύσει το
κτίριο σε επερχόμενο σεισμό και να σκοτωθούν άνθρωποι και μέσα στην επιδίωξη
του κέρδους με το μικρότερο δυνατό κόστος το αποδέχθηκαν, ελπίζοντας ότι τελικά
δεν θα συνέβαινε.
Οι παραλείψεις τους αυτές όμως είχαν ως
αποτέλεσμα να καταρρεύσει στο σεισμό της 7-9-1999 το νότιο μέρος του 4όροφου
κτιρίου και να σκοτωθούν οι εργαζόμενοι Κ.Σ., Α.Τ., Β.Α., Κ.Α., Β.Γ., Δ.Κ.,
Β.-Κ.Π. και Α.Μ. και να καταπλακωθεί από αυτό η επίσης εργαζόμενη Α.Β., η οποία
υπέστη βαριά κάκωση δεξιού άκρου ποδός και ακρωτηριασμό τμήματος των δακτύλων
και για την τελευταία το γενόμενο αποδεκτό αποτέλεσμα του θανάτου της, δεν
επήλθε από λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή τους και δη γιατί διασώθηκε αυτή
από την έγκαιρη επέμβαση των σωστικών συνεργείων.
Επίσης, ο εκ τούτων Ι.Κ., πολιτικός
μηχανικός, κατά το χρονικό διάστημα από 23-7-1981 μέχρι 30-9-1982, κατά τη
σύνταξη και υποβολή τεχνικής μελέτης και σχεδίων, όσον αφορά την επισκευή των
ζημιών, που υπέστη το ανωτέρω ακίνητο, από το σεισμό του 1981, αν και ήταν
υπόχρεως, σύμφωνα με το άρθρο 286 παρ. 1 του ΠΚ, να ενεργήσει κατά τους κοινώς
αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες, ώστε να μην προξενήσει κίνδυνο για τη ζωή
και την υγεία ανθρώπου, παρέλειψε να ασχοληθεί και να φροντίσει, σύμφωνα με
τους ως άνω κανόνες και για την φέρουσα ικανότητα του κτιρίου στο σύνολό του,
αν και είχε διαπιστώσει ότι το κτίριο αυτό είχε ήδη σημαντική απόκλιση σε σχέση
με την αρχική άδεια οικοδομής του Ε658/64 και την μεταγενέστερη 26992/70,
καθόσον είχε καταργηθεί ο αρμός διαστολής και κυρίως είχαν μειωθεί οι διατομές
και οι οπλισμοί των υποστυλωμάτων, γεγονός, που καθιστούσε ελαττωματικό τον
φέροντα οργανισμό του κτιρίου, αρκεσθείς σε επιμέρους επιδιορθώσεις, αλλά και
κατά την επίβλεψη της επισκευής των ζημιών, που έγινε βάσει των αρχικών μελετών
του, παρέλειψε να τις συμπληρώσει έστω και εκ των υστέρων και να καταστήσει
ικανό τον φέροντα οργανισμό του κτιρίου, αρκεσθείς στην επισκευή των Κ36, Κ38
και Κ17 υποστυλωμάτων του ισογείου και του με αριθμό Κ17 υποστυλώματος του
πρώτου ορόφου, που είχαν υποστεί σοβαρές ρηγματώσεις από τον σεισμό, καθώς και
του με αριθμό Κ37 υποστυλώματος του ισογείου και του Κ7 υποστυλώματος του
πρώτου ορόφου, που είχαν υποστεί τριχοειδείς ρωγμές από τον σεισμό, με επένδυση
από μανδύα σκυροδέματος και ρητινενέσεις, επισκευές, που δεν ήταν αρκετές για
να καταστήσουν ικανό και τον φέροντα οργανισμό του κτιρίου, που παρέμεινε
ελαττωματικός, αν και γνώριζε ότι εξ αιτίας των προαναφερθεισών παραλείψεών
του, ήταν ενδεχόμενο να καταρρεύσει το κτίριο σε επερχόμενο σεισμό, γνωστής
ούσης της σεισμικότητος της Αττικής και να σκοτωθούν άνθρωποι, αποδεχθείς
τούτο, κατά την επιδίωξή του να διεκπεραιώσει το έργο με το μικρότερο δυνατό
κόστος, με την ελπίδα ότι τελικά δεν θα επήρχετο και με τις παραλείψεις του
αυτές, στο σεισμό της 7-9-1999, κατέρρευσε το νότιο μέρος του 4ορόφου κτιρίου
και σκοτώθηκαν οι ανωτέρω οκτώ (8) εργαζόμενοι και τραυματίστηκε σοβαρά η Α.Β.,
για την οποία, το γενόμενο αποδεκτό αποτέλεσμα του θανάτου της δεν επήλθε,
ανεξαρτήτως από την θέληση τούτου και γιατί διασώθηκε αυτή από την έγκαιρη
επέμβαση των σωστικών συνεργείων.
Κατά του εν λόγω βουλεύματος, που τους
κοινοποιήθηκε στις 21 Αυγούστου 2001 και στον αντίκλητο δικηγόρο του τέταρτου
στις 23 Αυγούστου 2001 (βλ. τα οικεία αποδεικτικά επιδόσεως), αυτοί άσκησαν τις
ως άνω εφέσεις, μέσω των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, δυνάμει εγγράφων
εξουσιοδοτήσεων, που είναι συνημμένες στις εκθέσεις εφέσεως, πλην του Ι.Κ., που
άσκησε αυτήν αυτοπροσώπως, ισχυριζόμενοι, μεταξύ άλλων, ότι εξετιμήθηκαν κακώς
τα υπάρχοντα περιστατικά και έπρεπε να απαλλαγούν πάσης κατηγορίας, αφού δεν
υπάρχει ευθύνη αυτών και εν πάσει περιπτώσει, εάν υπάρχει, τοτε το επελθόν
αποτέλεσμα οφείλεται σε αμέλειά τους, η οποία ως πλημ/μα έχει υποκύψει στην
πενταετή παραγραφή.
Επίσης, οι υπό κρίση εφέσεις που ασκήθηκαν
τις ανωτέρω προθεσμίες, 10/9/2001, 6/9/2001, 10/9/2001, 10/9/2001 και 5/9/2001
αντίστοιχα, θα πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές, καθόσον, σύμφωνα με τη διάταξη
του άρθρου 473 παρ. 4 του ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 19 του ν.
2721/3-6-1999, ορίζεται ότι οι παραπάνω προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων μέσων
κατά βουλευμάτων και αποφάσεων αναστέλλονται κατά το χρονικό διάστημα από 1ης
έως 31ης Αυγούστου και επομένως ασκήθηκαν αυτές εμπρόθεσμα. Συνεπώς, θα πρέπει
να εξετασθούν περαιτέρω κατ' ουσίαν.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 299 παρ. 1 του
ΠΚ, κατά την οποία...όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια
κάθειρξη..., συνάγεται ότι, για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της
ανθρωποκτονίας από πρόθεση, απαιτείται αντικειμενικώς μεν αφαίρεση ανθρώπινης
ζωής με θετική ενέργεια ή με παράλειψη, οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας,
υποκειμενικώς δε δόλος.
Ο δόλος, κατά το άρθρο 27 παρ. 1 του ΠΚ,
είναι είτε άμεσος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων
της πράξεως και τη θέληση καταστροφής της ζωής άλλου ανθρώπου, είτε
ενδεχόμενος, που συνίσταται στο ότι, παρά το γεγονός ότι ο δράστης προέβλεψε ως
ενδεχόμενο αποτέλεσμα της πράξεως ή παραλείψεώς του, τον θάνατο άλλου, εν
τούτοις δεν απέστη, αποδεχόμενος την πραγμάτωση αυτού.
Για την ύπαρξη ενδεχόμενου δόλου απαιτείται
να διακριβωθεί ότι ο δράστης θέλησε την πράξη του και σε περίπτωση ακόμη, κατά
την οποία ήθελε επέλθει το εγκληματικό αποτέλεσμα, που προέβλεψε, απαιτείται
δηλαδή να διακριβωθεί ότι ο δράστης επιδοκιμάζει το ενδεχόμενο αποτέλεσμα της
πράξεώς του (βλ. ΑΠ 89/96 ΠΧ ΜΣΤ/1090, 1061/97 ΠΧ ΜΗ/372, ΑΠ 418/99 ΠΧ ΝΑ/76).
Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 42 παρ.
1 του ΠΚ, ορίζεται ότι, όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημά ή
πλημ/μα, επιχειρεί πράξη, που περιέχει τουλάχιστον αρχήν εκτελέσεως, τιμωρείται
αν το κακούργημα ή πλημ/μα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83).
Για της στοιχειοθέτηση της εννοίας της
απόπειρας απαιτείται:
Α) δολία προαίρεση, Β) πράξη, που να
περιέχει αρχή εκτελέσεως του εγκλήματος, που αποφασίστηκε, Γ) μη τέλεση του
εγκλήματος, χωρίς και να τίθεται περιορισμός στους λόγους για τους οποίους η
πράξη δεν τελέσθηκε, αρκεί να βεβαιώνεται ότι αυτοί είναι ανεξάρτητοι από τη
βούληση του δράστη. Επί μη γνησίων εγκλημάτων παραλείψεως, η απόπειρα είναι
λογικά δυνατή και τιμωρητή, π.χ. όταν έχει παρέλθει το χρονικό διάστημα, μέσα
στο οποίο ο δράστης είχε τη δυνατότητα να ενεργήσει, για να αποτρέψει το
εγκληματικό αποτέλεσμα, χωρίς να το πράξει, αλλά και χωρίς το αποτέλεσμα, μέχρι
εκείνη τη στιγμή να έχει επέλθει, και τελικά δεν επέρχεται για αιτίες άσχετες
από τη θέληση του δράστη (βλ. ΑΠ 374/97 ΠΧ ΜΗ/60, Μαγκακ. Γεν.Μ. 1984 σελ. 379,
Αθαν. Κονταξή ΠΚ άρθρο 42 ΠΚ σελ. 443).
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 17 παρ.
1 του Ν. 1568/1985 ΠΕΡΙ ΥΓΙΕΙΝΗΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ, ορίζεται
ότι...η μελέτη των χώρων εργασίας πρέπει να αποβλέπει στη δημιουργία ασφαλούς
και υγιεινού περιβάλλοντος και ακώλυτης ροής της εργασίας. Οι διαστάσεις των
χώρων εργασίας πρέπει να είναι ανάλογες με το είδος της παραγωγικής διαδικασίας
και τον αριθμό των εργαζομένων.
Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 32Α παρ.
1 του ιδίου Νόμου ορίζεται ότι ... Α. Ο εργοδότης έχει υποχρέωση. 1. Να
λαμβάνει κάθε μέτρο, που απαιτείται ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι και
οι τρίτοι, που παραβρίσκονται στους τόπους εργασίας από κάθε κίνδυνο, που
μπορεί να απειλήσει την υγεία ή τη σωματική τους ακεραιότητα.
Ωσαύτως, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του
Β.Δ. της 25-8/5-9-1920 περί κωδικοποιήσεως των περί υγιεινής και ασφάλειας των εργατών
διατάξεων ορίζεται ότι...Οι βιομήχανοι, βιοτέχνες, έμποροι παντός είδους
επιχειρηματίες και εργοδότες ή διευθυντές ή διαχειριστές εταιρικών επιχειρήσεων
ναυπηγείων, χημικών εργαστηρίων, αποθηκών, εργασιών φορτώσεως και εκφορτώσεως,
υπαιθρίων εργασιών κατασκευής και επισκευής οιωνδήποτε έργων, θεάτρων και
εγκαταστάσεων ... υποχρεούνται να διευθετούν και διατηρούν τα εργοστάσια,
εργαστήρια και καταστήματα αυτών ... με τρόπο, εξασφαλίζοντα τους σ' αυτά
εργαζομένους και τους περίοικους κατά κινδύνων ζωής, της υγείας και της
σωματικής ακεραιότητος, εφόσον η φύση της επιχειρήσεως επιτρέπει .., διάταξη,
στην οποία έχει εναρμονιστεί και το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 1568/1985.
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 111 του
ΠΚ, που αναφέρεται στο χρόνο παραγραφής των εγκλημάτων, ορίζεται ότι 1) το
αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, 2) τα κακουργήματα παραγράφονται, α)
μετά είκοσι (20) έτη, αν ο νόμος προβλέπει για αυτά την ποινή του θανάτου ή της
ισόβιας κάθειρξης και β) μετά δεκαπέντε (15) έτη σε κάθε άλλη περίπτωση, και 3)
τα πλημ/ματα παραγράφονται μετά από πέντε έτη, της παραγραφής αυτής αρχομένης,
σύμφωνα με το άρθρο 112 του ΠΚ, από την ημέρα, που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη,
εκτός αν ορίζεται άλλως (συμπ. με το άρθρο 20 παρ. 5β του ν. 2331/95).
Από τη διενεργηθείσα και νομίμως
περατωθείσα κυρία ανάκριση (βλ. τις από 29-5-2001, 29-6-2001 εκθέσεις πέρατος
αυτής προς τους κατηγορουμένους-εκκαλούντες) και ειδικότερα από τις καταθέσεις
των μαρτύρων Π.Π., Κ.Π., Η.Μ., Γ.Μ., Α.Σ., Γ.Σ., Α.Β., Π.Π., Ε.Μ., Α.Χ., Β.Ο.,
Ο.Ι., Ζ.Σ., Κ.Β., Χ.Μ., Ε.Β., Ε.Ν. και Κ.Μ., τα έγγραφα, που αναφέρονται
ακολούθως και τις απολογίες των κατ/νων, πιθανολογούνται τα εξής:
Κατά τον σεισμό, που έλαβε χώρα στις 7
Σεπτεμβρίου του 1999, κατέρρευσε το νότιο μέρος του τετραορόφου κτιρίου της
εδρευούσης στην περιοχή Κάτω Κηφισιάς Αττικής εταιρείας με την επωνυμία Φ.** Η.
Φ. Β. ΑΒΕΕ, της οποίας Πρόεδρος του Δ.Σ. ήταν ο Δ.Κ., Δ/νων Σύμβουλος και μέλος
του Δ.Σ. ο Μ.-Π.Κ. και οι Ν.Κ. και Ν.-Μ.Μ. μέλη του Δ.Σ., με αποτέλεσμα να
βρουν τραγικό θάνατο οι εργαζόμενοι στην ανωτέρω εταιρεία 1) Κ.Σ., 2) Α.Τ., 3)
Β.Α., 4) Κ.Α., 5) Β.Γ., 6) Δ.Κ., 7) Β.-Κ.Π. και 8) Α.Μ., ενώ είχε καταπλακωθεί
η εκεί εργαζομένη Α.Β. οποία υπέστη βαριά κάκωση δεξιού άκρου ποδός και
ακρωτηριασμό τμήματος των δακτύλων (βλ. ιατροδικαστικές εκθέσεις-εκθέσεις
νεκροτομής και ληξιαρχικές πράξεις θανάτου).
Η κατάρρευση του ως άνω κτιρίου είχε ως
αποτέλεσμα να διενεργηθεί επιτόπια έρευνα από αρμοδίους υπαλλήλους, του
ΥΠΕΧΩΔΕ, οι οποίοι, αφού ερεύνησαν όλους τους χώρους του συμβάντος, συνέταξαν
το από μηνός Νοεμβρίου του 2000 πόρισμά τους, μεταξύ των οποίων, διακρίβωσαντα
ακόλουθα:
1) το συγκρότημα κτιρίων της εν λόγω
φαρμακοβιομηχανίας ευρίσκετο πριν την κατάρρευση στο οικοδομικό τετράγωνο 530
μεταξύ των οδών Α., (πρώην Κ.), Α. και Τ. (πρώην Πεντέλης), στην Κάτω Κηφισιά.
2) το συγκρότημα αυτό περιλαμβάνει το
κυρίως κτίριο, τετραόροφο, κατόψεως 30 Χ 54 μ. (τμήμα του οποίου κατέρρευσε), ένα διόροφο κτίριο γραφείων
κατόψεως 11 Χ 29 μ. και ένα διόροφο/συνδετικό των δύο προηγουμένων κατόψεως 5 Χ
8 μ.
3) τα τρία αυτά κτίρια είναι σε επαφή
μεταξύ τους και δεν συνορεύουν με άλλα κτίρια.
4) το κτίριο (τμήμα του οποίου κατέρρευσε)
είχε χρήση βιομηχανική (παραγωγή φαρμάκων) και οικοδομήθηκε σε δύο φάσεις, όπως
προέκυπτε από τα στοιχεία των αδειών, το ισόγειο και Α όροφος, με άδεια του
1964 και ο Β και Γ όροφος με άδεια του 1970.
5) το συγκρότημα αυτό των κτιρίων είχε
υποστεί βλάβες κατά το σεισμό των Αλκυονίδων του 1981 και αφορούσαν τον
οργανισμό πληρώσεως τεσσάρων (4) υποστυλωμάτων του ισογείου και δύο (2)
υποστυλωμάτων του Α ορόφου.
6) μετά το σεισμό αυτό είχαν γίνει
επεμβάσεις στη βορειοανατολική πλευρά (τμήμα του κτιρίου, που δεν κατέρρευσε).
7) με την υπ' αρ. Ε658/64 οικοδομική άδεια,
με μελετητή και επιβλέποντα τον αρχιτέκτονα μηχανικό Σ.Π., το συγκρότημα των
κτιρίων εμφανίζεται χωρισμένο σε τέσσερα μέρη. Α) το βοηθητικό κτίριο, Β) το
συνδετικό κτίριο και Γ) το κυρίως κτίριο (χωρισμένο με αρμό διαστολής)
αποτελούμενο από το τμήμα ΙΙΙ (νότια πλευρά) και το τμήμα IV (βόρεια πλευρά) με
αδιαμόρφωτο ισόγειο (πυλωτή). Η ως άνω άδεια αφορούσε το ισόγειο του κτιρίου Ι
και ΙΙ, καθώς επίσης και τον Α όροφο των ΙΙΙ και V, με αδιαμόρφωτο ισόγειο
(πυλωτή), πλην όμως δεν εφαρμόσθηκε αυτή (η άδεια), καθόσον διαπιστώθηκαν σημαντικές
αποκλίσεις, όπως η κατασκευή υπογείου, η κατάργηση του αρμού διαστολής, χωρίς
να ληφθεί υπόψη η κατάργηση στον έλεγχο της εντατικής καταστάσεως, που
προκαλείται από αυτή και κυρίως η μείωση των διατομών και των οπλισμών των
υποστυλωμάτων, τροποποιήσεις για τις οποίες δεν είχε γίνει αναθεώρηση της
άδειας ή σχετική τροποποιητική μελέτη, ενώ το υπόγειο νομιμοποιήθηκε εκ των
υστέρων.
8) η καθ' ύψος επέκταση των κτιρίων έγινε
με την υπ' αρ. 2692/70 άδεια της Πολεοδομίας Αθηνών με μελετητή και επιβλέποντα
μηχανικό τον πολιτικό μηχανικό Α.Τ..
9) οι β και γ όροφοι του κτιρίου
κατασκευάστηκαν βάσει της με αριθμό 26992/70 αδείας επεκτάσεως καθ' ύψος της
Πολεοδομίας Αθηνών, πλην όμως αυτή εκδόθηκε μετά από συνταγείσα στατική μελέτη
και έλεγχο του υπάρχοντος, που βασίστηκαν όμως σε διατομές και οπλισμούς
υποστυλωμάτων, που δεν ανταποκρινόντουσαν, π.χ. Κ1 40/65 12/26 αντί του
υπάρχοντος 35/60 με 8/18, Κ2 με 8/18, Κ11 35/65 12/24 αντί του υπάρχοντος 60/35
με 8/18, με αποτέλεσμα να γίνει προσθήκη δύο ορόφων σε κτίριο, το οποίο δεν
είχε την απαιτούμενη φέρουσα ικανότητα, σύμφωνα με τους τότε ισχύοντες
κανονισμούς (βλ. την υπ' αρ. Β8469/70 έγκριση).
10) το έτος 1981, εκδόθηκε η υπ' αρ.
453/1981 άδεια σεισμοπλήκτου κατόπιν δανειοδοτήσεως), με μελετητή, επιβλέποντα και
συντάκτη τεχνικής εκθέσεως και σχεδίων τον εκ των ήδη κατ/νων πολιτικό μηχανικό
Ι.Κ., προκειμένου να αποκατασταθούν οι βλάβες, που υπέστη το κτίριο μετά το
σεισμό του 1981 και η διάρκεια αυτής παρατάθηκε για τον άνω σκοπό, πλην όμως
στη γενομένη μελέτη δεν εξετάσθηκε η φέρουσα ικανότητα του κτιρίου και από τους
υπολογισμούς του φέροντος οργανισμού, προέκυψε ότι τα υποστυλώματα του ισογείου
δεν ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις των κανονισμών της εποχής εκείνης, διότι δεν
διέθεταν τον απαιτούμενο συντελεστή σε κεντρική θλίψη, η δε αντοχή τους σε
σεισμικές και άλλες οριζόντιες δράσεις ήταν πολύ μικρότερη από την απαιτουμένη
(βλ. άδεια σεισμοπλήκτου και δύο δηλώσεις του ιδιοκτήτη).
11) από τους ελέγχους εφαρμογής των μελετών
αυτών, αρχιτεκτονικής μελέτης και εφαρμογής στατικής μελέτης ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ
ΕΞΑΣΘΕΝΙΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΣΤΥΛΩΜΑΤΩΝ, που κατασκευάστηκαν, έναντι των προβλεπομένων από
τη συγκεκριμένη μελέτη, τα δε υποστυλώματα του κτιρίου, με αξονικές δυνάμεις
πολύ μεγάλες και αραιούς συνδετήρες, είχαν πολύ μικρή πλαστικότητα (ικανότητα
παραμορφώσεως, χωρίς μείωση της αντοχής, απορρόφησης ενέργειας κλπ.) και έτσι
υπό τη επενέργεια ισχυρής σεισμικής δράσης, οδηγήθηκαν σε ψαθυρή θραύση αυτά,
που ευρίσκοντο στη νότια πλευρά του κτιρίου, ως διαπιστώθηκε και επισημάνθηκε
εγγράφως από την πολ. μηχανικό Ε.Μ., αλλά οι ελλείψεις αυτές δεν
αντιμετωπίσθηκαν. 12) μέχρι τον
Ιανουάριο του 1982 δεν είχαν αποπερατωθεί οι εργασίες επισκευής και μετά από
αίτηση της Φ.** ΑΕΒΕ, χορηγήθηκε παράταση ισχύος της εκδοθείσης αδείας επισκευής.
