ΑΠ 804/2002
Δ.Ε.ΠΟ.