13) η μελέτη επισκευής μετά το σεισμό του
1981 περιελάμβανε τεχνική έκθεση και σχέδια απλής αποκαταστάσεως των βλαβών,
χωρίς να υπεισέρχεται σε έλεγχο επάρκειας της υφισταμένης κατασκευής.
14) από τον αντισεισμικό υπολογισμό που
έγινε, φαίνεται ότι οι διαχωριστικοί τοίχοι παραλαμβάνουν σημαντικό μέρος των
σεισμικών δυνάμεων, ανακουφίζοντας τα υποστυλώματα, ενώ συγχρόνως δημιουργούν
εκκεντρότητα στην κάτοψη, που έχει ως αποτέλεσμα να αναπτύσσονται μεγαλύτερες
δυνάμεις στα υποστυλώματα της νότιας πλευράς (όπου έγινε η κατάρρευση) απ' ότι
στα υποστυλώματα της βόρειας πλευράς.
15) τα υποστυλώματα της νότιας πλευράς του
κτιρίου καλούνται να αναλάβουν ροπές μεγαλύτερες από τη ροπή αντοχής τους,
οπότε οδηγούνται σε αστοχία από μεγέθη ορθής έντασης (κάμψη-θλίψη).
Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα, κατέληξαν οι
ανωτέρω, στα εξής τελικά συμπεράσματα:
1) το ισόγειο και ο Α όροφος του κτιρίου
κατασκευάστηκαν με νόμιμη άδεια, η οποία όμως δεν εφαρμόστηκε. Σημαντική
απόκλιση ήταν η κατασκευή υπογείου, η κατάργηση του αρμού διαστολής και κυρίως
η μείωση των διατομών και των οπλισμών των υποστυλωμάτων, χωρις αναθεώρηση της
αδείας.
2) ο Β και Γ όροφος του κτιρίου
κατασκευάστηκαν με νόμιμη άδεια. Για τις ανάγκες εκδόσεως της αδείας συντάχθηκε
στατική μελέτη και έλεγχος του υπάρχοντος, που βασίστηκε σε διατομές και
οπλισμούς υποστυλωμάτων, που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Ετσι,
έγινε προσθήκη δύο ορόφων σε κτίριο, το οποίο δεν είχε την απαιτούμενη φέρουσα
ικανότητα, σύμφωνα με τους κανονισμούς που ίσχυαν την εποχή εκείνη (παρά την
ύπαρξη σχετικής δηλώσεως αντοχής).
3) μετά το σεισμό του 1981, το κτίριο
υπέστη βλάβές. Εγινε μελέτη αποκαταστάσεως των βλαβών, χωρίς να εξετασθεί η
φέρουσα ικανότητα του κτιρίου και εκδόθηκε η υπ' αρ. 453/24-7-1981 άδεια
επισκευής, η διάρκεια της οποίας παρατάθηκε μέχρι τις 24-7-1982.
4) το έτος 1986 διαπιστώθηκε και
επισημάνθηκε εγγράφως η ανεπάρκεια των υποστυλωμάτων, αλλά το πρόβλημα δεν
αντιμετωπίστηκε.
5) από τους υπολογισμούς του φέροντος
Οργανισμού (έτσι, όπως κατασκευάστηκε), προέκυψε ότι τα υποστυλώματα του
ισογείου δεν ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις των κανονισμών της εποχής εκείνης.
6) τα υποστυλώματα του κτιρίου, με αξονικές
δυνάμεις πολύ μεγάλες και αραιούς συνδετήρες, είχαν πολύ μικρή πλαστικότητα (ικανότητα
παραμορφώσεως, χωρίς μείωση της αντοχής, απορρόφηση ενέργειας κλπ.) και, υπό
την επενέργεια ισχυρής σεισμικής δράσης οδηγήθηκαν σε ψάθυρη αραίωση τα
υποστυλώματα της νότιας πλευράς του κτιρίου.
7) η κατάρρευση έγινε στην περιοχή, στην
οποία δεν υπήρχαν διαχωριστικοί τοίχοι στο ισόγειο (γυμνός σκελετός), οι οποίοι
θα μπορούσαν να αναλάβουν μέρος των σεισμικών δυνάμεων και να αποτρέψουν την
καταστροφή. Η παρουσία τοίχων στην βόρεια πλευρά του ισογείου σε συνδυασμό με
τη μικρή διάρκεια του σεισμού, απέτρεψε την αλυσιδωτή κατάρρευση του συνόλου
(βλ. την έκθεση, τα ντοσιέ, που συνοδεύουν αυτήν, την υπ' αρ. 453/81 οικοδομική
άδεια, τις από 27.12.63, 8.6.70 δηλώσεις ιδιοκτήτου, τις από 6.8.81, 21.10.81,
24.2.83 δηλώσεις του Α.Δ., τις από 6.5.82, 22.1.82, 31.8.81, 27.11.81, 21.10.81
επιστολές προς διάφορα ταμεία και ΕΤΕ (η τελευταία για χορήγηση συμπληρωματικού
δανείου).
Η ανωτέρω έκθεση-πόρισμα, που αναδεικνύει
την έλλειψη των προσηκόντων μέτρων, ούτως ώστε να παρουσιασθεί το φαινόμενο της
κατάρρευσης στο σεισμό του Σεπτεμβρίου του 1999 ενισχύεται και από τα εξής επί
πλέον στοιχεία:
1) ενώ, στη συνεδρίαση του Δ.Σ. της
εταιρείας Φ.**, που έλαβε χώρα στις 5 Μαρτίου του 1981, ο τότε αντιπρόεδρος του
Δ.Σ. Α.Δ. ομιλεί περί πολύ σοβαρών ζημιών στα κτίρια του εργοστασίου, που
προήλθαν από τους πρόσφατους σεισμούς, με συνέπεια να διακοπεί η λειτουργία της
παραγωγής των φαρμακευτικών προϊόντων, στην συνεδρίαση της 30-6-1981 εκτιμάται
η συνολική ζημία, από τους μηχανικούς Κ., Κ., Π. στο ύψος των 6.000.000 δρχ. και
εντέλλεται ο εκ τούτων πολ. μηχανικός Κ. να επιβλέψει την όλη διαδικασία
επισκευής του εργοστασίου (βλ. τα σχετικά πρακτικά) και τελικά το συνολικό
κόστος ανήλθε στο ποσόν των 4.374.000, εκ των οποίων καλύφθηκαν με δάνεια
τραπέζης τα 3.700.000 δρχ. (βλ. τα πρακτικά της 30.6.1981 και της 5.3.1981).
2) στις 7 Ιουλίου του 1981, σε συνεδρίαση
του Δ.Σ. τονίστηκε από τον Πρόεδρο αυτού Δ.Κ., η οικονομική κρίση, που περνάει
η φαρμακοβιομηχανία και ζήτησε να γίνουν όσο είναι δυνατόν μεγαλύτερες
οικονομίες στη Διοίκηση της Εταιρείας και στο κόστος παραγωγής (βλ. τα οικεία
πρακτικά).
3) ο μάρτυρας και πολιτικώς ενάγων Η.Μ.
καταθέτει μεταξύ άλλων ότι, όπως του έλεγε η σύζυγός του Β.Γ., που πέθανε, κατά
την κατάρρευση, τον τελευταίο χρόνο είχαν φέρει βαριά μηχανήματα και καζάνια
για την παρασκευή των υλικών στα διάφορα τμήματα, που είχαν υπερβολικό φορτίο
(βλ. την από 6-12-99 κατάθεσή του), πράγμα, το οποίο επιβεβαιώνει με την
κατάθεσή της η εργαζομένη στη Φ.** Α.Β., που τραυματίστηκε σοβαρά και είναι
πολιτικώς ενάγουσα (βλ. την κατάθεσή της).
4) ο μάρτυρας πολιτικός μηχανικός Π.Π.,
μεταξύ άλλων, καταθέτει τα εξής:
Α) τα υποστυλώματα του κτιρίου είχαν
κατασκευασθεί με διατομές και οπλισμούς κατά πολύ μικρότερους από αυτούς, που
προβλεπόταν στη μελέτη, εννοώντας την εγκεκριμένη μελέτη της άδειας. Οι
διατομές των υποστυλωμάτων, έτσι, όπως κατασκευάστηκαν, ήταν ανεπαρκείς, για να
φέρουν τα φορτία των 4 ορόφων, σύμφωνα με τους κανονισμούς της εποχής, κατά την
οποία κατασκευάστηκε το κτίριο.
Β) το ισόγειο και ο πρώτος όροφος του
κτιρίου κατασκευάστηκαν με νόμιμη άδεια, η οποία όμως δεν εφαρμόστηκε.
Γ) σημαντική απόκλιση ήταν η κατασκευή
υπογείου, η κατάργηση του αρμού διαστολής και κυρίως η μείωση των διατομών και
των οπλισμών των υποστυλωμάτων, χωρίς αναθεώρηση της άδειας, κατά δε την έκδοση
της άδειας προσθήκης β και γ ορόφου παρουσιάστηκαν σχέδια του υπάρχονττος με
διατομές και οπλισμούς υποστυλωμάτων, που δεν ανταποκρίνονταν στην
πραγματικότητα. Η κατάργηση του αρμού διαστολής είχε ως συνέπεια την πιθανότητα
αναπτύξεως δυσμενεστέρων εντάσεων στα στοιχεία του φέροντος οργανισμού, λόγω
μεταβολών θερμοκρασίας. Αν η μελέτη για την προσθήκη των β και γ ορόφων είχε
λάβει υπόψη της τις πραγματικές διατομές των υποστυλωμάτων, θα διαπιστωνόταν η
ανεπάρκειά τους για την παραλαβή των φορτίων της προσθήκης.
Δ) Ο πολιτικός μηχανικός μελετητής της
δεύτερης άδειας για την προσθήκη του β και γ ορόφου όφειλε και μπορούσε να έχει
γνώση της πραγματικής καταστάσεως των υποστυλωμάτων και γενικά της αντοχής του
κτιρίου.
Ε) οι βλάβες του κτιρίου από το σεισμό του
1981, ως διατυπώνονται από τα σχέδια και την τεχνική έκθεση, αφορούσαν στα
υποστυλώματα του ισογείου και τους διαχωριστικούς τοίχους όλου του κτιρίου..
ΣΤ) γενικά, τόσο ο ιδιοκτήτης, όσο και ο
μηχανικός είχαν υποχρέωση, όταν το κτίριο είχε υποστεί βλάβες στο σκελετό, να
προχωρήσουν σε ένα γενικώτερο έλεγχο της φέρουσας ικανότητας του κτιρίου.
Ζ) η από 19-3-1986 έκθεση της Ε.Μ., που
αναφέρεται στον έλεγχο του κτιρίου της Φ.**, συμφωνεί με τα αποτελέσματα της
έρευνας της επιτροπής και τούτο δύναται να διακριβωθεί από τη σύγκριση των
σχεδίων των δύο αδειών και να διαπιστώσει τη διαφορά στις διαστάσεις των
υποστυλωμάτων, που διαπίστωσε και η ανωτέρω πολιτικός - μηχανικός (βλ. την από
14-11-2000 κατάθεση του Π.Π., την από 22.11.2000 κατάθεση της πολ. μηχανικού
Ε.Μ. και την από 19.3.1986 έκθεση αυτής).
5) ο μάρτυρας Β.Ο., βιολόγος και Πρόεδρος
του σωματείου των εργαζομένων στο εργοστάσιο Φ.** καταθέτει, μεταξύ άλλων, ότι:
Α) οι φθορές, λόγω του σεισμού του 1981, ήταν
εκτεταμένες και αποκαταστάθηκαν από τους ίδιους τους εργαζομένους.
Β) τους 4 τελευταίους μήνες πριν την πτώση,
είχαν κατασκευασθεί βόθρος στο υπόγειο του κτιρίου και μία δεξαμενή στο πίσω
μέρος του κτιρίου, πολύ κοντά στα θεμέλια και οι εργασίες αυτές έγιναν από
συνεργείο οικοδόμων, χωρίς να γνωρίζει, αφού δεν είχε δει, επιβλέποντα
μηχανικό. Από άλλους εργαζομένους είχε ακούσει ότι υπήρχε καταπόνηση των πλακών
των ορόφων από μηχανήματα καινούργια, τα οποία εγκαθιστούσαν στο εργοστάσιο και
είχε κάνεί, προ του σεισμού, παρεμβάσεις στον Μ.Κ. και τον πατέρα του για
ζητήματα υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων.
Γ) όπως άκουσε, το 1986 έγιναν
διαπραγματεύσεις για την πώληση του εργοστασίου στον ΕΟΦ και κάποια μηχανικός
συνέταξε έκθεση αναφορικά με την κατάσταση του κτιρίου, με την οποία κρίθηκε
ακατάλληλο και η πώληση ματαιώθηκε (εννοεί την έκθεση της Μ.). Αυτήν την έκθεση
οπωσδήποτε γνώριζαν οι εργοδότες και ήσαν αρνητικοί με τις προσπάθειες του
σωματείου για καλύτερες συνθήκες εργασίας, συχνά μάλιστα και απειλητικοί (βλ.
την.από 2.3.2000 κατάθεση του Β.Ο.).
6) η μάρτυρας Ο.Ι., εργάτρια στη Φ.**,
διαπίστωσε την άνοιξη του 1999, κάποια ημέρα, που ήταν στο τμήμα των αλοιφών
και περνούσε έξω από αυτό, να πέφτουν σοβάδες από το ταβάνι, που θα μπορούσαν
να τραυματίσουν εργαζομένους και σε σχετική της απορία, της είπαν ότι αυτό
έγινε, επειδή περνούσε το κλαρκ. Ως σωματείο είχαν κάνει παράπονα στην
εργοδοσία για τις συνθήκες υγιεινής, διεκδικώντας καλύτερους όρους εργασίας.
Είχαν εγκαταστήσει στο εργοστάσιο μηχανήματα μεγάλου βάρους, για τα οποία
αναρωτιόταν, εάν μπορούσε να τα αντέξει το κτίριο, το οποίο ήταν ήδη παλιάς
κατασκευής (βλ. την από 2.3.2000 κατάθεσή της).
7) η μάρτυρας Ζ.Σ., υπάλληλος εταιρείας
καλλυντικών και μέλος της διοικήσεως ΓΣΕΕ, πολλές φορές άκουγε τους
εργαζομένους στη Φ.** να προβληματίζονται για την ασφάλεια του κτιρίου,
εκφράζοντας τις ανησυχίες τους αναφορικά με τις προσθήκες και επεμβάσεις, που
είχαν γίνει και οι οποίες αποκαταστάθηκαν από τους ίδιους τους εργαζομένους,
κάτω από τις εντολές και την επίβλεψη του Κ., πατέρα του σημερινού Δ/νος
Συμβούλου Μ.Κ., χωρίς την επίβλεψη μηχανικού. Το εργοστάσιο ήταν φορτωμένο
υπερβολικά με μηχανήματα εργασίας και η υπερφόρτωση του κτιρίου επιβάρυνε αυτό.
Επίσης, λόγω ακαταλληλότητας, που διαπίστωσε η Ε.Μ., σε σχετική έκθεση της,
ματαιώθηκε η πώληση, λόγω ακαταλληλότητος του κτιρίου. Το Δ.Σ., μετά την εν
λόγω έκθεση, απευθύνθηκε στο γραφείο μελετών Δ., το οποίο επιβεβαίωσε
ουσιαστικά την άποψη της Μ. και τα πιο πάνω πορίσματα είχαν περιέλθει σε γνώση
της επιχειρήσεως και γνώριζε αυτή ότι το κτίριο ήταν ακατάλληλο για την
ασφάλεια των εργαζομένων και ότι υπήρχε κίνδυνος, σε ενδεχόμενο σεισμό, το
κτίριο να πέσει και παρόλα αυτά δεν έλαβαν κανένα μέτρο για την αποτροπή αυτού
του ενδεχομένου καταρρεύσεως, αδιαφορώντας για τη ζωή των εργαζομένων κα
αποδεχόμενοι ακόμα και τον κίνδυνο θανάτου εργαζομένων σε περίπτωση σεισμού
(βλ. την από 2.3.2000 κατάθεση της Ζ.Σ. και την από 4.12.2000 κατάθεση του
Ε.Ν.).
Αντίθετα οι κατηγορούμενοι-εκκαλούντες, αφού
επαναλαμβάνουν τα όσα στις απολογίες τους υποστήριξαν, στα συνοδευτικά αυτών
υπομνήματά τους, μεταξύ άλλων, ισχυρίζονται τα εξής:
1) μετά το σεισμό του 1981, το Δ.Σ. ανέθεσε
στον αποβιώσαντα ήδη Α.Δ. με την από 5.3.1981 απόφασή του, αποκλειστικά, ως μετόχου
κατά 35 τοις εκατό και τότε Αντιπρόεδρο, την εκτέλεση όλων των ενεργειών, που ο
ίδιος θα έκρινε σκόπιμες, ώστε να αποκατασταθούν οι ζημιές του κτιρίου,
γεγονός, το οποίο ενισχύεται από τα πρακτικά συνεδριάσεως του ΔΣ κατά τις
ημερομηνίες 30-6-81, 7-7-81, 6-10-81, 6-12-82 και 8-12-81 και τις σχετικές
εξουσιοδοτήσεις προς την Πολεοδομία Αθηνών, την ΕΤΕ κλπ. Συνεπώς δεν είχαν
καμία ανάμειξη οι λοιποί στην επισκευή των ζημιών.
2) όλες οι ζημίες αποκαταστάθηκαν, μέσω του
αναλαβόντος το έργο τούτο Ι.Κ., με αποτέλεσμα η πολεοδομία Αθηνών, κατόπιν
αυτοψίας, να εκδώσει την υπ' αρ. 453/24-7-1981 άδεια σεισμόπληκτου.
3) μάλιστα παρατάθηκε η διάρκεια της αδείας
επισκευής με σχετική έγκριση του Τ.Α.Σ.
Ανατολικής Αττικής και για πρώτη φορά ο εκ τούτων Δ.Κ., έλαβε γνώση της
εκθέσεως Μ. μετά το σεισμό του 1999 και επίσης ουδέποτε είχε τεθεί θέμα
ασφάλειας από το προσωπικό ή από το σωματείο των εργαζομένων.
4) όλες οι εργασίες έγιναν με προσοχή και
ασφάλεια, με την φροντίδα πολιτικού μηχανικού και κανείς δεν μπορεί να
καταλογίσει σ' αυτούς ποινική
ευθύνη
και μάλιστα, όπως τους παραπέμπει το εκκαλούμενο βούλευμα.
5) αν υπάρχει κάτι, αυτό το αδίκημα μπορεί
να διωχθεί εξ αμελείας και ως πλημ/μα έχει υποκύψει σε πενταετή παραγραφή από
της τελέσεως του.
6) αψευδής μάρτυρας των όσων έλαβαν χώρα
αποτελούν τα ανωτέρω μνημονευθέντα έγγραφα και υπέρ των απόψεών τους τάσσονται
οι μάρτυρες α) Χ.Μ., υπεύθυνος προσωπικού, β) Κ.Μ., γ) Ε.-Π.Β., οι οποίοι
καταθέτουν, μεταξύ άλλων, ότι στην ουσία τη διοίκηση ασκούσε ο πατέρας του Μ.
Δ.Κ. και ο Δ., που έχει ήδη αποβιώσει και οι λοιποί δεν είχαν καμία ανάμειξη
στην αποκατάσταση των ζημιών (βλ. τις καταθέσεις τους τιμολόγια και
ευχαριστήριες επιστολές του σωματείου των εργαζομένων).
7) τέλος, ο εκ των εκκαλούντων κατηγορούμενος
Ι.Κ. ζητά με το σχετικό συνημμένο στην έφεση του υπόμνημα, αφενός μεν να λάβει
γνώση της προτάσεώς μας, αφετέρου να εμφανισθεί ενώπιον του Συμβουλίου σας,
προκειμένου να παράσχει σχετικές εξηγήσεις προς διευκρίνηση των σε βάρος του
κατηγοριών.
Με
βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα, που ανέπτυξαν οι αντίδικοι και από τα έγγραφα, που
επικαλέσθηκαν οι κατηγορούμενοι, επεσυνάφθησαν αυτεπάγγελτα από την κυρία
ανάκριση και αναλύθηκαν ανωτέρω, προκύπτουν σαφώς, τα εξής:
1) το κτίριο, το οποίο κατέρρευσε το έτος
1999, είχε υποστεί πολύ σοβαρές βλάβες, κατά τους σεισμούς του 1981, γεγονός,
το οποίο γνώριζαν όλοι οι κατηγορούμενοι-εκκαλούντες με την ως άνω ιδιότητά
τους (βλ. την κατάθεση του Προέδρου των εργαζομένων Β.Ο.).
2) οι βλάβες αυτές διαπιστώθηκε ότι δεν
αποκαταστάθηκαν πλήρως, αλλά τουναντίον, λόγω αποφυγής του οικονομικού κόστους,
διέθεσαν μόλις ένα ποσόν της τάξεως των 4.000.000 δρχ. περίπου (βλ. σχετικό
πρακτικό του Δ.Σ. του έτους 1981).
3) οι βλάβες αυτές επεσημάνθηκαν στις
συνεδριάσεις του Δ.Σ. της εταιρείας και δόθηκε η εντολή αποκαταστάσεως στον
πολιτικό μηχανικό Ι.Κ. και ενώ αρχικά είχαν χαρακτηρισθεί ως πολύ σοβαρές
βλάβες, σε μεταγενέστερη συνεδρίαση του Δ.Σ. χαρακτηρίσθηκαν αυτές ως ελαφρές
(βλ. τα πρακτικά συνεδριάσεως).
4) η αποκατάσταση των ζημιών δεν έγινε
σύμφωνα με την οικοδομική άδεια, λόγω παρεκκλίσεως και επί πλέον το κτίριο,
παρά το ότι ήταν παλαιάς κατασκευής, επιβαρύνθηκε με βαριά μηχανήματα, τα οποία
ήσαν βλαπτικά για την στατικότητα του κτιρίου, που τελικά κατέρρευσε (βλ.
κατάθεση πολιτικού μηχανικού Π.Π.).
5) το έτος.1986, η Ε.Μ., λόγω προθέσεως των
ιδιοκτητών του εργοστασίου να πωλήσουν την επιχείρηση στον ΕΟΦ, αφού
επισκέφθηκε το εργοστάσιο, συνέταξε την από 19-3-1986 έκθεσή της, με την οποία
έκρινε τούτο ακατάλληλο, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί η αγοραπωλησία (βλ. την
έκθεση, την κατάθεση της Μ., την από 4-12-2000 κατάθεση του Α.Χ. και την
κατάθεση της Ζ.Σ.).
6) οι εργασίες, από του έτους 1981 και μετά
έλαβαν χώρα από τους εργαζομένους και μάλιστα, όπως λέγει το μέλος της
Διοίκησης της ΓΣΕΕ Ζ.Σ., υπό την επίβλεψη και εντολές του Κ., πατέρα του
σημερινού διευθύνοντος συμβούλου Μ., χωρίς την επίβλεψη μηχανικού (βλ. την
κατάθεσή της), άποψη την οποία υποστηρίζει και ο πρόεδρος του σωματείου των
εργαζομένων Β.Ο..
7) την άνοιξη του 1999 έπεσαν σοβάδες από
το ταβάνι του τμήματος των αλοιφών, λόγω διελεύσεως τη στιγμή εκείνη ενός κλαρκ
(βλ. κατάθεση της Ο.Ι.).
8) υπήρχε καταπόνηση των πλακών των ορόφων
από μηχανήματα καινούργια, τα οποία εγκαταστάθηκαν στο εργοστάσιο, παρά το ότι
ήταν παλιάς κατασκευής και υπήρχε κίνδυνος καταρρεύσεως και παρά την ανησυχία
των εργαζομένων που εξέφρασαν με παρεμβάσεις τους ο Β.Ο. και οι λοιποί
εκπρόσωποι των εργαζομένων στον Μ.Κ. και τον πατέρα του και παρά το ότι
γνώριζαν την όλη κατάσταση, καθώς και την έκθεση της Μ., ήσαν αρνητικοί με τις
προσπάθειες του σωματείου για καλλίτερες συνθήκες εργασίας και συχνά μάλιστα
ήσαν και απειλητικοί (βλ την κατάθεση του μάρτυρα Προέδρου του σωματείου
εργαζομένων Β.Ο.).
Συνεπώς, ενόψει των προεκτεθεντων,
προκύπτει σαφώς ότι οι κατηγορούμενοι, ενώ είχαν πλήρως ενημερωθεί από το έτος
1981, ότι, λόγω σεισμού, το κτίριο του εργοστασίου είχε υποστεί σοβαρές ζημιές
οι οποίες δεν αποκαταστάθηκαν από τον αναλαβόντα το έργο αυτό Ι.Κ., αλλ'
αντίθετα το έτος 1986 η κατάσταση ήταν η ίδια, γεγονός, το οποίο διαπίστωσε η
πολιτική μηχανικός Ε.Μ., με σχετική της έκθεση, την οποία και τους παρέδωσε, με
αποτέλεσμα να ματαιωθεί η πώληση προς τον ΕΟΦ, παρέλειψαν να προβούν στα
αναγκαία προστατευτικά μέτρα για την αποκατάσταση της όλης στατικότητος του
κτιρίου, παρά τις διαμαρτυρίες και προειδοποιήσεις του Προέδρου του σωματείου
των εργαζομένων Β.Ο., ότι υπήρχε κίνδυνος για την ζωή και υγεία των
εργαζομένων. Αντίθετα, όχι μόνο δεν έλαβαν κανένα προστατευτικό μέτρο, αλλ' επί
πλέον εξασθένησαν την στατικότητα του κτιρίου με την τοποθέτηση μεγάλων και
βαρέων μηχανημάτων, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει το κτίριο, λόγω του σεισμού
του Σεπτεμβρίου του 1999 και να καταπλακωθούν από τα συντρίμμια οκτώ (8)
εργαζόμενοι και να τραυματισθεί σοβαρά μία (1) εργάτρια.
Η δε επίρριψη τυχόν ευθυνών στον
αποβιώσαντα τότε Αντιπρόεδρο του ΔΣ Α.Δ., που φέρεται με απόφαση του Δ.Σ. να
αναλαμβάνει την όλη εποπτεία του ενισχυτικού οικοδομικού έργου, δεν δύναται να
γίνει αποδεκτή, διότι αυτός ενεργούσε κατ' εντολή του Δ.Σ. και όχι για τον
εαυτό του και άλλωστε με την εν έτει 1986 έκθεση της Ε.Μ. έλαβαν γνώση όλοι του
Δ.Σ.. ότι το κτίριο ήταν ακατάλληλο προς πώληση και συνεπώς, ότι από του έτους
1981 έως και το 1986 δεν είχαν λάβει χώρα οι πρόσθετες οικοδομικές εργασίες,
που ήσαν αναγκαίες για τη στατικότητα του κτιρίου. Αλλωστε, όπως εμφαίνεται από
τις σχετικές υπεύθυνες δηλώσεις με ημερομηνία 27-12-1963 και 8-6-1970 του
ιδιοκτήτου για την κατασκευή του ισογείου και Α ορόφου, για τη νομιμοποίηση του
αυθαίρετου υπογείου και προσθήκης β και γ ορόφων αντίστοιχα, τις είχαν
υπογράφει οι Δ.Κ. και Α.Δ. και συνεπώς γνώριζε το Δ.Σ. περί της πραγματικής
καταστάσεως.
Από τα ανωτέρω εκτεθέντα, προέκυψε ότι οι
κατ/νοι, με την ως άνω ιδιότητά τους, επέδειξαν παντελή έλλειψη επιμέλειας και
προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μειώσουν το οικονομικό κόστος της ασφαλούς
διορθώσεως και εξασφαλίσεως της στατικότητος του κτιρίου, προβαίνοντες σε
πρόχειρες επιδιορθώσεις, τις οποίες επισήμαναν οι ανωτέρω ελεγκτές, η Μ. και ο
Π., στις σχετικές εκθέσεις και ενόρκους καταθέσεις τους, αμέλεια, την οποία
επέδειξαν, καθόλη τη διαδρομή της λειτουργίας του εργοστασίου από της εποχής
των σεισμών του 1981 έως και την προηγουμένη ημέρα του σεισμού, δηλαδή την
6-9-1999 (και όχι, ως εσφαλμένως αναφέρεται στο εκκαλούμενο βούλευμα ως έσχατη
ημερομηνία η 6 Ιουλίου 1999, καθόσον ο σεισμός έλαβε χώρα την 7 Σεπτεμβρίου
1999 και οι απαγγελθείσες κατηγορίες από τον Ανακριτή αναφέρουν ως έσχατη
ημερομηνία την 8 Σεπ/βρίου του 1999) και ειδικότερα δεν έλαβαν τα αναγκαία
μέτρα, σύμφωνα με τους αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες που να εξασφαλίζουν
και να προστατεύουν τους εργαζομένους και τους εαυτούς τους, καθόσον και αυτοί
προσήρχοντο τακτικά προς εποπτεία της καλής και εύρυθμης λειτουργίας του
εργοστασίου, με την αύξηση της παραγωγής και δεν δύναται να υποστηριχθεί η
άποψη, που αναφέρθηκε στο εκκαλούμενο βούλευμα, ότι αυτοί πιθανολογούσαν ότι,
συνεπεία σεισμού ή άλλου γεγονότος, υπήρχε κίνδυνος καταρρεύσεως και θανάτου εκ
των ερειπίων ορισμένων εργαζομένων και παρά ταύτα αποδεχόντουσαν το αποτέλεσμα,
διότι, αν δεχτούμε την άποψη αυτή, τότε οι εκκαλούντες αδιαφορούσαν και
αποδεχόντουσαν και τον θάνατό τους, αφού, ως ελέχθη, μεταξύ των εργαζομένων στο
εργοστάσιο, ήσαν και αυτοί με τις ως άνω ιδιότητές τους, εργαζόμενοι
ποικιλλοτρόπως για την αύξηση της παραγωγής.
Αντίθετα, φρονούμε ότι υπάρχουν επαρκείς
ενδείξεις για αμελή συμπεριφορά των κατωτέρω κατηγορουμένων, καθόλο το χρονικό
διάστημα από την 23 Ιουλίου 1981 μέχρι και την 6 Σεπτεμβρίου του 1999 των εκ
των κατ/νων Δ.Κ., Μ.-Π.Κ., Ν.Μ.Μ., του δε Ν.Κ. από 1 Ιουλίου του 1983 έως την 6
Σεπτεμβρίου του 1999 και του πολιτικού μηχανικού Ι.Κ., πολιτικού μηχανικού για
το χρονικό διάστημα από 23 Ιουλίου 1981 μέχρι 30 Σεπτεμβρίου του 1982 και
συνεπώς, κατ' επιτρεπτή μεταβολή των κατηγοριών αυτών, θα πρέπει, 1) σύμφωνα με
τα άρθρα 309 παρ. 1 εδαφ. ε' και 313 του ΚΠΔ, να παραπεμφθούν οι τέσσερις ως
άνω πρώτοι κατηγορούμενοι-εκκαλούντες, στο ακροατήριο, του Τριμελούς Πλημ/κείου
Αθηνών, αρμοδίου, βάσει του άρθρου 112 παρ. 1 του ΚΠΔ, για να δικασθούν, για τα
πλημ/ματα:
α) της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά
συρροή (από την κατηγορία της ανθρωποκτονίας με πρόθεση κατά συρροή με
ενδεχόμενο δόλο) και β) της σωματικής βλάβης εξ αμελείας παρ' υποχρέου (από την
κατηγορία της απόπειρας ανθρωποκτονίας με πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο),
προβλεπομένα και τιμωρουμένα από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 28, 94
παρ. 1, 302 παρ. 1, 314 παρ. 1 εδαφ. α και 315 παρ. 1 εδαφ. β του ΠΚ (βλ.
Εφετ.ΘΕσ/νίκης 2/95 Υπερ. 95/331, ΜΟΕ Πατρών 90/98 Ποιν.Δικ. 99/201,
ΠλημΚερκύρας 75/98 ΠΧ ΜΗ/191, Πλημ. Σάμου 42/93 ΠΧ ΜΔ/551, Λάμπρου Καράμπελα,
Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου Η Μεταβολή και Αναθεώρηση της Ποινικής Κατηγορίας
έκδοσ. 1995 σελ. 60 και 62, Αθαν. Κονταξή, Αντεισαγγελέα Εφετών, Ερμηνεία Ποινικού
Κώδικαα, έκδοση 2000 σελ. 2475) για το χρονικό διαστημα από 29 Σεπ/βρίου 1996
μέχρι της 6 Σεπ/βρίου του 1999, καθόσον το προηγούμενο χρονικό διάστημα
υπέκυψαν αυτά στην τετραετή παραγραφή από της τελέσεώς τους.
Επίσης, σύμφωνα με τα άρθρα 309 παρ. 1β και
310 παρ. 1 του ΚΠΔ, θα πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για τα ανωτέρω
πλημ/ματα, λόγω παρόδου πενταετίας από της τελέσεώς τους και εξαλείψεως του
αξιοποίνου, σύμφωνα με το άρθρο 111 παρ. 3 του ΠΚ, για τα χρονικά διαστήματα
από 23 Ιουλίου 1981 έως 30 Σεπτεμβρίου 1982, από 1 Οκτωβρίου 1982 μέχρι και την
28 Σεπ/βρίου του έτους 1996 (για τους ανωτέρω κατηγορουμένους και τον Ι.Κ.) και
από την 1 Ιουλίου του 1983 έως και την 28Σεπ/βρίου 1996 για τον Ν.Κ., γενομένων
έτσι δεκτών κατ' ουσίαν εν μέρει των εφέσεων των κατηγορουμένων. Και ως εκ
τούτου θα πρέπει να εξαφανισθεί το εκκαλούμενο βούλευμα και να διατηρηθεί η
ισχύς των υπ' αρ. 44/2000, και 43/2000 διατάξεων του 16 Ανακριτού Αθηνών, με
τις οποίες επιβλήθηκαν περιοριστικοί όροι στους Δ.Κ. και Μ.-Π.Λ., όπως
αναφέρονται αυτοί σε κάθε μία των ανωτέρω διατάξεων. Να εξαφανισθεί η υπ' αρ.
45/2000 διάταξη του ίδιου Ανακριτού, με την οποία επιβλήθηκαν στον Ι.Κ.
περιοριστικοί όροι, μεταξύ των οποίων και η καταβολή χρηματικής εγγυήσεως εκ
δρχ. τριών εκατομμυρίων (3.000.000) και να διαταχθεί η απόδοση αυτής σ' αυτόν.
Θα πρέπει δε να τονισθεί, ότι η ασκηθείσα
κατ' αυτών ποινική δίωξη για επικίνδυνη σωματική βλάβη, τελεσθείσα σε βάρος της
Β. χαρακτηρίστηκε μετέπειτα ως απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση με ενδεχόμενο
δόλο και το Συμβούλιο αποφάνθηκε ότι, για το λόγο αυτό δεν πρέπει να γίνει
κατηγορία για την ασκηθείσα επικίνδυνη σωματική βλάβη και όχι γιατί δεν υπήρχαν
επαρκείς ενδείξεις. Για το λόγο αυτό δεν υπάρχει για το έγκλημα αυτό
εκκρεμοδικία ή δεδικασμένο, αλλά κατ' ουσίαν μεταβολή της κατηγορίας και γι'
αυτό αποφάνθηκαν ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία για την πράξη αυτή. Συνεπώς,
η μετατροπή της κατηγορίας, που αναφέρει το εκκαλούμενο βούλευμα σε απόπειρα
ανθρωποκτονίας από πρόθεση, με ενδεχόμενο δόλο, απλώς επιβάρυνε την αρχική
πράξη και με την παρούσα νέα μεταβολή της κατηγορίας δεν υπάρχει εκκρεμοδικία ή
δεδικασμένο.
Επίσης, για τους ανωτέρω λόγους θα πρέπει
ν' απορριφθεί το αίτημα του κατ/νου Ι.Κ., που ζητά την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του
ενώπιόν σας, προς παροχή διευκρινήσεως, καθόσον του δόθηκε επί πλέον η ευκαιρία
να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του, τόσο με την απολογία του και τα υπομνήματά
του, όσο και με την επίκληση των εγγράφων, που υπάρχουν στη δικογραφία.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΠΡΟΤΕΙΝΩ.
Ι. Να γίνουν τυπικά δεκτές και κατ' ουσίαν
εν μέρει οι υπ' αρ. 738/2001, 774/2001, 739/2001, 740/2001 και 714/2001 εφέσεις
των κατηγορουμένων Δ.Π.Κ., Ι.Κ., Μ.-Π.Δ.Κ., Ν.Δ.Κ. και Ν.-Μ.Π.Μ., κατοίκων
Φιλοθέης Αττικής και Αθηνών αντίστοιχα, με τις οποίες στρέφονται κατά του υπ'
αρ. 3418/19 Ιουλίου 2001 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών
Αθηνών.
2. Να παραπεμφθούν στο ακροατήριο του
Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, οι:
α) Δ.Π.Κ., β) Μ.-Π.Δ.Κ., γ) Ν.Δ.Κ. και δ)
Ν.-Μ.Π.Μ., κάτοικοι Φιλοθέης Αττικής, για να δικασθούν ως υπαίτιοι του ότι:
Στην Κάτω Κηφισιά Αττικής, κατά το χρονικό
διάστημα από 29 Σεπτεμβρίου του 1996 μέχρι την 6 Σεπτεμβρίου του 1999 διέπραξαν
με πολλές πράξεις τα εξής εγκλήματα:
Α) κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο επέφεραν
από αμέλεια, δηλαδή,
Από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλαν
κατά τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλλουν, τον θάνατο άλλου, χωρίς να
προβλέψουν το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του και ειδικότερα:
Με την ιδιότητά τους, ο Δ.Κ., ως Πρόεδρος
του Δ.Σ., ο Μ.-Π.Κ., ως Διευθύνων Σύμβουλος και μέλος του Δ.Σ., ο Ν.Κ. και ο
Ν.-Μ.Μ. ως μέλη του Δ.Σ της εδρευούσης στην Κάτω Κηφισιά Αττικής εταιρείας με
την επωνυμία Φ.** Η. Φ. Β. ΑΒΕΕ και εργοδότες στην ουσία των εργαζομένων. Στην ως άνω εταιρεία, ενώ, σύμφωνα με τα
άρθρα 17 παρ 1, 32 παρ. 1 του Ν. 1568/85 και το άρθρο 1 Β.Δ. 25,8/5.9.20,
ώφειλαν ως εργοδότες να δημιουργούν ασφαλές και υγιεινό περιβάλλον στους ως άνω
εργαζομένους στο εργοστάσιό τους και γενικά να λαμβάνουν κάθε απαιτούμενο
μέτρο, ώστε να εξασφαλίζονται αυτοί από κάθε κίνδυνο, που μπορούσε να απειλήσει
την υγεία και την σωματική τους ακεραιότητα στο ευρισκόμενο στο οικοδομικό
τετράγωνο 530, μεταξύ των οδών Α., Α. και Τ. συγκρότημα του εργοστασίου τους,
αποτελούμενο από ένα τετραόροφο κυρίως κτίριο βιομηχανικής χρήσεως, ένα διόροφο
κτίριο γραφείων και ένα διόροφο κτίριο συνδετικό των δύο προηγουμένων, και ενώ
γνώριζαν ότι το τετραόροφο αυτό κτίριο είχε ήδη σημαντική απόκλιση σε σχέση με
την αρχική άδεια οικοδομής του Ε658/64 και την μεταγενέστερη 26992/70, καθόσον
είχε καταργηθεί ο αρμός διαστολής και κυρίως είχαν μειωθεί οι διατομές και οι
οπλισμοί των υποστυλωμάτων, γεγονος, που καθιστούσε ελαττωματικό τον φέροντα
οργανισμό του κτιρίου, και είχαν παραλειψει να δώσουν εντολή στον πολιτικό
μηχανικό Ι.Κ. να προβεί και στη διόρθωση και επισκευή του φέροντος οργανισμού
του κτιρίου, αρκεσθέντες στη σύνταξη από αυτόν τεχνικής εκθέσεως και σχεδίων
για την έκδοση αδείας επισκευής μόνο των ζημιών, που είχε πάθει το επίμαχο κτίριο,
κατά τους σεισμούς του 1981, καθώς και στην επίβλεψη από αυτόν της επισκευής
αυτής μόνο, ήτοι της επενδύσεως από μανδύα οπλισμένου σκυροδέματος και των
ρητινενέσεων στα με αριθμούς Κ36, Κ38 και Κ17 υποστυλώματα του ισογείου και στο
με αριθμό Κ17 υποστυλώματα του πρώτου ορόφου, υποστάντα από τον σεισμό σοβαρές
ρηγματώσεις και στο με αριθμό Κ37; υποστύλωμα του πρώτου ορόφου, υποστάντα από
τον σεισμό τριχοειδείς ρωγμές, με αποτέλεσμα ο φέρον οργανισμός του κτιρίου να
παραμένει εν γνώσει τους ελαττωματικός. Όμως, παρά το ότι η ανωτέρω κατάσταση
παρέμενε στάσιμη, χωρίς καμία ουσιώδη μεταβολή, που να εξασφαλίζει την αντοχή
του εν λόγω κτιρίου, αυτοί εξακολούθησαν να μην προβαίνουν σε καμία επισκευή
και σταθεροποίηση της στατικότητος του ανωτέρω κτιρίου, παραλείποντας να λάβουν
τα ενδεδειγμένα μέτρα, ώστε να καταστήσουν ικανό τον παραμένοντα εν γνώσει τους
ελαττωματικό φέροντα οργανισμό του τετραορόφου κτιρίου, γεγονός, που καθιστούσε
τούτο μη ικανό να ανταπεξέλθει σε δυσμενείς συνθήκες χρήσεως και περιβάλλοντος,
όπως επερχόμενος σεισμός, γνωστής ούσης της σεισμικότητος της Αττικής,
επιδεινουμένης συνεχώς της καταστάσεώς του με την πάροδο του χρόνου και τη
χρήση του, συνεχίζοντας την λειτουργία του και την αποκόμιση κερδών εξ αυτής,
με αποτέλεσμα, συνεπεία της αμέλειας αυτής, να καταρρεύσει το νότιο μέρος του
κτιρίου, και να καταπλακωθούν από τα ερείπια και να σκοτωθούν οι: 1) Κ.Σ., 2)
Α.Τ. 3) Β.Α., 4) Κ.Α., 5) Β.Γ., 6) Δ.Κ., 7) Β.-Κ.Π. και 8) Α.Μ..
Β) κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, οι ίδιοι
κατηγορούμενοι, υπόχρεοι,
Λόγω του επαγγέλματός τους, σε ιδιαίτερη
επιμέλεια και προσοχή, κατά τη λειτουργία του εργαστασίου τους, από αμέλειά
τους, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις
και μπορούσαν να καταβάλλουν, προκάλεσαν σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας
άλλου, χωρίς να προβλέψουν το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη τους
και συγκεκριμένα με την ως άνω ιδιότητά τους, επέδειξαν την αμελή συμπεριφορά,
ως αυτή περιγράφεται στην προηγούμενη παράγραφο της ανθρωποκτονίας από αμέλεια,
με αποτέλεσμα να καταρρεύσει,λόγω του σεισμού της 7 Σεπτεμβρίου του 1999, το
νότιο μέρος του ανωτέρω μνημονευθέντος κτιρίου και η εκεί εργαζομένη Α.Β. να
υποστεί βαριά κάκωση δεξιού άκρου ποδός και ακρωτηριασμό τμήματος των δακτύλων.
3) Να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, λόγω
παρόδου πενταετίας από της τελέσεώς των ανωτέρω πλημ/των, για τα χρονικά
διαστήματα από 23 Ιουλίου 1981 μέχρι 30 Σεπ/βρίου 1982, από 1η Οκτωβρίου 1982
μέχρι και 28Σεπ/βρίου 1996 και 1 Ιουλίου 1983 έως και 28 Σεπ/βρίου του έτους
1996 και εξαλείψεως του αξιοποίνου για όλους τους κατ/νους-εκκαλούντες
αντίστοιχα, και δη τους ίδιους ως άνω κατ/νους και του Ι.Π.Κ. αντίστοιχα.
4) Να εξαφανισθεί το ανωτέρω εκκαλούμενο
βούλευμα.
5) Να διατηρηθεί η ισχύς των υπ' αρ.
44/2000 και 43/2000 διατάξεων του 16ου Ανακριτού Αθηνών, με τις οποίες
επιβλήθηκαν στους εκ των κατ/νων Δ.Κ. και Μ.-Π.Κ. αντίστοιχα περιοριστικοί
όροι, όπως αναφέρονται αυτό σε κάθε μία των ανωτέρω διατάξεων.
6) Να εξαφανισθεί η υπ' αρ/. 45/2000 ομοία
διάταξη του ανωτέρω Ανακριτού, με την οποία επιβλήθηκαν στον Ι.Κ. περιοριστικοί
όροι, μεταξύ των οποίων η καταβολή χρηματικής εγγυήσεως εκ δρχ. τριών
εκατομμυρίων (3.000.000) και να διαταχθεί η απόδοση σ' αυτόν της εγγυήσεως
αυτής και
7) Ν' απορριφθεί το αίτημα του κατ/νου Ι.Κ.
για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν σας προς παροχή διευκρινήσεων.
Αθήνα 28 Σεπτεμβρίου 2001.
Ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών
Ανδρέας Απέργης".
Στη συνέχεια και πριν εκδοθεί βούλευμα ο
παραπάνω Εισαγγελέας, εισήγαγε στο Συμβούλιο αυτό το από 5 Οκτωβρίου 2001
συμπληρωματικό υπόμνημα αίτηση των α) Δ.Κ., β) Μ.-Π.Κ. και γ) Ν.Κ., κατοίκων
Φιλοθέης Αττικής, με το οποίο ζητούν την αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του
Συμβουλίου τούτου, για παροχή διευκρινίσεως, με την υπ' αριθμ. 574/2002 έγγραφη
πρότασή του, που είναι η ακόλουθη:
"Εισάγω ενώπιόν σας, σύμφωνα με τα
άρθρα 309 παρ. 2 και 317 παρ. 1 του ΚΠΔ, το από 5 Οκτωβρίου του 2001
συμπληρωματικό απολογητικό υπόμνημα των 1) Δ.Π.Κ., 2) Μ.-Π.Κ. και 3) Ν.Κ.,
κατοίκων Φιλοθέης Αττικής, με το οποίο ζητούν να εμφανισθούν στο Συμβούλιό σας,
προκειμένου να παράσχουν διευκρινήσεις επί της υπό κρίση υποθέσεως, επί της
οποία έχει υποβληθεί η υπ' αριθ. 2114/28 Σεπτεμβρίου 2001 πρότασή μου και
εκθέτω τα εξής:
Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων,
προκύπτει σαφώς ότι το δικαίωμα της αυτοπρόσωπης εμφανίσεως ενώπιον του
Συμβουλίου Εφετών έχουν οι διάδικοι σε ποινική δίκη, δηλαδή ο κατηγορούμενος
και ο πολιτικώς ενάγων υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
1) Να έχει ασκηθεί υπ' αυτών εγκύρως και
νομίμως το ένδικο μέσο.
2) μετά το πέρα της κυρίας ανακρίσεως, να
πρόκειται το Συμβούλιο να προβεί σε ουσιαστική εκτίμηση της υποθέσεως και
3) να κατατεθεί η σχετική αίτηση και μέχρι
της κατά τα άρθρα 306 και 138 παρ. 2 του ΚΠΔ αναπτύξεως της προτάσεως υπό του
Εισαγγελέως επί της ουσίας.
Πάντα τα ανωτέρω σημαίνουν ότι το Δικαστικό
Συμβούλιο δε δύναται να αποδεχθεί το ως άνω αίτημα όταν α) λείπει μία εκ των
ανωτέρω προϋποθέσεως, β) υπάρχουν πλήρεις και επαρκείς εξηγήσεις των
ενδιαφερομένων διαδίκων, όπως π.χ. η υποβολή πολυσέλιδων υπομνημάτων, εγγράφων
κλπ. και γ) εάν ο κατ/νος ή ο πολ. ενάγων δεν εκθέτουν σαφώς ότι ζητούν την
αυτοπρόσωπη εμφάνιση για παροχή διευκρινήσεως, ενώ, αν επικαλούνται λόγους
σοβαρούς και το αποδεικτικό υλικό είναι ατελές και ανεπαρκές, τότε το Συμβούλιο
έχει υποχρέωση να καλέσει αυτόν και να
ακούσει τις σχετικές τους διευκρινήσεις και αν δεν το πράξει αυτό, τότε για τον
κατηγορούμενο δημιουργείται απόλυση ακυρότητα (βλ. ΑΠ 1442/83, 1163/84, 363/84,
395/84, 1161/85, 1664/84,1082/84, 1258/85, 1006/87, 1580/86, 1667/86, 1527/87,
1679/87, 1728/87, 1818/87, 1820/87, 8/88,247/88, 23/88, Εφετ.Αθην. 334/82,
Πλημ. Θεσ. 925/89 ΠΧ ΛΔ/415, ΛΕ/243, ΛΔ/827, 837, ΛΣΤ/327, ΛΕ/503, 222,
ΛΣΤ/255, ΛΖ/820, 201, 223, ΛΗ/221, 291, 272, 293-4, 363, 364, 415, 516, 572,
ΛΒ/685, ΛΘ/524).
Στην υπό κρίση περίπτωση, την 28 Σεπτεμβρίου
του 2001 υπέβαλλα στο Συμβούλιό σας την υπ' αριθ. 2114/01 πρότασή μου, με την
οποία ζητούσα α) να παραπεμφθούν, κατ' επιτρεπτή μεταβολή κατηγορίας, οι Δ.Κ.,
Μ.-Π.Κ., Ν.Κ. και Ν.-Μ.Μ., στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών για
α) ανθρωποκτονία από αμέλεια και β) σωματική βλάβη από αμέλεια παρ' υποχρέου
για το χρονικό διάστημα από 29 Σεπ/βρίου του 1996 μέχρι την 6 Σεπτεμβρίου του
1999 και β) να παύσει οριστικά, λόγω παρόδου πενταετίας από της τελέσεως αυτών
και εξαλείψεως του αξιοποίνου, η ποινική δίωξη για το χρονικό διάστημα από 23
Ιουλίου του 1981 μέχρι 30 Σεπτεμβρίου του 1982, από 1 Οκτωβρίου του 1982 μέχρι
και 28 Σεπτεμβρίου του 1996 και 1
Ιουλίου του 1983 έως και 28 Σεπτεμβρίου του 1996 για όλους τους παραπάνω και
τον Ι.Κ. αντίστοιχα.
Μετά την υποβολή της ανωτέρω προτάσεώς μου,
οι κατ/νοι υπέβαλλαν το από 5 Οκτωβρίου του 2001 συμπληρωματικό τους υπόμνημα,
με το οποίο ζητούσαν να εμφανισθούν αυτοπροσώπως στο Συμβούλιό σας, προκειμένου
να παράσχουν τις δέουσες διευκρινήσεις, πλην όμως αυτό το υπόμνημα δεν τέθηκε
υπόψη μου, με αποτέλεσμα να διαβιβασθεί από το τμήμα βουλευμάτων του Εφετείου
Αθηνών σ' εμένα το υπ' αρ. 938/13 Μαρτίου 2002 έγγραφο του γραμματέως,
συνοδευόμενο με απόσπασμα της προτάσεώς μου, το ανωτέρω συμπληρωματικό υπόμνημα
των ανωτέρω, με το οποίο ζητούσαν την αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους, προκειμένου να
υπάρξει πρότασή μου επ' αυτού, μια που η σχετική υπόθεση εκκρεμεί ακόμη στο
Συμβούλιό σας, το οποίο δεν έχει αποφανθεί επί της ουσίας των κατηγοριών.
Από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας,
διαφαίνεται ότι οι αιτούντες κατ/νοι απολογήθηκαν στον ανακριτή, κατέθεσαν τις
απόψεις τους και προς απόδειξη των ισχυρισμών τους, κατέθεσαν και διάφορα
έγγραφα, επικαλεσθέντες τα αντίστοιχα έγγραφα και καταθέσεις, που υπάρχουν στη
δικογραφία.
Με το παρόν συμπληρωματικό υπόμνημα
ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει ποινική ευθύνη αυτών και συνεπώς δεν διέπραξαν
κανένα εκ των εγκλημάτων, για τα οποία κατηγορούνται. Με αυτό το υπόμνημα απλώς
εκφράζουν τις απόψεις τους και συνεπώς, σε συνδυασμό με το όλο αποδεικτικό
υλικό, δεν είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτή η αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον
του Συμβουλίου σας, διότι τους δόθηκε η ευκαιρία, στα πλαίσια της κυρίας
ανακρίσεως και κατά το στάδιο της υποβολής της δικογραφίας σ' εμάς, κατόπιν
σχετικών εφέσεών τους, να εκθέσουν πλήρως τις απόψεις τους, πράγμα, που έκαναν
με την υποβολή υπομνημάτων και καταθέσεως διαφόρων εγγράφων.
Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί το ανωτέρω
αίτημά τους για τους άνω λόγους.
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω
Ν' απορριφθεί η εμπεριεχομένη στο από 5
Οκτωβρίου 2001 συμπληρωματικό υπόμνημα αίτηση των α) Δ.Κ., β) Μ.-Π.Κ. και γ)
Ν.Κ., κατοίκων Φιλοθέης Αττικής, με την οποία ζητούν την αυτοπρόσωπη εμφάνισή
τους ενώπιον του Συμβουλίου σας, για παροχή διευκρινήσεων επί της κατ' ουσίαν
εξεταζομένης ήδη από σας ποινικής υποθέσεως, εμμένοντας στην υπ' αρ. 2114/01
πρότασή του επί της ουσίας, η οποία ευρίσκεται εκκρεμής ενώπιόν σας.
Αθήνα 14 Μαρτίου 2002.
Ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών
Νικ. Απέργης"
Αφού άκουσε τον παραπάνω Εισαγγελέα, ο
οποίος αναφέρθηκε στην πιο πάνω έγγραφη πρότασή του, που ανέπτυξε και προφορικά
και κατόπιν αποχώρησε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή οι κρινόμενες 1) από 10.9.2001 και
με αριθμό καταθέσεως 738/2001 έφεση του κατηγορουμένου Δ.Κ., 2) η από 6.9.2001
και με αριθμό καταθέσεως 724/2001 έφεση του κατηγορουμένου Ι.Κ., 3) από
10.9.2001 και με αριθμό καταθέσεως 739/2001 έφεση του Μ.-Π.Δ.Κ., 4) η από
10.9.2001 και με αριθμό καταθέσεως 740/2001 έφεση του Ν.Δ.Κ., 5) η από 5.9.2001
έφεση του κατηγορουμένου Ν.-Μ.Π.Μ., που ασκήθηκαν, οι 1η, 3η, 4η και 5η από
τους πληρεξουσίους δικηγόρους αντίστοιχα των κατηγορουμένων δυνάμει σχετικών
εξουσιοδοτήσεων και η 2η αυτοπροσώπως από τον κατηγορούμενο Ι.Κ., οι οποίες
στρέφονται κατά του υπ' αριθμό 3418/2001 βουλεύματος με το οποίο παραπέμφθηκαν
οι κατηγορούμενοι στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών για να
δικασθούν για τις πράξεις της ανθρωποκτονίας με πρόθεση (ενδεχόμενο δόλο)
νομίμως φέρονται με πρόταση του Εισαγγελέα στο Συμβούλιο τούτο στο οποίο
απευθύνονται και ασκήθηκαν παραδεκτώς και αρμοδίως (αρ. 317, 318, 473 παρ. 1,
474 παρ. 1 και 2, 477, 478 παρ. 1α ΚΠΔ). Συνεπώς πρέπει να ερευνηθούν ως προς
την ουσιαστική τους βασιμότητα.
Κατά την παρ. 1 του άρθρου 299 ΠΚ, όπως
ισχύει μετά την κατάργηση της ποινής του θανάτου με το άρθρο 33 παρ. 1 του ν.
2172/1993 όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη. Από τη
διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της
ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση ξένης ζωής
με θετική ενέργεια ή με παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από το νόμο
υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων
της πράξεως και τη θέληση θανατώσεως του άλλου ανθρώπου αρκεί δε και
ενδεχόμενος δόλος, ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 εδ. β' ΠΚ, υπάρχει
όταν ο δράστης γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να προέλθει ο θάνατος
προσώπου (διανοητικό - γνωστικό στοιχείο του δόλου) και αποδέχεται το
αποτέλεσμα αυτό (βουλητικό στοιχείο του δόλου) ΑΠ 1206/2000 ΠΧ ΝΑ 415, ΑΠ
418/1999 ΠΧρ Ν 41, ΑΠ 106/97 ΠΧ ΜΗ 372, ΑΠ 449/96 ΠΧ ΜΖ 69, ΑΠ 931/96 ΠΧ ΜΖ
419, ΑΠ 1396/93 ΠΧ ΜΓ 1156, ΑΠ 715/92 ΠΧ Π 1395, ΑΠ 1039/90 ΠΧ Ι 315, ΑΠ 923/78
ΠΧ ΚΘ 70, ΑΠ 59/78 ΠΧ ΚΗ 411 "Ενδεχόμενος δόλος ή κυριολεκτικά δόλος
αποδοχής του ενδεχόμενου (η ύπαρξη του οποίου απαιτεί ειδική αιτιολογία βλ. ΑΠ
1453/96 ΠΧ ΜΖ 836, ΑΠ 423/87 ΠΧ ΛΖ 725) υπάρχει στην περίπτωση που ο δράστης
δεν επιδιώκει μεν το εγκληματικό αποτέλεσμα, αλλά αποβλέπει σε κάτι άλλο,
προβλέπει όμως ότι η εκπλήρωση της επιδίωξής του θα έχει ενδεχόμενη (πιθανή)
συνέπεια την πραγμάτωση του εκγληματικού αποτελέσματος και παρ' όλα αυτά
προχωρεί στην τέλεση της πράξης του. Για τον προσδιορισμό της έννοιας "της
αποδοχής" του εγκληματικού αποτελέσματος εκ μέρους του δράστη, του
βουλητικού δηλ. στοιχείου του ενδεχόμενου δόλου η επιστήμη αλλά και η νομολογία
δεν ανατρέχουν στους χώρους του συναιασθηματικού, αλλά στο γνωσιολογικό
στοιχείο το οποίο ενεργεί συμπληρωματικά, προσφέρει δηλαδή κατάλληλες ενδείξεις
για την βουλητική στάση του δράστη προσδίδοντας σε αυτή το ακριβές της
περιεχόμενο. Ετσι "αποδέχομαι" τον κίνδυνο επελεύσεως του
αποτελέσματος σημαίνει σταθμίζω τα υπέρ και κατά με βάση τα δεδομένα στοιχεία
και αποφασίζω να προβώ στην πράξη, επειδή αυτό μου είναι σημαντικότερο από το
φόβο μήπως επέλθει τελικά το αποτέλεσμα. Δύο δε από τα κυριότερα αντικειμενικά
κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του γνωσιολογικού στοιχείου
και κατά συνέπεια της βουλητικής στάσης του δράστη είναι το (αντικειμενικό)
ποσοστό επικινδυνότητας και η τυχόν ιδιοτέλεια του σκοπού που επιδιώκει ο
δράστης με την πράξη του. Οσον αφορά το πρώτο, η χρησιμότητά του ως ενδεικτικού
στοιχείου της βουλητικής στάσεως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, διότι όταν ένας
δράστης προβαίνει στο εγχείρημα παρά το υψηλό ποσοστό κινδύνου είναι λογικό να
συμπεραίνουμε ότι αυτός αποδέχεται το αποτέλεσμα. Αναφορικά εξάλλου με το
δεύτερο από τα ανωτέρω κριτήρια, χρησιμοποιείται υπό την έννοια ότι ο δράστης
που παραβλέπει την πιθανότητα επελεύσεως του αποτελέσματος επειδή τον
ενδιαφέρει να επιτύχει έναν συγκεκριμένο σκοπό, φέρεται από ενδεχόμενο δόλο. Η
"ελπίδα" εξάλλου και κατά μείζονα λόγο η απλή ευχή ή επιθυμία του
δράστη περί με επέλευσης του από αυτόν προβλεπομένου ως ενδεχόμενου να επέλθει
εγκληματικού αποτελέσματος εντάσσονται κατά την ορθότερη και μάλλον κρατούσα
άποψη στη νομολογία και στην επιστήμη στο πεδίο του ενδεχόμενου δόλου και όχι
στο πεδίο της συγγενούς προς τον "ενδεχόμενο δόλο" έννοιας της
"ενσυνείδητης αμέλειας" για τη συνδρομή της οποίας απαιτείται όχι
ελπίδα, αλλά πίστη περί μη επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Το σχετικό
ορθό επιχείρημα για την εν λόγω ένταξη της έννοιας της "ελπίδας" και
των ανωτέρω συναφών εννοιών στο πεδίο του ενδεχόμενου δόλου είναι η συνέχιση
της κινδυνώδους δραστηριότητας παρά την ύπαρξη ελπίδος αποφυγής του
εγκληματικού αποτελέσματος δείχνει ότι σπουδαιότερη για το δράστη είναι η
επίτευξη του τελικού σκοπού του παρά τη διαφύλαξη του εννόμου αγαθού του οποίου
πιθανολογείται η βλάβη. Προς αυτή
την κατεύθυνση έχει εξελιχθεί και ο προσδιορισμός του ενδεχόμενου δόλου από την
επιστήμη ο οποίος γίνεται δεκτό ότι υπάρχει οσάκις ο δράστης έλαβε σοβαρά υπόψη
του το ενδεχόμενο πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και
αφού το στάθμισε με ότι επεδίωκε με την πράξη του έκρινε το τελευταίο ως τόσο
σημαντικό ώστε ακόμη και αν το αξιόποινο αποτέλεσμα δεν ήταν γι' αυτόν καθεαυτό
(υπό την ευρεία έννοια) αποδεκτό ή ήταν ακόμη και αποδοκιμαστέο, αποφάσισε
ωστόσο να προχωρήσει στην πράξη, ελπίζοντας, ευχόμενος στην καλύτερη περίπτωση
ότι το αποτέλεσμα τελικά δεν θα επέλθει (βλ. Ν. Χωραφάς Ποιν. Δίκαιον τόμος 1ος
ειδ. 9η σελ. 277, Γ.Α. Μαγκάκης Ποινικό Δίκαιο τεύχος δεύτερο έκδοση 1979 σελ.
283, 291, 292, Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη Δόλος Αμέλεια ένα πρόβλημα πέρα από το
ποινικό Δίκαιο Π.Χρ ΜΕ/1189, Νικ. Ανδρουλάκης πως διακρίνεται ο ενδεχόμενος
δόλος από την ευσυνείδητη αμέλεια ΠΧ ΜΑ/12, ΑΠ 1061/97 ΠΧ ΜΗ 373, ΑΠ 1124/95 ΠΧ
ΜΣΤ 490, ΑΠ 272/93 ΠΧ ΜΓ 165, ΑΠ 1658/91 ΠΧ ΜΒ 293). Δεν είναι δε απαραίτητο ο
δράστης για το αποτέλεσμα αυτό το οποίο ήλεγχε με την ενέργεια ή την παράλειψή
του να είχε μέσα του καθημερινά εναρχή τη γνώση και τη βούληση. Αρκεί ότι
υπάρχει η επίγνωση στο περιθώριο της συνείδησης του (Ν. Ανδρουλάκης Ποιν.
Δίκαιο Γενικό Μέρος σελ. 271-274, 290-291, Αγγ. Μπουρόπουλου Ερμ. Ποιν. Κωδ.
τόμος Α1 σελ. 40-41, Ν. Χωραφά Γενικές αρχές Ποινικού Δικαόυ 1960 σελ. 491,
Συστηματική Ερμηνεία του Κώδικα, Αλεξ. Κατσαντώνης Η διάκριση ενδεχόμενου δόλου
και εν συνειδήσει αμελείας ΠΧ Κ σελ. 322-341).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 15 ΠΚ "όπου ο
νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο
αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο
υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την
επέλευση του αποτελέσματος". Η διάταξη προβλέπει το δια παραλείψεως
τελούμενο έγκλημα το οποίο θεωρείται υφιστάμενο, οσάκις αυτός που παρέλειψε να
αποτρέψει την επέλευση του αποτελέσματος, ανήκοντος στην αντικειμενική υπόσταση
ορισμένου εγκλήματος τελέσεως, τιμωρείται όπως αυτός ο οποίος δι' ενεργείας
παρήγαγε το αποτέλεσμα, δηλ. ο δράστης του εγκλήματος τελέσεως. Υπόκειται
ειδική μορφή εγκλήματος, δεδομένου ότι η αντικειμενική υπόστασή του τελείται
όχι μόνο δι' ενεργείας αλλά και δια παραλείψεως, ισουμένης νομικώς προς την δι'
ενεργείας παραγωγή του αποτελέσματος. Οχι όμως οποιαδήποτε παράλειψη με
εγκληματικό αποτέλεσμα κατά την αντικειμενική υπόσταση εντάσσεται στην έννοια
του εγκλήματος του δια παραλείψεως τελουμένου αλλά μόνο οσάκις ο φερόμενος ως
παραλείψας είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του
αποτελέσματος. Προϋπόθεση εφαρμογής της είναι η ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως του
υπαιτίου για ενέργεια που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος για την
επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ύπαρξη τέτοιας νομικής
υποχρεώσεως σε έγκλημα που τελείται με παράλειψη μπορεί να πηγάζει είτε από
ρητή διάταξη του νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέεται με
ορισμένη έννομη σχέση του υποχρέου είτε από σύμβαση είτε από προηγούμενη
συμπεριφορά του υπαιτίου από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος του
εγκληματικού αποτελέσματος όπως: α) Κατά το άρθρο 1 εδ. α' Ν. 1512/1985 οι
κύριοι, οι επικαρπωτές και νομείς κτιρίων οφείλουν να τα διατηρούν σε τέτοια
κατάσταση ώστε να μην προκαλούν κίνδυνο σε ανθρώπους, με ξένα πράγματα ή στη
δημόσια υγεία. β) Κατά το άρθρο 1 ΒΔ 25.8/5.9.1920 οι βιομήχανοι, οι βιοτέχνες
υποχρεούνται να διαθέτουν και να διατηρούν τα εργοστάσια, εργαστήρια και
καταστήματά τους με τρόπο ώστε να εξασφαλίζουν τους εργαζόμενους σ' αυτούς και
τους περιοίκους από κινδύνου ζωής, υγείας και σωματικής ακεραιότητας. Οι
διατάξεις αυτές εφαρμόζονται σ' όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και
εργασίες του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα και ως χώρος εργασίας νοείται κάθε
χώρος που βρίσκονται ή μεταβαίνουν οι εργαζόμενοι εξ αυτής της εργασίας τους
και που είναι κάτω από τον έλεγχο του εργοδότη (άρθρο 1 Ν. 1568/1985). γ) Κατά
το άρθρο 17 παρ. 1 Ν. 1568/1985 "Η μελέτη των χώρων εργασίας πρέπει να
αποβλέπει στη δημιουργία ασφαλούς και υγιεινού περιβάλλοντος και ακώλυτης ροής
της εργασίας ...". Σύμφωνα με το άρθρο 32Α του ίδιου νόμου "ο
εργοδότης έχει υποχρέωση να λαμβάνει κάθε μέτρο που απαιτείται ώστε να
εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι και οι τρίτοι που παρευρίσκονται στο χώρο
εργασίας από κάθε κίνδυνο που μπορεί να απειλήσει την υγεία ή την σωματική τους
ακεραιότητα. Τέλος σύμφωνα με το άρθρο 2 του ίδιου νόμου κάθε εργοδότης που
παραβαίνει με πρόθεση τις διατάξεις του νόμου αυτού τιμωρείται σε βαθμό
πλημμελήματος, ενώ δ) Κατά το άρθρο 286 ΠΚ όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή
του με το άρθρο 2331/1955 "όποιος κατά την εκπόνηση μελέτης ή τη διατύπωση
ή την εκτέλεση οικοδομικού ή άλλου ανάλογου έργου ή μιας κατεδάφισης με πρόθεση
ή από αμέλεια ενεργεί παρά τους αναγνωρισμένους τεχνικούς Κανόνες και έτσι
προξενεί κίνδυνο για τη ζωή ή την υγεία ανθρώπου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι
δύο ετών".
Το έγκλημα αυτό, του άρθρου 286 ΠΚ, είναι
ουσιαστικό (αποτελέσματος), συγκεκριμένης διακινδυνεύσεως και στιγμιαία, διότι
επ' αυτού η προσβολή του προστατευόμενου έννομου αγαθού τελειούται με την
εφάπαξη πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και δεν
παρατείνεται λόγω της μη άρσης, από το δράστη, του προξενηθέντος κινδύνου,
οπότε είναι αδιάφορος για την τελείωση του εν λόγω εγκλήματος η ενδεχόμενη
πραγμάτωση του κινδύνου και ειδικότερα η επέλευση του θανάτου ή της σωματικής
βλάβης. Ετσι χρόνος τελέσεως του εγκλήματος τούτου είναι ο χρόνος κατά τον
οποίο ο δράστης κατά την διεύθυνση ή διεξαγωγή οικοδομικού τινός έργου ενήργησε
(από πρόθεση ή αμέλεια) παρά τους κοινώς αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες με
συνέπεια να προξενηθεί ο κίνδυνος για τη ζωή ή την υγεία ανθρώπου και όχι ο
χρόνος πραγματοποίησης του κινδύνου, δηλ. εκείνος κατά τον οποίο επήλθε ο
θάνατος ή η σωματική βλάβη. Επομένως η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει από τον
χρόνο ενεργείας του δράστη με απώτερο χρονικό σημείο την αποπεράτωση-παράδοση
του έργου (βλ. ΑΠ ολομ. 641/1982 ΠΧ ΛΓ 60 και εκεί εισαγγ. αγορ. Κ. Φαφούτη).
Κι αυτά, σε αρμοδία προς τον κανόνα, υιοθετούμενο και από τις διατάξεις του
άρθρου 17 ΠΚ, πριν από τη συμπλήρωσή τους με το άρθρο 20 παρ. 5β Ν. 2331/1995,
ότι ο χρόνος τέλεσης ενός εγκλήματος είναι εκείνος κατά τον οποίο πραγματώθηκε
η αξιόποινη συμπεριφορά, ανεξάρτητα από το χρόνο κατά τον οποίο επήλθε το
αποτέλεσμα, με βάση την ορθή σκέψη ότι ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, η
ικανότητα προς καταλογισμόν, η υπαιτιότητα δε θα είχαν νόημα αν εσκοπούντο όχι
ενόψει του χρόνου κατά τον οποίο ο τιμωρούμενος άνθρωπος έδρασε, αλλά ενόψει
του χρόνου κατά τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα (βλ. Ν. Χωραφά Ποιν. Δικ. (εκδ.
1978) σελ. 422 στοιχ. Α, Μυλωνόπουλος Εφαρμογές Ποινικού Δικαίου (1997) σελ. 67
επ., 74 επ. και εκεί παρ.). Μετά την από 24.8.95 τροποποίηση του άρθρου 286 ΠΚ
με το άρθρο 20 παρ. 5α Ν. 2331/1995 και την, συνακόλουθα, τροποποίηση του
άρθρου 112 ΠΚ με το ίδιο άρθρο του ίδιου νόμου, προστέθηκε παρ. 2, σύμφωνα με
την οποί η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα της επέλευσης του αποτελέσματος της
παραβίασης. Όμως η διάταξη αυτή κατ' άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ δεν εφαρμόζεται στις
πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την ισχύ του νόμου αυτού, καθόσον η νεότερη
αυτή διάταξη είναι δυσμενέστερη του παλαιού άρθρου για τον κατηγορούμενο
αναφορικά με το ζήτημα της παραγραφής και ειδικότερα δεν εφαρμόζεται στις
πράξεις που τελέσθηκαν πριν την 4.9.1995 ημέρα που κατά τον συνδυασμό των
άρθρων 20 και 25 Ν. 2331/1995 με το άρθρο 103 ΕισΝΑΚ στο οποίο ρητά παραπέμπει
το άρθρο 25 του νόμου αυτού ως προς την έναρξη ισχύος του άρθρου 20 του ίδιου
νόμου, άρχισε η εφαρμογή του τελευταίου άρθρου δέκα ημέρες μετά την από
24.8.1995 δημοσίευσή του στο ΦΕΚ (Α 1170/24.8.1995).
Ετσι, στις περιπτώσεις του δια παραλείψεως
εγκλήματος της ανθρωποκτονίας ή της σωματικής βλάβης κατ' εφαρμογή των
διατάξεων του άρθρου 15 ΠΚ, ο δράστης, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με τη
λειτουργία και διασφάλιση πραγματικής κατάστασης που εξυπηρετεί το
προσβαλλόμενο έννομο αγαθό (Ν. Χωραφάς ο.π. σελ. 166 στοιχ. Β), είναι ο
εγγυητής της ασφάλειας του εννόμου αγαθού που προσβάλλεται με την επέλευση του
αποτελέσματος (ΑΠ 97/1985 ΠΧ ΛΕ 667-669), έχει το ειδικό νομικό καθήκον
προστασίας του απειλούμενου εννόμου αγαθού, το οποίο θίγεται από το σχετικό
έγκλημα (Γ. Μαγκάκης Γεν. Μερ. α' 133), τιμωρείται όχι γιατί προκάλεσε το
αποτέλεσμα αλλά γιατί δια της παραλείψεώς του δεν το απέτρεψε, έτσι ώστε να
διαταράσσονται οι όροι της κοινωνικής ζωής εξίσου ισχυρώς όπως και η δι'
ενεργείας παραγωγή (βλ. Ν. Χωραφάς ό.π. σελ. 164-167 παρ. 44 Αγγ. Μπουρόπουλος
Ερμ. ΠΚ υπ' αρ. 15, Μυλωνόπουλος "Το εξ αμελείας μη γνήσιο έγκλημα
παράλειψης και αποτελέσματος" ό.π. σελ. 67 επ. και εκεί παρ. ΑΠ 431/2001
ΠΧ ΝΒ 30, ΑΠ 91/2001 Ποιν. Λογ. 2001, 1279, ΑΠ 296/1995 ΠΧ ΜΕ 622 και υπ' αυτήν
παρατ. Ν. Λίβου, ΑΠ 1487/1993 ΠΧ ΜΓ 1280, ΑΠ 870/1995 ΠΧ ΜΕ 1424, ΑΠ 364/1995
ΠΧ ΜΕ 743, ΑΠ 751/1987 Ελλ.Δικ. 29.999 επ., ΑΠ 97/1985 ο.π.). Αλλά, αν από τον
προξενηθέντα κίνδυνο, κατ' άρθρο 286 ΠΚ - που δεν είναι απαραίτητο να είναι
άμεσος και επικείμενος αλλά αρκεί να είναι και κίνδυνος μέλλων να προκύψει από
την σύμφωνα με τον προορισμό του κατασκευάσματος μέλλουσα χρησιμοποίησή του -
επήλθε ο θάνατος ή η σωματική βλάβη ανθρώπου, ως κατ' ιδέαν συρρέουν έγκλημα
(Αγγ. Μπουρόπουλος Ερμ. Π.Κ. υπ' άρθρο 286 σελ. 434 αρθ. 6 και εκεί παρ.) τότε
πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση της ανθρωποκτονίας ή σωματικής βλάβης
τόσο με θετική συμπεριφορά όσο και με παράλειψη, λόγω και της ιδιαίτερης
νομικής υποχρέωσης του δράστη κατά τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου 286 Π.Κ.
αλλά, κατά περίπτωση, και των ως άνω ειδικών διατάξεων, προς αποτροπή του
εγκληματικού αποτελέσματος (βλ. Ν. Χωραφάς ο.π. σελ 167 Γ). Στο έγκλημα
ενεργείας η προβολή του αντικειμενικά οφειλόμενου καθήκοντος επιμελείας
συνίσταται στην κατασκευή της οικοδομής κατά τρόπο ελαττωματικό. Στην πλημμέλεια
της συμπεριφοράς αυτής οφείλεται και η κατάρρευση της οικοδομής και επομένως η
πρόκληση του θανάτου ή της σωματικής βλάβης. Συγχρόνως όμως πραγματώνεται το εν
λόγω έγκλημα της ανθρωποκτονίας ή της σωματικής βλάβης και με παράλειψη, αφού
με την ενέργειά του ο δράστης θέτει και τον κίνδυνο για τη ζωή ή την υγεία
άλλων και έτσι βαρύνεται με την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει την
πραγμάτωσή του. Χρόνος τελέσεως του εν λόγω εγκλήματος - σε αρμονία, ως προς
αυτόν, με τον παραπάνω κανόνα της αξιόποινης συμπεριφοράς που θεσπίζεται με το
άρθρο 17 ΠΚ - είναι το χρονικό διάστημα αφότου έπρεπε το βραδύτερο να
επιχειρηθεί η οφειλόμενη ενέργεια μέχρι το χρονικό σημείο κατά το οποίο παύει η
υποχρέωση προς ενέργεια (βλ. Ν.Χωραφάς Ποιν.Δικ. (εκδ. 1978) σελ. 423 στοιχ.
Γ), δηλ. ο χρόνος κατά τον οποίο έγινε η παράλειψη, που διαρκεί - αν ο νόμος
δεν ορίζει προθεσμία προς επιχείρηση της πράξης - εφόσον χρόνον εξακολουθεί να
υφίσταται η προς την επιβαλλόμενη ενέργεια υποχρέωση (Αγγ.Μπουρόπουλος Ερμ.
Π.Κ. υπ' άρθρο 17 σελ. 44, ΑΠ 161/1958 και εκεί εισαγγ. προτ. Β.Σακελλαρίου ΠΧ
Η' 432). Ετσι, ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να τρέχει από τότε που ο υπαίτιος
παύει να παραλείπει, δηλ. από τότε που έπαυσε να υπάρχει ανάγκη αποτροπής του
αποτελέσματος, π.χ. διότι η επισφαλής οικοδομή κατεδαφίστηκε, ή από τότε που ο
υπαίτιος έπαυσε να είναι σε θέση να το αποτρέψει, είναι δηλαδή δυνατόν η
παραγραφή να αρχίσει από το τελευταίο, πριν από το αποτέλεσμα, χρονικό σημείο
κατά το οποίο ο δράστης μπορούσε αντικειμενικά να ενεργήσει αλλ' αντιθέτως
ακόμη παραλείπει (βλ. σχετ. Μυλωνόπουλος ο.π. σελ. 67-75 και εκεί παρ. Αποστ.
Γεωργιάδης "Η Αστική Ευθύνη από σεισμό", Κεφ. IV "η παραγραφή
της ποινικής ευθύνης..." και εκεί παρ. Ελλ. δικ. 42 1181 επ. 1194 επ.).
Στην προκειμένη περίπτωση από τη διενεργηθείσα κύρια ανάκριση που περατώθηκε
νόμιμα (άρθρα 270 και 308 παρ. β ΚΠΔ) και ειδικότερα πόα τις καταθέσεις των
πολιτικώς εναγόντων και των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων σε συνδυασμό με τις
απολογίας των κατηγορουμένων και τα υπομνήματά τους, καθώς και το από 5.10.2001
συμπληρωματικό υπόμνημα του πρώτου, τρίτου και τέταρτου των κατηγορουμένων και
το από 9.10.2001 υπόμνημα του πέμπτου κατηγορουμένου στο παρόν Συμβούλιο και
όλα τα επισυναφθέντα στη δικογραφία έγγραφα προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά
περιστατικά: Στις 7 Σεπτεμβρίου 1999 στις 14:57 μετά από ισχυρό σεισμό μεγέθους
5,9 RICHTER με επίκεντρο 18 χιλιόμετρα
από την Αθήνα στην περιοχή νοτιοδυτικά της Πάρνηθας κατέρρευσε το νότιο μέρος
του τετραώροφου κτιρίου της εδρεύουσας στην περιοχή Κάτω Κηφισίας Αττικής και
επί των οδών Α.Α. και Τ. εταιρείας με την επωνυμία Φ.** Ηνωμέναι Φαρμακευτικαί
Βιομηχανίαι ΑΒΕΕ, της οποίας Πρόεδρος του ΔΣ ο Δ.Κ, Διευθύνων Σύμβουλος και
μέλος του ΔΣ Μ.-Π.Κ. και μέλη του ΔΣ ο Ν.Κ και Ν.Μ.Μ., με αποτέλεσμα να καταπλακωθούν
και να βρουν τραγικό θάνατο οι εργαζόμενοι στην άνω εταιρεία: 1) Κ.Σ., 2) Α.Τ.,
3) Β.Α., 4) Κ.Α., 5) Β.Γ., 6) Δ.Κ., 7) Β.Κ.Π. και 6) Α.Μ. ενώ από την
καταπλάκωση η εκεί εργαζόμενη Α.Β. υπέστη βαριά κάκωση δεξιού άκρου ποδός και
ακρωτηριασμό τμήματος των δακτύλων. Με αφορμή την κατάρρευση του άνω κτιρίου
διενεργήθηκε έλεγχος εφαρμογής της κείμενης νομοθεσίας και έρευνα για α αίτια
της κατάρρευσης του από αρμόδιους υπαλλήλους τους ΥΠΕΧΩΔΕ οι οποίοι συνέταξαν
την από Νοεμβρίου 2000 έκθεση πορίσματος στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρονται ως
διακριβωθέντα τα ακόλουθα: στο οικοδομικό τετράγωνο 53 μεταξύ των οδών Α.
(πρώην Κ.), Α. και Τα. (πρώην Π.) στην Κάτω Κηφισιά βρίσκεται το συγκρότημα
κτιρίων της φαρμακοβιομηχανίας Φ.**. Το Συγκρότημα περιλαμβάνει το κυρίως
κτίριο, τετραώροφο κατόψεως 30Χ54 μ., τμήμα του οποίου αποτελούσε το ως άνω
κατέρρευσαν κατά τον άνω σεισμό, ένα διώροφο κτίριο γραφείων κατόψεως 11Χ29μ.
και ένα διώροφο κτίριο συνδετικό των δύο προηγουμένων κατόψεως 5Χ8 μ. Τα εν
λόγω τρία κτίρια είναι σε επαφή μεταξύ τους (χωρίζονται με αρμούς διαστολής).
Το κυρίως κτίριο τμήμα του οποίου κατέρρευσε, είχε χρήση βιομηχανική (παραγωγή
φαρμάκων) και οικοδομήθηκε σε δύο φάσεις και δη α) το ισόγειο και Α' όροφος
δυνάμει της Ε658/1964 άδειας του γραφείου Πολεοδομίας Αθηνών και αφορούσε
προσθήκη ορόφου στο βοηθητικό και το συνδετικό κτίριο και προσθήκη Β' και Γ'
ορόφου στη Νότια και Βόρια πλευρά του κυρίως κτιρίου. Η άδεια όμως αυτή δεν
εφαρμόσθηκε καθόσον διαπιστώθηκαν σημαντικές αποκλίσεις όπως η κατασκευή υπογείου
η κατάργηση του αρμού διαστολής και κυρίως η μείωση των διατομών και των
οπλισμών των υποστυλωμάτων χωρίς αναθεώρηση της αδείας η σχετική τροποποιητική
μελέτη ενώ το υπόγειο νομιμοποιήθηκε εκ των υστέρων. Οι Β' και Γ' όροφοι του
κτιρίου κατασκευάστηκαν με την υπ' αριθμ. 2692/1970 άδεια επεκτάσεως καθ' ύψος
του γραφείου Πολεοδομίας Αθηνών πλην όμως αυτή εκδόθηκε μετά από συνταγείσα
στατική μελέτη και έλεγχο του υπάρχοντος που βασίσθηκε σε διατομές και
οπλισμούς υποστυλωμάτων που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα ΠΧ ΚΙ 40/65
12/26 αντί του υπάρχοντος 35/60 με 8/18, Κ2 35/65 12/24 αντί του υπάρχοντος
35/60 με 8/18 Κ11 35/65 12/24 αντί του υπάρχοντος 60/35 με 8/18 με αποτέλεσμα
να γίνει προσθήκη δύο ορόφων σε κτίριο το οποίο δεν είχε την απαιτούμενη
φέρουσα ικανότητα σύμφωνα με τους κανονισμούς που ίσχυαν την εποχή εκείνη. Το
συγκρότημα των κτιρίων είχε υποστεί βλάβες κατά το σεισμό των Αλκυονιδών το
1981 που αφορούσαν τον οργανισμό πλήρωσης τέσσερα υποστυλώματα του ισογείου και
δύο υποστυλώματα Α' ορόφου. Εγινε
μελέτη αποκατάστασης των βλαβών με μελέτη επιβλέποντα και συντάκτη τεχνικής
έκθεσης και σχεδίων τον εκ των ήδη κατηγορουμένων πολιτικό μηχανικό Ι.Κ. που
περιελάμβανε τεχνική έκθεση και σχέδιο απλής αποκατάστασης των βλαβών χωρίς να
εξετασθεί η φέρουσα ικανότητα του κτιρίου και εκδόθηκε η 453/24.7.1981 Αδεια
Επισκευής σεισμοπλήκτου κατόπιν δανειοδοτήσεως η διάρκεια της οποίας παρατάθηκε
μέχρι 24.7.1982.
Από τους υπολογισμούς του φέροντος
οργανισμού (έτσι όπως κατασκευάσθηκε) προέκυψε ότι τα υποστυλώματα του ισογείου
δεν ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις των κανονισμών της εποχής εκείνης δεδομένου
ότι δεν διέθεταν τον απαιτούμενο συντελεστή ασφαλείας σε κεντρική θλίψη, η δε
αντοχή του σε σεισμούς και άλλες οριζόντιες δράσεις ήταν πολύ μικρότερη από την
απαιτούμενη. Τα υποστυλώματα του κτιρίου με αξονικές δυνάμεις πολύ μεγάλες και
με αραιούς συνδετήρες είχαν πολύ μικρή πλαστικότητα (ικανότητα παραμόρφωσης
χωρίς μείωση της αντοχής απορρόφησης ενέργειας κλπ.) και έτσι υπό την
επενέργεια ισχυρής σεισμικής δράσης οδηγήθηκαν σε ψαθυρή θραύση τα υποστυλώματα
της νότιας πλευράς του κτιρίου. Η κατάρρευση έγινε στην περιοχή στην οποία δεν
υπήρχαν διαχωριστικοί τοίχοι στο ισόγειο (γυμνός σκελετός) οι οποίοι θα
μπορούσαν να αναλάβουν μέρος των σεισμικών δυνάμεων και να αποτρέψουν την
καταστροφή. Η παρουσία τοίχων στην βόρεια πλευρά του ισογείου σε συνδυασμό με
τη μικρή διάρκεια του σεισμού επέτρεψε την αλυσιδωτή κατάρρευση το συνόλου. Το
1986 διαπιστώθηκε (και επισημάνθηκε εγγράφως) η ανεπάρκεια των υποστυλωμάτων
αλλά το πρόβλημα δεν αντιμετωπίσθηκε. Πλέον των ανωτέρω διακριβωθέντων από την
προαναφερόμενη επιτροπή η Φ.** από το έτος 1980 αντιμετώπιζε οικονομική κρίση
και τούτο προκύπτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως του ΔΣ της. Κατά τη συνεδρίαση
του ΔΣ της 9.9.1980 ο πρόεδρος Δ.Κ. τόνισε τις δυσκολίες που περνούσε η
φαρμακοβιομηχανία και ιδιαίτερα η εταιρεία του και επιπλέον ότι αντιμετώπιζε
πρόβλημα ρευστότητος. Η αυτή κρίση διατυπώθηκε και στα από 2.12.1980 πρακτικά
του ΔΣ αυτής που γίνεται λόγος για μη ικανοποιητικά αποτελέσματα των εργασιών
της εταιρείας και τα αρνητικά αποτελέσματα του ισοζυγίου της 30.10.1980. Η
χρήση του έτους 1980 χαρακτηρίζεται στα από 30.1.1981 πρακτικά του ΔΣ ως
ζημιογόνος. Στα πρακτικά του ΔΣ της 27.2.1981 γίνεται λόγος για ευνοϊκή εξέλιξη
μετά τη χορήγηση γενικής αύξησης των τιμών στα φάρμακα αλλά και αναφορά
κατάσχεσης λεωφορείων της εταιρείας για χρέη της Β.** ΑΕ (της οποίας κύριος
μέτοχος ήταν η ίδια, Φ.**) τα οποία είχε εγγυηθεί η Φ.**. Στα πρακτικά της
5.3.1981 ως 1ο θέμα είναι η αντιμετώπιση των σοβαρών προβλημάτων από τους
σεισμούς. Κατά την εν λόγω συνεδρίαση ο αντιπρόεδρος του ΔΣ Α.Δ. ανέφερε στο
συμβούλιο ότι από τους πρόσφατους σεισμούς των Αλκυονίδων προκλήθηκαν πολύ
σοβαρές ζημιές στα κτίρια του εργοστασίου με συνέπεια να διακοπεί η λειτουργία
της παραγωγής φαρμακευτικών προϊόντων, περιέγραψε με λεπτομέρεια τις ζημιές και
ζήτησε να γίνει επίσκεψη των μελών του συμβουλίου στους Χώρους του εργοστασίου.
Το συμβούλιο αποφάσισε να προχωρήσει αμέσως στις απαραίτητες ενέργειες για την
αποκατάσταση των ζημιών και την άμεση λειτουργία των παραγωγικών τμημάτων. Το
έργο αυτό μετά από παράκληση του συμβουλίου ανέλαβε ο Α.Δ. ο οποίος
εξουσιοδοτήθηκε να προβεί σ' όποιες εργασίες έκρινε σκόπιμες για το σκοπό αυτό.
Κατά την ίδια συνεδρίαση ο Πρόεδρος του ΔΣ, Δ.Κ. έκανε σύντομη αναφορά στην
πορεία των εργασιών της εταιρείας των τελευταίων μηνών που και πάλι δεν ήταν
ικανοποιητική. Η μη ικανοποιητική πορεία των εργασιών της εταιρείας διατυπώθηκε
και κατά τη συνεδρίαση στις 30.6.1981. Ο αντιπρόεδρος Α.Δ. ενημέρωσε το ΔΣ
σχετικά με την πορεία των έργων αποκαταστάσεως των ζημιών του εργοστασίου από
τους σεισμούς και ανέφερε τα εξής: Για το σκοπό αυτό προσκλήθηκαν διάφοροι
μηχανικοί οι Κ.Κ.Κ. Π. οι οποίοι διαπίστωσαν το ύψος της ζημίας και την εκτίμησαν
στο ύψος των 6.000.000 δρχ. Ότι ο φέρων οργανισμός δεν είχε πάθει ζημιές παρά
μόνο στον πρώτο όροφο όπου ένα ή δύο υποστυλώματα θα έπρεπε να στηριχθούν και
να επισκευασθούν με ειδικό τρόπο. ¨Ότι ανατέθηκε στον πολιτικό μηχανικό Ι.Κ. η
επίβλεψη του εργοστασίου και η όλη διαδικασία λήψεως της σχετικής αδείας από το
πολεοδομικό γραφείο της Νομαρχίας Αττικής.
Στη συνέχεια ο Πρόεδρος του ΔΣ έκανε
σύντομη αναφορά στην πορεία των εργασιών των τελευταίων μηνών που και πάλι δεν
ήταν ικανοποιητική. Κατά τη συνεδρίαση της 7.7.1981 ο Πρόεδρος του ΔΣ τόνισε
ιδιαίτερα την οικονομική κρίση που περνάει η φαρμακοβιομηχανία και ζήτησε να
γίνουν όσο είναι δυνατόν μεγαλύτερες οικονομίες στη Διοίκηση της εταιρείας και
στο κόστος παραγωγής. Το ΔΣ αποδέχθηκε ομόφωνα την πρόταση του προέδρου και
ανέλαβε την υποχρέωση να πράξει ότι απαιτείται για την πραγματοποίηση αυτών των
στόχων. Στην ίδια συνεδρίαση ο Α.Δ. ανέφερε ότι ελήφθη η άδεια αποκατάστασης
των ζημιών της βιομηχανίας από το Νομαρχία Αττικής και μετά από αυτό υποβλήθηκε
στην Τράπεζα αίτηση για χορήγηση αναλόγου προς την απαιτούμενη δαπάνη δανείου.
Κατά τη συνεδρίαση του ΔΣ στις 4.8.1981 τονίζεται και πάλι η ζημιογόνος πορεία
της επιχείρησης. Στις 8.9.1981 κατά τη συνεδρίαση του ΔΣ ομόφωνα διαπιστώνεται
ότι η πορεία των εργασιών της εταιρείας δεν είναι ικανοποιητική και η
γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στη φαρμακοβιομηχανία δεν παρέχει τη
δυνατότητα αισιόδοξων προβλέψεων. Κατά τη συνεδρίαση της 6.10.1981 ο Α.Δ.
ανέφερε στο Συμβούλιο ότι η ΕΤΕ υποκατάστημα Βάθη ενέκρινε δάνειο στην εταιρεία
για την κάλυψη των εργασιών αποκαταστάσεως των ζημιών από τους σεισμούς
3.414.200. Είπε ακόμη ότι είναι προφανές πως το ποσό αυτό δεν θα είναι αρκετό
για την πλήρη κάλυψη της προϋπολογισθείσας δαπάνης (περίπου 60.000.000 δρχ.). Κατά
την ίδια συνεδρίαση εκφράσθηκε η απόγνωση από παραχωρηθείσες από την Φ.**
εγγυήσεις υπέρ της Β.** που είχαν ως συνέπεια κατασχέσεις, πλειστηριασμούς με
αποτέλεσμα το πρόβλημα να εξελίσσεται πολύ σοβαρά και να συνεπάγεται
αντίστοιχες δαπάνες και τη δημιουργία συνεχούς άγχους και αγωνίας από την
αντιμετώπιση των Τραπεζιτών. Ενώ στην ίδια συνεδρίαση ο Πρόεδρος του ΔΣ
αναφέρθηκε και πάλι στην μη ικανοποιητική πορεία των εργασιών των τελευταίων
μηνών. Κατά τη συνεδρίαση της 8.12.1981 ο Πρόεδρος του ΔΣ τόνισε και πάλι την
κρίση της φαρμακοβιομηχανίας και είπε ότι πρέπει να γίνουν οικονομίες προς όλες
τις κατευθύνσεις μέσα στην εταιρεία. Ακόμη αναφέρθηκε και σε απόλυση προσωπικού
λόγω της πτώσεως των εργασιών, ο δε Α.Δ. ανέφερε ότι μετά από σχετικές συμφωνίες
με διάφορους εργολάβους έγινε έναρξη των εργασιών επισκευής του εργοστασίου από
το τέλος Νοεμβρίου και οι προοπτικές για την ολοκλήρωση των κυριοτέρων εργασιών
των τμημάτων παραγωγής είναι 6 μέχρι 7 μήνες. Η μη ικανοποιητική πορεία των
εργασιών της εταιρείας τονίζεται και στις συνεδριάσεις της 29.3.1982, 2.4.1982
(όπου γίνεται λόγος για ζημιά που προκύπτει από τον ισολογισμό ύψους
38.951.788), 8.4.1982 που γίνεται λόγος για παροχή εγγυήσεως προς ΕΤΕ υπέρ Β.**
μέχρι ποσού 163.000.000 δρχ., 24.5.1982, 5.7.1982, 2.8.1982, 1.11.1982 στις
6.9.1982 (οπότε τονίσθηκε η αδυναμία της εταιρείας να πληρώσει ακόμη και το
προσωπικό και τους προμηθευτές της) και στις 4.10.1982. Στις 6.12.1982 κατά τη
συνεδρίαση του ΔΣ ο Α.Δ. ανέφερε ότι οι διάφορες επισκευές του κτιρίου αποπερατώθηκαν
και τα διάφορα τμήματα παραγωγής του εργοστασίου τέθηκαν σε λειτουργία, ο
χρόνος εργασιών παρατάθηκε γιατί επ' ευκαιρία των επισκευών από τους σεισμούς
ανανεώθηκε ο στείρος θάλαμος. Ότι το συνολικό ύψος της πραγματοποιηθείσας
δαπάνης ανήλθε στο ποσό των 4.374.000 εκ των οποίων καλύφθηκαν με δάνεια
τραπέζης 3.700.000 δρχ. Ακόμη τόνισε ότι είναι πολύ ικανοποιητική η διαπίστωση
ότι λόγω του συντονισμού που έγινε των συμφωνιών με τους εργολάβους που
ελέχθησαν απόλυτα και τη συνεχή επίβλεψη των εργασιών όχι μόνο έγινε τεχνικά
άμεμπτα και σύντομα άλλα και η δαπάνη του περιορίσθηκε κατά 1.800.000 δρχ.
4.374.000 αντί του ποσού των 6.000.000 που είχε παραβλεφθεί). Η καλή οικονομική
πορεία της εταιρείας τονίζεται και σε μεταγενέστερες συνεδριάσεις του ΔΣ κατά
τη διάρκεια του έτους 1983 όπως αυτό προκύπτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως του
ΔΣ της 5.1.1983, 3.3.1983, 28.4.1983 και 1.7.1983.
Ενόψει της άνω κακής οικονομικής πορεία της
εταιρείας η Φ.** οδηγήθηκε στην απόφαση να πωλήσει το στην αρχή της παρούσης
αναφερόμενο τετραώροφο κτίριό της. Για δεν την αγορά του ενδιαφέρθηκε η Εθνική
φαρμακοβιομηχανία προς το σκοπό μάλιστα αυτό η τελευταία ανέθεσε στην πολιτικό
μηχανικό Ε.Μ. και τότε υπάλληλο της να εξετάσει το εν λόγω κτίριο. Η τελευταία
εξήτασε το κτίριο και συνέταξες την από 19.3.1986 έκθεσή της με το ακόλουθο
περιεχόμενο:
ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΟΧΗΣ ΤΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ ΤΗΣ
ΦΑΡΜΑΚΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ "Φ.** ΑΒΕΕ".
Σε συνέχεια της από 11.12.84 έκθεσης της
Ε/Ε έγινε εξέταση της αντοχής του κτιρίου της Φ.** ΑΒΕΕ και συγκεκριμένα τα
εξής:
1. Επίσκεψη στο κτίριο του εργοστασίου.
2. Μελέτη του στατικού υπολογισμού του
κτιρίου όπως μας δόθηκε από το πολεοδομικό γραφείο Αθηνών.
3. Συγκέντρωση στοιχείων από την υπηρεσία
Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων την κατάσταση του κτιρίου μετά το σεισμό του 1981.
4. Δεύτερη επίσκεψη στο κτίριο και
αντιπαραβολή της στατικής μελέτης στην υπάρχουσα κατάσταση.
Από τις παραπάνω ενέργειες προέκυψαν τα
εξής στοιχεία:
1. Κατά την πρώτη επίσκεψη στο εργοστάσιο
διαπιστώθηκαν ορισμένες ζημίες από το σεισμό του 1981 οι οποίες έχουν κατά το
μεγαλύτερο μέρος του επισκευασθεί δηλαδή:
α) Ρωγμές σε δύο υποστυλώματα του κτιρίου
στα οποία έχει γίνει επένδυση με μανδύα, τα υποστυλώματα αυτά είναι το Κ36
(γωνιακό και το Κ17 του σκαριφήματος τοπικού ορόφου του κυρίως κτιρίου που
επισυνάπτεται. Οι βλάβες παρουσιάσθηκαν για μεν το Κ36 στο ισόγειο για δε το
Κ17 στον Α' όροφο. Οι ζημίες αυτές θεωρήθησαν μικρής σημασίας λόγω της μικρής
έκτασης τους (στα 2 από τα 60 υποστυλώματα). Ωστόσο δημιουργήθηκαν εύλογες
ανησυχίες καθόσον το κτίριο κατά την χρονολογία αλλά και κατά την ώρα του
σεισμού δεν έφερε σημαντικά φορτία (φορτία πολύ μικρότερα από τα 500Κ6/μ2 που
είναι το κινητό φορτίο με το οποίο έγινε η μελέτη του κτιρίου β) Ρωγμές στα
μωσαϊκά ορισμένων δαπέδων για τις οποίες όμως δεν ήταν δυνατόν να εξακριβωθεί
αν οφείλονται σε ρωγμές στις πλάκες του κτιρίου, εφόσον δεν ήταν εμφανής από
κάτω (από την οροφή). Μπορεί να οφείλονται σε σκάσιμο των μωσαϊκών, είναι όμως
εξίσου πιθανό να έχουν να κάνουν με ζημίες στις πλάκες που έχουν επισκευασθεί
γ) Πολλές ρωγμές στις τοιχοποιίες των εσωτερικών χωρισμάτων του Β' και του Γ'
ορόφου οι οποίες δεν έχουν επισκευασθεί.
2. Από τον έλεγχο των στατικών υπολογισμών
του κτιρίου διαπιστώθηκαν τα παρακάτω:
- Η αρχική μελέτη του 1964 προβλέπει
ισόγειο Α' όροφο, Β' όροφο και Γ' όροφο. Ωστόσο στο κτίριο υπάρχει και υπόγειο.
Στην άδεια προσθήκης του κτιρίου το 1970 βρέθηκε στατική μελέτη για τους προ
305.000 Κ6 - Η στατική μελέτη του ισογείου και του Α' ορόφου δεν υπογράφεται από
τον πραγματικό μελετητή που όπως μου ειπώθηκε ήταν πολιτικός μηχανικός αλλά από
αρχιτέκτονα ο οποίος πιθανό δεν την έχει ελέγξεί λεπτομερώς.
3. Στην υπηρεσία αποκατάστασης
σεισμοπλήκτων έχει κατατεθεί έκθεση για την επισκευή του κτιρίου μετά το σεισμό
του 1981. Στην έκθεση αναφέρονται οι εξής ζημίες:
α) Σοβαρές ρηγματώσεις και ανάγκες
επένδυσης με μανδύα των υποστυλωμάτων Κ36, Κ38, Κ17 στο ισόγειο καθώς και στον
Α' όροφο στο Κ17. Τριχοειδείς ρωγμές στο Κ37 στο ισόγειο και στο Κ7 στον Α' όροφο.
β)
Ρωγμές σε 4 πλάκες του ισογείου και σε 8 πλάκες του Α' ορόφου.
γ) Ρωγμές σε πολύ μεγάλο ποσοστό της
τοιχοποιίας των εσωτερικών χωρισμάτων του κτιρίου.
Για τις εργασίες που αναφέρονται στην
έκθεση η "Φ.** ΑΒΕΕ" επιχορηγήθηκε με δάνειο αξίας 3.700.000 δρχ.
περίπου. Στην δεύτερη επίσκεψη στο εργοστάσιο διαπιστώθηκε ότι οι ζημίες είναι
μικρότερης έκτασης στην πραγματικότητα έτσι όπως αναφέρθηκαν στην παρ. 1 της
έκθεσής μου.
4. Κατά τη δεύτερη επίσκεψη στο κτίριο
μετρήθηκαν οι διαστάσεις των υποστυλωμάτων του υπογείου του ισογείου και των
υπολοίπων 3 ορόφων καθώς και οι αποστάσεις μεταξύ τους ώστε να αντιπαραβληθούν
με αυτές της μελέτης.
Από την αντιπαραβολή προέκυψαν τα εξής:
α) Στην πράξη αφαιρέθηκε ο αρμός του κυρίες
κτιρίου που προέβλεψε η μελέτη.
β) Στη μελέτη ακόμη προβλέπονται πυκνά
δοκάρια ώστε να προκύπτουν αμφιαιριστές πλάκες διαστάσεων (οι περισσότερες απ'
αυτές) 2,5μ Χ 5μ. Στην πράξη έχουν αφαιρεθεί ενδιάμεσα δοκάρια και κατά
συνέπεια προκύπτουν τετραεριστές πλάκες με μεγαλύτερα ανοίγματα, διαστάσεων 5 Χ
5μ. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν εφαρμόσθηκαν οι κανονισμοί και αν έγινε σωστή
στατική μελέτη γι' αυτή τη μετατροπή.
γ) Οι διαστάσεις των υποστυλωμάτων του
υπογείου βρέθηκαν: για τα περιμετρικά υποστυλώματα 35CM X 70CM για τα κεντρικά
υποστυλώματα 50CM X 50CM ενώ η μελέτη προβλέπει για το ισόγειο (το οποίο
δέχεται λιγότερο φορτίο από το υπόγειο) διαστάσεις περιμετρικών υποστυλωμάτων
35CM Χ 80CM και κεντρικών υποστυλωμάτων από 50CM Χ 50CM έως 60CM Χ 60CM. Δηλαδή
τα εμβαδά των υποστυλωμάτων του υπογείου διαφέρουν από τα προβλεπόμενα στη
μελέτη για το ισόγειο κατά 350CM2 έως 1100CM2. Από έλεγχο σε θλίψη που έγινε
για όλα α κεντρικά υποστυλώματα του υπογείου με βάση τις πραγματικές διαστάσεις
τους προκύπτει ότι αυτά θα έπρεπε να έχουν διαστάσεις 55CM Χ 55CM έως 65CM Χ
65CM όσον αφορά δε τα περιμετρικά υποστυλώματα του υπογείου αν υπάρχει
περιμετρικά τοιχείο στο υπόγειο είναι υπαρκή αν όχι, είναι εντελώς ανεπαρκή
όπως προκύπτει από τον αντισεισμικό έλεγχο του ισογείου. Οι διαστάσεις των
υποστυλωμάτων του ισογείου βρέθηκαν για τα περιμετρικά υποστυλώματα 45CM Χ
45CM, ενώ η μελέτη προβλέπει διαστάσεις περιμετρικών από 50CM Χ 50CM έως 60CM Χ
60CM. Αντισεισμικός έλεγχος στις τάσεις του σκυροδέματος για τις πραγματικής
διαστάσεις δείχνει ότι ανέρχονται στο διπλάσιο των επιτρεπομένων. Για
παράδειγμα στα Κ7 υποστυλώματα (σελ 44 στατικής μελέτης) προκύπτει ότι: 1,03 Χ
256.000 \ 45 Χ 45 = 13021 Κ6 αντί των 70 K6\CM που είναι η επιτρεπόμενη τάση.
δ) Εχουν γίνει διάφορες επεμβάσεις
ενίσχυσης του φέροντα οργανισμού του κτιρίου κατά την προσθήκη των 2 τελευταίων
ορόφων. Οι επεμβάσεις αυτές είναι:
- Η υποστύλωση των προβολών που φέρει
περιμετρικά το κτίριο.
- Προσθήκη φυτευτών υποστυλωμάτων από το
δάπεδο μέχρι την οροφή ισογείου. Τα φυτευτά αυτά υποστυλώματα έχουν τοποθετηθεί
πίσω τα προϋπάρχοντα της όψης Κ36, Κ37, Κ38, Κ39, Κ40, Κ41 και έχουν διαστάσεις
35CMΧ30CM. Ακόμη σημειώνουμε ότι αυτά σήμερα παρουσιάζουν ρωγμές στην περιοχή
της ένωσής τους με τα δοκάρια οροφής, ενώ οι προαναφερθείσες επεμβάσεις δεν
φαίνεται να αυξάνουν του πολιτικού μηχανικού που έκανε την προσθήκη για την
αντοχή της προϋπάρχουσας κατασκευής. Συμπερασματικά από τα παραπάνω προκύπτει
ότι το κτίριο της φαρμακοβιομηχανίας "Φ.** ΑΒΕΕ" δεν ενδείκνυται για
τις προβλεπόμενες ανάγκες εφ\αε. Στο παρελθόν όπως φαίνεται σημειώθηκαν ζημίες
στα υποστυλώματα καίτοι ήταν αφόρτιστα. Στο μέλλον αν και εφόσον η εφ/αε το
αγόραζε με πλήρες φορτίο δεν θα ήταν ικανό να ανταπεξέλθει κυρίως σε περίπτωση
σεισμού. Για το σκοπό αυτό η εισήγησή μου, όσον αφορά την αγορά του είναι
αρνητική. Αθήνα 19 Μαρτίου 1986.
Το περιεχόμενο της άνω έκθεσης επιβεβαίωσε
και ενόρκως η και ως μάρτυρας εξετασθείσα πολιτικός μηχανικός με την από
22.11.2000 κατάθεσή της στην οποία επί πλέον καταθέτει ότι τότε (που επελήφθη η
ίδια) η παραγωγή υπολειτουργούσε και δεν έφερε σημαντικό φορτίο και έδινε την
εντύπωση ότι πήγαινε για κλείσιμο.
Η ορθότητα της άνω μελέτης της μηχανικού Μ. αμφισβητήθηκε, εξετάσθηκαν
σοβαρές πιέσεις σχετικά με την αγορά του κτιρίου και για λόγο αυτό η Εθνική
Φαρμακοβιομηχανία ανέθεσε στο γραφείο Δ. την εκ νέου μελέτη του κτιρίου. Όμως
και η νέα μελέτη υποδείκνυε εκτεταμένες επισκευές και τελικά η αγοραπωλησία
ματαιώθηκε, γεγονός που επιβεβαίωσε η αυτή ως άνω μάρτυρας μηχανικός αλλά και
αναφέρεται στο από 4.10.1999 έγγραφο Μ. προς Τ. που κατατέθηκε στην Επιτροπή
Ελέγχου κείμενης Νομοθεσίας και των αιτίων κατάρρευσης κατά το σεισμό της
7.9.1999 με αριθμός πρωτ. 60/18.10.1999. Ως μάρτυρες στην ένδικη υπόθεση
εξετάσθηκαν ενώπιον της ανακρίτριας του 16ου Τμήματος Πλημ/κών Αθηνών και οι:
1) Β.Ο., βιολόγος και Πρόεδρος του Σωματείου των Εργαζομένων στο Εργοστάσιο
Φ.** ο οποίος στην από 2.3.2000 κατάθεση του καταθέτει μεταξύ άλλων ότι οι
φθορές λόγω του σεισμού του 1981 ήταν εκτεταμένες και αποκαταστάθηκαν από τα
ους ίδιους τους εργαζομένους. Τους 4 τελευταίους μήνες πριν από την πτώση είχε
κατασκευασθεί βόθρος στο υπόγειο του κτιρίου πολύ κοντά στα θεμέλια και οι
εργασίες αυτές έγιναν από συνεργείο οικοδομών χωρίς να γνωρίζει, αφού δεν είχε
δει επιβλέποντα μηχανικό. Από άλλους εργαζομένους είχε ακούσει ότι υπήρχε
καταπόνηση των πλακών των ορόφων από μηχανήματα καινούργια τα οποία
εγκαθιστούσαν στο εργοστάσιο και είχε κάνει προ του σεισμού παρεμβάσεις στον
Μ.Κ. και τον πατέρα του για ζητήματα υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων
όπως άκουσε το 1986 έγιναν διαπραγματεύσεις για την πώληση τους εργοστασίου
στον ΕΟΦ και κάποια μηχανικός συνέταξες έκθεση αναφορικά με την κατάσταση του
κτιρίου με την οποία κρίθηκε ακατάλληλο και η πώληση ματαιώθηκε (εννοεί την έκθεση
Μ). Αυτήν την έκθεση οπωσδήποτε γνώριζαν οι εργοδότες και ήσαν αρνητικοί με τις
προσπάθειες του σωματείου για καλύτερες συνθήκες εργασίες συχνά μάλιστα και
απειλητικοί. 2) η Ζ.Σ., υπάλληλος Εταιρείας Καλλυντικών και μέλος της Διοίκησης
ΓΣΕΕ η οποία την από 2.3.2000 ένορκη κατάθεσή της μεταξύ άλλων καταθέτει πολλές
φορές άκουγε τους εργαζομένους στη Φ.** να προβληματίζονται για την ασφάλεια
του κτιρίου εκφράζοντας τις ανησυχίες τους αναφορικά με τις προσθήκες και
επεμβάσεις που είχαν γίνει και οι οποίες αποκαταστάθηκαν από τους ίδιους τους
εργαζομένους κάτω από τις εντολές και την επίβλεψη του Κ., πατέρα του σημερινού
Δ/ντος Συμβούλου Μ.Κ. χωρίς την επίβλεψη μηχανικού.
3) Ο μάρτυρας πολιτικός μηχανικός Π.Π., ο
οποίος στην από 14.11.2000 κατάθεση του μεταξύ άλλων καταθέτει τα εξής:
"... Τα υποστυλώματα του κτιρίου είχαν κατασκευασθεί με διατομές και
οπλισμούς κατά πολύ μικρότερος από αυτούς που προβλεπόταν στη μελέτη, εννοώντας
την εγκεκριμένη μελέτη της αδείας. Οι διατομές των υποστυλωμάτων έτσι όπως
κατασκευάσθηκαν ήταν ανεπαρκείς για να φέρουν τα φορτία των 4 ορόφων σύμφωνα με
τους κανονισμούς της εποχής κατά την οποία κατασκευάσθηκε το κτίριο. Το ισόγειο
και ο πρώτος όροφος του κτιρίου κατασκευάσθηκε με νόμιμη άδεια η οποία όμως δεν
εφαρμόσθηκε. Σημαντική απόκλιση ήταν η κατασκευή υπογείου, η κατάργηση του
αρμού διαστολής και κυρίως η μείωση των διατομών και των οπλισμών των
υποστυλωμάτων, χωρίς αναθεώρηση προσθήκης β' και γ' ορόφου παρουσιάσθηκαν
σχέδια του υπάρχοντος με διατομές και οπλισμούς υποστυλωμάτων που δεν
ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η κατάργηση του αρμού διαστολής είχε ως
συνέπεια την πιθανότητα ανάπτυξης δυσμενέστερων εντάσεων στα στοιχεία του
φέροντος οργανισμού λόγω μεταβολών
θερμοκρασίας.
Αν η μελέτη για την προσθήκη των β' και γ'
ορόφων είχε λάβει υπόψη της τις πραγματικές δυνάμεις των υποστυλωμάτων θα
διαπιστώνονταν η ανεπάρκειά τους δια την παραλαβή των φορτίων της προσθήκης. Ο
πολιτικός μηχανικός μελετητής της δεύτερης άδειας για την προσθήκη του β' και
γ' ορόφου οφείλει και μπορούσε να έχει γνώση της πραγματικής καταστάσεως των
υποστυλωμάτων και γενικά της αντοχής του κτιρίου. Οι βλάβες του κτιρίου από το
σεισμό του 1981 ως διατυπώνονται από τα σχέδια και την τεχνική έκθεση αφορούσαν
υποστυλώματα του ισογείου και τους διαχωριστικούς τοίχους του όλους κτιρίου.
Γενικά τόσο ο ιδιοκτήτης όσο και ο μηχανικός είχαν υποχρέωση όταν το κτίριο
είχε υποστεί βλάβες στο σκελετό και προχωρήσουν σ' ένα γενικότερο έλεγχο της
φέρουσας ικανότητας του κτιρίου.
Απ' όλα τα παραπάνω προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ότι ο Δ.Κ
ιδρυτής της εταιρείας Φ.** μαζί με τον
αποβιώσαντα Α.Δ. και Πρόεδρος του ΔΣ., ο Μ.Κ. του Δ., διευθύνων σύμβουλος της
εταιρείας, ο Ν.Μ. και ο Ν.Κ. του Δ., μέλη του ΔΣ της εταιρείας, ενώ σύμφωνα με
τα άρθρα 17 παρ. 1, 32 παρ. 1 Ν. 1568/85 και άρθρο 1 ΒΔ 25-8/5.9.1920 ώφειλαν
ως εργοδότες να δημιουργούν ασφαλές και υγιεινό περιβάλλον στους εργαζομένους στο εργοστάσιό τους και γενικά να
λαμβάνουν κάθε απαιτούμενο μέτρο ώστε να εξασφαλίζονται αυτοί από κάθε κίνδυνο
που μπορούσε να απειλήσει την υγεία και την σωματική τους ακεραιότητα κατά το
χρονικό διάστημα από 23.7.1981 μέχρι 30.9.1982, οι τρεις πρώτοι αν και ήταν
γνώστες όσων λεπτομερώς προεκτέθηκαν περί της ελαττωματικότητας του φέροντος
οργανισμού του τετραώροφου κτιρίου παρέλειψαν να δώσουν εντολή στον Πολιτικό
Μηχανικό Ι.Κ. να προβεί και στη διόρθωση και επισκευή του φέροντος οργανισμού
του αρκεσθέντες στην σύνταξη απ' αυτόν τεχνικής εκθέσεως και σχεδίου για την
έκδοση αδείας επισκευής μόνο των ζημιών που είχε πάθει το επίμαχο κτίριο κατά
τους σεισμούς του 1981 και στην επίβλεψη από αυτόν της επισκευής αυτής μόνον
γνωρίζοντας ότι κατ' αυτόν τον τρόπο ο φέρον οργανισμούς του κτιρίου παρέμενε
ελαττωματικός. Επί πλέον οι τρεις πρώτοι μέχρι 7/9/1999 (κατ' επιτρεπτή
μεταβολή της περιλαμβανόμενης στο Κατηγορητήριο ημερομηνίας 8.9.1999) και ο
Ν.Κ. από 1.7.1983 (όταν ορίσθηκε μέλος του ΔΣ της Φ.**) μέχρι 7.9.1999
εξακολούθησαν να παραλείπουν να λάβουν τα ενδεδειγμένα μέτρα ώστε να
καταστήσουν ικανό τον φέροντα οργανισμό του τετραώροφου κτιρίου που παρέμενε
ελαττωματικός, γεγονός που το καθιστούσε μη ικανό να ανταπεξέλθει σε δυσμενείς
συνθήκες χρήσεως και περιβάλλοντος, όπως επερχόμενος σεισμός, γνώστης ούσας της σεισμικότητας της Αττικής, επιδεινουμένως
συνεχώς της καταστάσεώς του με την πάροδο του χρόνου και τη χρήση του
συνεχίζοντος την λειτουργία του και την αποκόμιση κερδών εξ αυτής. Οι
κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι εξ αιτίας των προαναφερθεισών παραλείψεων τους ήταν
ενδεχόμενο να καταρρεύσει το κτίριο σε επερχόμενο σεισμό και να σκοτωθούν
άνθρωποι και το αποδέχθηκαν μέσα στην επιδίωξη του κέρδους με το μικρότερο
κόστος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καθημερινά είχαν μέσα τους ενεργή την
αντίστοιχη γνώση και βούληση αρκούσης της συνεπίγνωσης στο περιθώριο της
συνείδησης τους. Τα Δε αποτρεπτικά μέτρα που έλαβαν (επισκευές εν μέρει) σε
καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηρισθούν τόσο σοβαρά ώστε να τους
δημιουργήσουν την πίστη ότι θα αποφεύγετο. Επί των άνω οι κατηγορούμενοι με τα
υπομνήματα που υπέβαλαν στο Συμβούλιο τούτο επαναλαμβάνουν τα όσα ισχυρίσθηκαν
κατά την απολογία τους και με υπομνήματα κατ' αυτήν (απολογία) και ισχυρίζονται
τα πιο κάτω: Ότι την όλη υπόθεση της επισκευής μετά τους σεισμούς του 1981 το
ΔΣ της Φ.**, μέλη του οποίου ήταν και οι ίδιοι, με την από 5.3.1981 απόφασή του
είχε αναθέσεις στον ήδη αποβίωσαντα Α.Δ. και ως εκ τούτου περί του
ελαττωματικού του φέροντος οργανισμού του κτιρίου γνώριζαν μέχρι το σεισμό της
7.9.1999. Το γεγονός όμως της χορηγηθείσας εξουσιοδοτήσεως δεν απαλλάσσει τους
εν λόγω κατηγορουμένους - μέλη του ΔΣ, των ευθυνών και υποχρεώσεων από τις
πράξεις ή παραλείψεις του αντιπροσώπου τους Δ., ο οποίος όπως προκύπτει από τα
πιο πάνω αναφερόμενα πρακτικά συνεδριάσεων του ΔΣ τους ενημέρωνε για την όλη
πορεία και εξέλιξη των εν λόγω επισκευών και εδώ όμως αξίζει να σημειωθεί ότι
όπως προκύπτει από τις από 27.12.1963 και 8.6.1970 δηώσεις ιδιοκτήτου για την
κατασκευήν ισογείου και α' ορόφου για τη νομιμοποίηση αυθαιρέτου υπογείου και
προσθήκης β' και γ' ορόφων αντίστοιχα υπογεγραμμένες και από τον πρώτο κατηγορούμενο
Δ.Κ. ιδρυτή μαζί με τον Α.Δ της Φ.** και πατέρα του τρίτου και τέταρτου των
κατηγορουμένων, ο Δ.Κ. γνώριζε πολύ καλά τι προέβλεπα οι οικονομικές άδειες και
τα τελικά κτίσθηκε και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό απόκλισης από τις άδειες ώστε
για τους β' και γ' ορόφους η πολεοδομία δεν θα έδινε άδεια κατασκευής τους αν
γνώριζε πως ήταν κτισμένο στην πραγματικότητα το κτίριο, επί του οποίου
οικοδομήθηκαν, όπως γνώριζε πολύ καλά ότι ο φέρων οργανισμός ήταν εξαρχής
ελαττωματικός. Και καθόσον επρόκειτο περί οικογενειακής εταιρείας Δ.Κ. και υιών
και Α.Δ. και γαμβρού του Μ.Μ. το αποτελούμενο από τους ίδιους ΔΣ γνώριζε την
πραγματική κατάσταση ανεξάρτητα του ότι στις προαναφερόμενες μεταγενέστερες
5.3.1981 συνεδριάσεις του ΔΣ γίνεται προσπάθεια υποβάθμισης του θέματος των
ζημιών για λόγους που μόνο οι ίδιοι γνωρίζουν και θέτοντας ως υπέρτατης αρχής
την εξοικονόμηση δαπανών προκειμένου να ξεπεραστεί η οικονομική κρίση που κατ'
εκείνο το διάστημα των επισκευών αντιμετώπιζε η εταιρεία έφθασαν στο σημείο όχι
μόνο αν μην υπερβούν την προϋπολογισθείσαν δαπάνη (των 6.000.000 δρχ.) που
είναι το συνήθως συμβαίνον αλλά να την μειώσουν κατά 1.600.000 δρχ., αφού
δαπάνησαν κατά τα αναφερόμενα στα από 6.12.1982 πρακτικά συνεδριάσεως του ΔΣ το
ποσό των 4.374.000 δρχ. στο οποίο μάλιστα συμπεριλαμβάνεται και η δαπάνη
ανακαίνισης του "στείρου θαλάμου". Αλλωστε όλοι οι κατηγορούμενοι από
την εν έτει 1986 έκθεση της Ε.Μ. έλαβαν γνώση ότι το κτίριο ήταν ακατάλληλο
προς πώληση αφού από το έτος 1981 δεν είχαν λάβει χώρα οι πρόσθετες οικοδομικές
εργασίες που ήσαν αναγκαίες για τη στατικότητα του κτιρίου, καθώς και ότι δεν
θα ήταν ικανό να ανταπεξέλθει κυρίως σε περίπτωση σεισμού. Η έκθεση όμως αυτή
και η λόγω της ακαταλληλότητας του κτιρίου ματαίωση της πώλησης δεν φαίνεται να
προβλημάτισε ιδιαίτερα τους κατηγορουμένους, αν και στο εν λόγω κτίριο
εργάζονταν 190 περίπου άτομα, αφού παρά την επισήμανση των ελλείψεων, τις
οποίες, κατά τα προεκτεθέντα, γνώρισαν να παραλείπουν την αποκατάσταση τους
αδιαφορώντας για το ενδεχόμενο κατάρρευσης του συγκεκριμένου κτιρίου, η οποία
τελικά επήλθε με το σεισμό της 7.9.1999.
Ισχυρίζονται ακόμη οι 1ος, 3ος, 4ος των
κατηγορουμένων ότι δεν μπορεί να τους καταλογισθεί ενδεχόμενος δόλος για τον
λόγο ότι για πρώτη φορά έλαβαν γνώση της εκθέσεως Μ. μετά το σεισμό της
7.9.1999, ο ισχυρισμός βέβαια αυτός δεν μπορεί να αξιολογηθεί και ως ουσιαστικά
βάσιμος από το Συμβούλιο καθόσον η έκθεση της Ε.Μ. συνετάγη ενόψει της εκ
μέρους του ΔΣ προσφοράς του κτιρίου προς πώληση και μετά από επιτόπια αυτοψία
ασφαλώς με την συναίνεση των μελών του ΔΣ και ήδη κατηγορουμένων οι οποίοι είχαν άμεσο ενδιαφέρον και δεν
είναι νοητό να μην έλαβαν γνώση καθ' οιονδήποτε τρόπο αυτής (εκθέσεως) αφού
μάλιστα ήταν και η αιτία ματαίωσης της πωλήσεως. Την ως άνω προκύπτουσα γνώση
τους δεν αίρει α) ούτε η επικαλούμενη από 4.12.2000 κατάθεση του μάρτυρα Α.Χ.,
Διευθύντος Συμβούλου της Εθνικής Φαρμακοβιομηχανίας ο οποίος κατέθεσε ότι δεν
τους κοινοποιούσαν τα έγγραφα βάσει των οποίων δεν προχωρούσαν στην αγορά των
κτιρίων αφού στην ίδια κατάθεσή του αναφέρει "στην περίπτωση της Φ.** δεν
θυμάται τι ακριβώς έγινε, πρέπει όμως να ενημερώθηκαν" και αξίζει εδώ να
προστεθεί ότι δεν είναι αναγκαία η κοινοποίηση εγγράφου για την ενημέρωση,
εξίσου επαρκής για την γνώση της ακαταλληλότητας είναι και η προφορική
ενημέρωση. β) ούτε το ότι, όπως ισχυρίζονται, δεν είχε ποτέ τεθεί θέμα
ασφαλείας του κτιρίου από το προσωπικό ή το σωματείο των εργαζομένων και η από
το έτος 1970, υπάλληλος τους και πρόεδρος των εργαζομένων της Γ.** Γ.Γ. στην
από 11.9.1999 κατάθεσή της καταθέτει πως θεωρεί το κτίριο ασφαλές, η διοίκηση
είχε καλές σχέσεις με τους εργαζομένους και ελάμβανε τα σχετικά μέτρα
ασφαλείας, καθόσον το προσωπικό και η συγκεκριμένη υπάλληλος πλην των εμφανών
ελαττωμάτων "βροχή σοβάδων από το ταβάνι όταν περνούσε το κλαρκ" όπως
κατατέθηκε από την Ο.Ι εργαζομένη στη Φ.** (βλέπε από 2.3.2000 ένορκη κατάθεσή
της) δεν μπορούσαν να γνωρίζουν για τα μη εμφανή και ουσιώδη ελαττώματα όπως
αυτά του φέροντος οργανισμού αλλ' ούτε και να έχουν λάβει γνώση της εκθέσεως Μ.,
Η οποία όπως αποδείχθηκε κρατήθηκε επτασφράγιστο μυστικό μέχρι που η
αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας επιτροπής και η επικαλούμενη ύπαρξη των
γραφείων των μελών του ΔΣ κατηγορουμένων και ο ως εκ τούτου κίνδυνος να
σκοτωθούν και οι ίδιοι αφού τα γραφεία τους δεν ευρίσκοντο στο επίμαχο
ακατάλληλο κτίριο όπου εστεγάζετο η βιομηχανική παραγωγή αλλά στο ανεξάρτητο
διώροφο κτίριο των γραφείων το ουδόλως εθίγη από το σεισμό το οποίο συνδέετο με
το επίμαχο με έτερο κτίριο.
Ισχυρίζονται ακόμη οι κατηγορούμενοι ότι 1)
Ο Ν.Π. Πολιτικός Μηχανικός και Διευθυντής του Οργανισμού Αντισεισμικού και
Προστασίας στην από 10.9.1999 ένορκη κατάθεση του αναφέρει ότι στις
καταρρεύσεις συνετέλεσε "η ισχυρή σεισμική δόνηση των 5,9 βαθμών της
κλίμακος ρίχτερ και η σεισμική επιτάχυνση 0,5γ και 2) το μέλος της επιτροπής
διερεύνησης αιτιών κατάρρευσης Π.Π. στην από 14.11.2000 ένορκη κατάθεση του
αναφέρει ότι "το δεύτερο αίτιο της κατάρρευσης ήταν ότι η δράση του
σεισμού του Σεπτεμβρίου 1999 ήταν ισχυρή, σαφώς ισχυρότερη από την προβλεπόμενη
από τους παλαιούς κανονισμούς". Όμως ο μεν πρώτος μάρτυρας απαντά στην
ερώτηση "τι συνετέλεσε στις καταρρεύσεις" ο δε δεύτερος κατατάσσει το
σεισμό στο "δεύτερο αίτιο κατάρρευσης" και από τις απαντήσεις αυτές
προκύπτει ότι βασικό και πρώτο αίτιο κατάρρευσης ήταν η ελαττωματικότητα του
κτιρίου. Αν το κτίριο δεν ήταν ελαττωματικό δεν θα κατέρεε, όπως δεν
κατέρρευσαν τόσο τα άλλα δύο κτίρια του συγκροτήματος Φ.** όσο και εκατοντάδες
χιλιάδες κτίρια τα οποία είχαν κατασκευασθεί με τον παλιό κανονισμό και ευρίσκοντο
πλησίων του επί κέντρου του σεισμού.
Εξάλλου όσον αφορά τον νομικό ισχυρισμό
περί μη υπάρξεως απόπειρας στα δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα πρέπει να
λεχθεί ότι και στα ότι στα εγκλήματα αυτά, που τελούνται δια παραλείψεως - σε
αντίθεση με τα γνήσια εγκλήματα παραλείψεως - είναι δυνατή η απόπειρα, διότι
αρχή εκτελέσεως αποτελεί η έναρξη της παραλείψεως της οφειλόμενης ενέργειας
[βλ. Ν.Χωραφάς Ποιν.Δικ. (εκδ. 1978) σελ. 328 παρ. 87 στοιχ. Α' Αγγ.
Μπουρόπουλος Ερμ. Π.Κ. υπ' άρθρο 42
σελ. 119-12].
Ακόμη πρέπει να λεχθεί ότι το επικαλούμενο
από τους κατηγορουμένους γεγονός της υπάρξεως αρίστων σχέσεων μεταξύ εργοδοσίας
(Φ.** ΑΕΒΕ και του προσωπικού της καθώς και το γεγονός της διαθέσεως από τη
Φ.** ποσού 200.000.000 δρχ. για την τοποθέτηση εντός του εργοστασίου χάριν του
προσωπικού κλιματιστικών μηχανημάτων δεν μπορεί να αναιρέσει όλα τα παρακάτω εκ
των αποδεικτικών μέσων προκύπτοντα.
Επίσης προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ότι ο
Ι.Κ Πολιτικός Μηχανικός αν και υποχρεούτο σύμφωνα με το άρθρο 286 παρ. 1 ΠΚ να
ενεργήσει κατά ους κοινώς αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες ώστε να μην
προξενήσει κίνδυνο για τη ζωή και την υγεία ανθρώπου κατά το χρονικό διάστημα
από 23.7.1981 (παραμονή εκδόσεως της με αριθμός 453/24.7.1981 άδειας επισκευής
σεισμοπλήκτου) μέχρι 30.9.1982 οπότε και ολοκληρώθηκαν οι οικοδομικές εργασίες
επισκευής του επίμαχου τετραώροφου κτιρίου (βλ. από 24.2.1983 Υπεύθυνη Δήλωση -
βεβαίωση του Α.Δ.) αφενός μεν κατά τη σύνταξη και υποβολή τεχνικής μελέτης και
σχεδίων ΄σον αφορά την επισκευή των ζημιών που υπέστη το τετραώροφο κτίριο της
Φ.** από το σεισμό του 1981 παρέλειψε να ασχοληθεί και να φροντίσει κατά τους
κοινώς αναγνωρισμένους τεχνικού κανόνες για την φέρουσα ικανότητα του κτιρίου
στο σύνολό του και να είχε διαπιστώσει ότι υπήρχαν οι πιο πάνω αναφερθείσες
λεπτομερώς αποκλίσεις από την αρχική άδεια κατασκευής του (διαπίστωση μη
δυνάμενη να αποφευχθεί κατά τους μάρτυρες συναδέλφους του Π.Π. και Ε.Μ.)
αρκεσθείς δε επί μέρους επιδιορθώσεις, αφετέρου δε κατά την επίβλεψη της επισκευής
των ζημιών που έγινε βάσει των αρχικών μελετών παρέλειψε έστω και εκ των
υστέρων και μέχρι 7.9.1999 ενώ είχε τη δυνατότητα αφού εξακολουθεί να έχει την
ιδιότητα του Πολιτικού Μηχανικού και εργάζεται στην περιοχή Αττικής να
διορθώσει ή να τις συμπληρώσει και να καταστήσει ικανό τον φέροντα οργανισμό
του κτιρίου, αρκεσθεί στην επισκευή των ελαττωματικών για το συγκεκριμένο
κτίριο υποστυλωμάτων με επένδυση στο μανδύα σκυροδέματος και με ρητινενέσεις
επισκευής που δεν ήταν αρκετές για να καταστήσουν ικανό και τον φέροντα
οργανισμό του κτιρίου ο οποίος παρέμεινε ελαττωματικός, Γνώρισε δε ο
κατηγορούμενος ότι εξ αιτίας των προαναφερθεισών παραλείψεών του ήταν
ενδεχόμενο να καταρρεύσει το κτίριο σε επερχόμενο σεισμό και να σκοτωθούν
άνθρωποι και το αποδέχθηκε στα πλαίσια της επιδίωξή του να διεκπεραιώσει το
έργο με το μικρότερο δυνατό κόστος που ήταν και σκοπός των συγκατηγορουμένων
του πατέρα και υιού Δ.Κ. και Μ.Π.Μ. Ισχυρίζεται βέβαια ο κατηγορούμενος τόσο με
τα απολογητικά υπομνήματά του ενώπιον της 16ης Τακτικής Ανακρίτριας όσο και με
την έφεση του ότι για την συγκεκριμένη περίπτωση των επισκευών των ζημιών εκ
του σεισμού του 1981 δεν είχε εφαρμογή γενικός κανόνας του 286 ΠΚ αλλά έπρεπε
να κινηθεί εντός των κανόνων οικοδομικής που καθόριζαν τρεις αποφάσεις του Υπουργού
Δημοσίων Εργων - Υπηρεσία Αποκαταστάσεως Σεισμοπλήκτων ήτοι 1) η Υπουργική
απόφαση ΥΑΣ/1 οίκοθεν/31.3.1981 ΦΕΚ 211/Β/13.4.81 "Περί της διαδικασίες
εκδόσεως οικοδομικών αδειών επισκευής ή ανέγερσης νέων οικοδομών στις περιοχές
που επλήγησαν από τους σεισμούς του 1981, άρθρο 1 παρ. 3, 5, 2) η Υπουργική
απόφαση /2/ οίκοθεν/31.3.1981 ΦΕΚ 211/Β/13.4.81 "Περί καθορισμού
προθεσμίας υποβολής αιτήσεων εκ μέρους σεισμοπλήκτων και απαιτούμενα
δικαιολογητικά για την έκδοση οικοδομικών αδειών, άρθρο 1 παρ. γ3, 3) η απόφαση
ΥΑΣ 261/16.4.1981 κατευθυντήριες οδηγίες για την σύνταξη μελετών επισκευής και
την έκδοση οικοδομικών αδειών, άρθρο 1 παρ. β' και άρθρο 11 παρ. γ'. Ομως σε
καμιά περίπτωση οι άνω Υπουργικές αποφάσεις δεν καταργούν το νόμο και από τη
στιγμή που γνωρίζει την ελαττωματικότητα του φέροντος οργανισμού ήταν
υποχρεωμένος να μην δεσμευθεί από τα πλαίσια των άνω αποφάσεων οι οποίες ας
σημειωθεί καθόριζαν όχι μόνο τη διαδικασία έκδοσης οικοδομικών επισκευής ή
ανέγερσης νέων οικοδομών αλλά και τη διαδικασία αναγνωρίσεως δικαιούχων
στεγαστικής συνδρομής και γι' αυτό το λόγο είχαν θεσπίσει ειδικούς κανόνες
οικοδομικής αλλά να κινηθεί ελεύθερα, χωρίς δέσμευση και αδιαφορώντας για το αν
θα χορηγηθεί στεγαστική συνδρομή, προκειμένου να καταστήσει ικανό τον φέροντα
οργανισμό του κτιρίου ως είχε υποχρέωση από το γενικό κανόνα του άρθρου 286 ΠΚ
είναι δηλαδή αδιάφορο αν συμμορφώθηκε προς τις ως άνω υπουργικές αποφάσεις,
εφόσον παρέλειψε τα εκ των ειδικών καθηκόντων του, κατά την άσκηση του
επαγγέλματός του ως πολιτικού μηχανικού επιβαλλόμενα μέτρα για την αποτροπή του
κινδύνου καταρρεύσεως της οικοδομής (βλ. σχετ. Αγγ. Μπουρόπουλος ό.π. υπ' αρθρ.
286 ΠΕ σελ. 432 - 433 και σημ. 6). Ισχυρίζεται ακόμη ότι βασίσθηκε στο γεγονός
ότι είχε προηγηθεί τετραπλός έλεγχος από τα αρμόδια όργανα της πολεοδομίας και
ουδέν τα επιμεμπτό είχε διαπιστωθεί, όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν τον απαλλάσσει
αν ληφθεί υπόψη ότι η εξαρχής ελαττωματικότητα του τετραώροφου κτιρίου ήταν
εύκολο να γίνει αντιληπτή από έναν Πολιτικό Μηχανικό ακόμη και από την απλή
σύγκριση των αδειών οικοδομής με την πραγματική κατάσταση όπως τούτο προκύπτει
από την από 19.3.1986 έκθεση της συναδέλφου Ε.Μ.
Με βάση λοιπών τα στοιχεία αυτά προέκυψαν
και κατά την κρίση του Συμβουλίου τούτου υφίστανται επαρκείς ενδείξεις για την
στήριξη δημόσιας κατηγορίας σε βάρος των ως άνω κατηγορουμένων για τις
αξιόποινες πράξεις της εν ψυχική ηρεμία ανθρωποκτονίας με πρόθεση με ενδεχόμενο
δόλο κατά συρροή και της απόπειρας ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο, πράξεις
που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14, 15, 26
παρ. 1α, 27 παρ. 1β, 42, 94, παρ. 1, 299 παρ. 1 ΠΚ και εκείνες των άρθρων 1 εδ.
α' ΑΝ 1512/1985, 1β, δ της 25-8/5.9.1920, 17 παρ. 1, 32Α, 25 Ν. 1568/1985 και
286 ΠΚ για τις οποίες αυτοί παραπέμφθηκαν ενώπιον του Μικτού Ορκωτού
Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών. Το Δικαστήριο της Περιφέρειας
του Εφετείου Αθηνών. Το Πρωτοβάθμιο λοιπόν Συμβούλιο που δέχθηκε ότι υφίσταται
σε βάρος των ήδη εκκαλούντων ενδείξεις για τις πράξεις που τους παραπέμπει ορθά
εκτίμησε της προσκομισθείσες αποδείξεις και υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά
στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Ακολούθως πρέπει να απορριφθούν,
οι εφέσεις των κατηγορουμένων ως ουσιαστικά αβάσιμες καθώς και το αίτημα των
πρώτου, δεύτερου, τρίτου και τέταρτου των κατηγορουμένων περί αυτοπροσώπου
εμφανίσεώς τους στο συμβούλιο για παροχή διευκρινήσεων δεδομένου ότι με τα
απολογητικά τους υπομνήματα ενώπιον της ανακρίτριας, τις εφέσεις τους και τα
απολογητικά τους υπομνήματα ενώπιον του Συμβουλίου τούτου ανάλυσαν τις απόψεις
τους, ώστε να μην είναι αναγκαία οποιαδήποτε άλλη διασάφηση ή διευκρίνιση,
οπότε πρέπει να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα, ύστερα από τη διόρθωση,
συμπλήρωση, διευκρίνιση των παραπεμπτικών διατάξεων του, ως προς τη συντακτική
και φραστική διατύπωσή τους, όπως στο διατακτικό του παρόντος βουλεύματος,
σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρο 317, 318, 319 παρ. 3 και 4 ΚΠΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται τυπικά τις υπ' αριθμούς 738/2001,
724/2001, 739/2001, 740/2001 και 714/2001 αντίστοιχα εφέσεις των κατηγορουμένων
Δ.Κ., κατοίκου Φιλοθέης Αττικής, οδός Ε.Β. αρ. ... 2) Ι.Κ., κατοίκου Αθηνών,
οδός Γ. αρ. ..., 3) Μ.-Π.Δ.Κ., κατοίκου Φιλοθέης Αττικής, οδός Ε.Β. αρ. ..., 4)
Ν.Δ.Κ., κατοίκου Φιλοθέης Αττικής, οδός Ε.Β. αρ. ..., και 5) Ν.-Μ.Π.Μ.,
κατοίκου Φιλοθέης Αττικής, οδός Ε.Β. αρ. ... κατά του υπ' αριθμό 3418/2001
βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών.
Απορρίπτει κατ' ουσίαν τις άνω εφέσεις.
Απορρίπτει το αίτημα περί αυτοπροσώπου
εμφανίσεως των κατηγορουμένων Δ.Κ. Ι.Κ. Μ.-Π.Δ.Κ., Ν.Δ.Κ., στο Συμβούλιο.
Παραπέμπει ενώπιον του Μικτού Ορκωτού
Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών που θα ορισθεί από τον
Εισαγγελέα Εφετών τους 1) Δ.Κ του Π. που γεννήθηκε το 1918 τη Σμύρνη Μ. Ασίας
και κατοικεί στη Φιλοθέη Αττικής Βιομήχανο, έγγαμο, 2) Ι.Κ. του Π. που
γεννήθηκε το 1947 στη Ν. Σμύρνη Αττικής και κατοικεί στη Αθήνα πολιτικό
μηχανικό, έγγαμο, 3) Μ.-Π.Κ. του Δ. που γεννήθηκε το 1953 στη Ν. Φιλαδέλφεια
Αττικής και κατοικεί στη Φιλοθέη Αττικής φαρμακοποιό, έγγαμο, 4) Ν.Κ. του Δ.
που γεννήθηκε το 1948 στη Ν. Φιλαδέλφεια Αττικής και κατοικεί στη Φιλοθέη
Αττικής οικονομολόγο, έγγαμο, 5) Ν.-Μ.Μ. του Π. που γεννήθηκε το 1949 στην
Αθήνα και κατοικεί στη Φιλοθέη Αττικής, έμπορο, έγγαμο για να δικασθούν ως
υπαίτιοι του ότι στην Κάτω Κηφισιά Αττικής:
Α) Οι Δ.Κ., Πρόεδρος του ΔΣ, Μ.Π.Κ.
διευθύνων σύμβουλος και μέλος του ΔΣ, Ν.-Μ.Μ. και Ν.Κ., μέλη του ΔΣ της
εδρεύουσας στην Κάτω Κηφισιά εταιρείας με την επωνυμία "Φ.** Η. Φ. Β.
ΑΒΕΕ" οι τρεις πρώτοι από 30.9.1982 και το τέταρτος από 1.7.1983, άπαντες
δε μέχρι 7.9.1999 αν και γνώριζαν ότι στο ευρισκόμενο στο οικοδομικό τετράγωνο
530 μεταξύ των οδών Α.- Α. και Τ. συγκρότημα του εργοστασίου τους, αποτελούμενο
από ένα τετραώροφο κτίριο κυρίως βιομηχανικής χρήσης, ένα διώροφο κτιρίου
γραφείων και ένα διώροφο κτίριο συνδετικό των δύο προηγουμένων, το πρώτο από
αυτά τετραώροφο κτίριο βιομηχανικής χρήσης είχε ήδη σημαντική απόκλιση σε σχέση
με την αρχική άδεια οικοδομής Ε658/1964 και τη μεταγενέστερη 29992/1972 καθόσον
είχε καταργηθεί ο αρμός διαστολής και κυρίως είχαν μειωθεί οι διατομές και οι
οπλισμοί των υποστυλωμάτων, γεγονός που καθιστούσε ελαττωματικό και επικίνδυνο
κατάρρευσης τον φέροντα οργανισμό του κτιρίου από 23.7.1981 μέχρι 30.9.1982
στον κατηγορούμενο Ι.Κ., πολιτικό μηχανικό, περιορίστηκαν αποκλειστικά στη
σύνταξη από το μηχανικό τεχνικής έκθεσης και σχεδίων για την έκδοση άδειας
επισκευής μόνο ως προς τις ζημίες εκ του σεισμού του έτους 1981 καθώς και στην
επίβλεψη από τον ίδιο μηχανικό, μόνο της εν λόγω επισκευής δηλαδή της επένδυσης
από μανδύα οπλισμένου σκυροδέματος και των ρυτινώσεων στα υπ' αριθ. Κ36, Κ38,
Κ37 υποστυλώματα του ισογείου και στο υποστύλωμα υπ' αριθ.Κ17 του πρώτου ορόφου
που είχαν υποστεί από το σεισμό εκείνο σοβαρές ρηγματώσεις καθώς και στο υποστύλωμα
υπ' αριθ. Κ37 του πρώτου ορόφου που επίσης είχε υποστεί από το σεισμό αυτό
τριχοειδείς ρωγμές, έτσι ώστε ο φέρων οργανισμός του κτιρίου να παραμένει ως
είχε ελαττωματικός και επικίνδυνος, έκτοτε μέχρι 7.9.1999.
Καίτοι με την άνω πλημμελή και επικίνδυνη
κατασκευή του κτιρίου είχαν θέσεις τον κίνδυνο κατάρρευσης αυτού, αφού έτσι
τούτο δεν ήταν ικανό να ανταπεξέλθει σε δυσμενείς συνθήκες χρήσης και
Περιβάλλοντος, όπως επερχόμενος σεισμός ενόψει και της γνωστής σεισμικότητας
της Αττικής εκ προθέσεως και εν ψυχική ηρεμία παρέλειψαν να προβούν στις
αναγκαίες οικοδομικές εργασίες προς αποτροπή του κινδύνου κατάρρευσης του
κτιρίου και ουδέν έπραξαν, αν και είχαν την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση
εργοδότες, κύριοι και νομείς του εν λόγω κτιρίου να δημιουργούν ασφαλές και
υγιεινό περιβάλλον στους εργαζόμενους στο εργοστάσιό τους και να λαμβάνουν κάθε
μέτρο που απαιτείται ώστε αυτοί να εξασφαλίζονται από κάθε κίνδυνο που μπορούσε
να απειλήσει την υγεία τους και τη ζωή τους και προέβλεπαν ως ενδεχόμενο τον εκ
της πράξεως - παραλείψεώς τους εγκληματικό αποτέλεσμα του θανάτου εκεί
εργαζομένων εκ αιτίας της κατάρρευσης του κτιρίου και της καταπλάκωσης τους από
τα συντρίμμια, οπότε κατά το σεισμό της 7ης Σεπτεμβρίου 1999 νοτιοδυτικά στης
Πάρνηθας, κατέρρευσε το νότιο τμήμα τους παραπάνω τετραώροφου κτιρίου και
καταπλακώθηκαν στα συντρίμμια του Α) Οι εκεί εργαζόμενοι 1) Κ.Σ., 2) Α.Τ., 3)
Β.Α., 4) Κ.Α., 5) Β.Γ., 6) Δ.Κ., 7) Β.Κ.Π. και 8) Α.Μ. με συνέπεια το θάνατό
τους, εγκληματικό αποτέλεσμα το οποίο αποδέχονταν, ενώ Β) η εκεί εργαζόμενη
Α.Β. που και αυτή καταπλακώθηκε στα συντρίμμια διασώθηκε με την έγκαιρη
επέμβαση των σωστικών συνεργείων και έτσι δεν ολοκληρώθηκε το εγκληματικό
αποτέλεσμα του θανάτου της, πράξη που ενέχει αρχή εκτελέσεως της ανθρωποκτονίας
από πρόθεση με την έναρξη παραλείψεως της ως άνω οφειλόμενης ενέργειάς τους,
την οποία επίσης προέβλεπαν ως ενδεχόμενη και την αποδέχονταν Β) Ο Ι.Κ.,
πολιτικός μηχανικός κατά το χρονικό διάστημα από 30.9.1982 μέχρι 7.9.1999 αν
και κατά την εκπόνηση της μελέτης τη διεύθυνση και τη διεξαγωγή των εργασιών
επισκευής των ζημιών που είχε υποστεί από το σεισμό του έτους 1981 το
τετραώροφο κτίριο του συγκροτήματος της Φαρμακοβιομηχανίας "Φ.** Η. Φ.
ΑΕΒΕ" στο Ο.Τ. 530 μεταξύ των οδών Α. - Α. και Τ. στην Κάτω Κηφισιά,
εργασίες που του ανέθεσαν οι συγκατηγορούμενοί του από 23.7.1981 μέχρι 30.9.
1982 διαπίστωσε ότι το κτίριο αυτό είχε ήδη σημαντική απόκλιση σε σχέση με την
αρχική άδεια οικοδομής του Ε 658/1964 και την μεταγενέστερη 26992/1970 καθόσον
είχε καταργηθεί ο αρμός διαστολής και κυρίως είχαν μειωθεί οι διατομές και οι
οπλισμοί των υποστυλωμάτων, γεγονός που καθιστούσε ελαττωματικό και επικίνδυνο
κατάρρευσης των φέροντα οργανισμό του κτιρίου και περιορίστηκε αποκλειστικά στη
σύνταξη τεχνικής έκθεσης και σχεδίων για την έκδοση αδείας επισκευής μόνο ως
προς τις ζημίες εκ του σεισμού του έτους 1981 και στην επίβλεψη μόνο της εν
λόγω επισκευής, δηλαδή της επένδυσης από μανδύα οπλισμένου σκυροδέματος και των
ρητινώσεων στα υπ' αριθ. Κ36, Κ38, Κ17 υποστυλώματα του ισογείου και στο
υποστύλωμα υπ' αρ. Κ17 του πρώτου ορόφου που είχαν υποστεί από το σεισμό εκείνο
σοβαρές ρηγματώσεις καθώς και στο υποστύλωμα υπ' αριθ. Κ37 του πρώτου ορόφου
που επίσης είχε υποστεί από το σεισμό αυτό τριχοειδείς ρωγμές, έτσι ώστε ο
φέρων οργανισμός του κτιρίου να παραμένει ως είχε ελαττωματικός και
επικίνδυνος, έκτοτε μέχρι 7.9.1999 καίτοι με την ως άνω πλημμελή και επικίνδυνη
κατασκευή και επισκευή του κτιρίου είχε ήδη τεθεί ο κίνδυνος κατάρρευσής του,
αφού έτσι τούτο δεν ήταν ικανό, να ανταπεξέλθει σε δυσμενείς συνθήκες χρήσεως
του περιβάλλοντος, όπως επερχόμενος σεισμός, ενόψει και της γνωστής
αντισεισμικότητας της Αττικής, εκ προθέσεως και εν ψυχική ηρεμία να προβεί στις
αναγκαίες ενέργειες και εργασίες προς αποτροπή του κινδύνου κατάρρευσης του κτιρίου
και ουδέν έπραξε αν και είχε την ιδιαίτερη προς τούτο νομική υποχρέωση εκ της
ως άνω προηγουμένης πλημμελούς συμπεριφοράς του παρά του κοινώς αναγνωρισμένους
τεχνικούς κανόνες, έτσι ώστε να προξενείται κίνδυνος για τη ζωή και την υγεία
των εκεί εργαζομένων και προέβλεψε ως ενδεχόμενο το εκ της πράξεως -
παραλείψεως του εγκληματικό αποτέλεσμα του θανάτου αυτών εξ αιτίας της
κατάρρευσης του κτιρίου και της καταπλάκωσης τους από τα συντρίμμια οπότε κατά
το σεισμό της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, νοτιοδυτικά της Πάρνηθας, κατέρρευσε το
νότιο τμήμα του παραπάνω τετραώροφου κτιρίου και καταπλακώθηκαν στα συντρίμμια
του Α) Οι εκεί εργαζόμενοι 1) Κ.Σ., 2) Α.Τ., 3) Β.Α., 4) Κ.Α., 5) Β.Γ., 6)
Δ.Κ., 7) Β.Κ.Π. και 8) Α.Μ. με συνέπεια το θάνατό τους, εγκληματικό αποτέλεσμα
το οποίο αποδέχονταν, ενώ Β) η εκεί εργαζόμενη Α.Β. που και αυτής καταπλακώθηκε
αλλά όμως διασώθηκε με έγκαιρη επέμβαση των σωστικών συνεργείων και έτσι δεν
ολοκληρώθηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα του θανάτου της, πράξη που ενέχει αρχή
εκτελέσεως της ανθρωποκτονίας από πρόθεση με την έναρξη παραλείψεως της ως άνω
οφειλομένης ενεργείας του, την οποία επίσης προέβλεψε ως ενδεχομένη και την
αποδεχόταν.
Επικυρώνει κατά τα λοιπά το εκκαλούμενο
βούλευμα.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28
Μαρτίου 2002 και καταχωρίσθηκε στις 18 Απριλίου 2002.
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαϊου 2002.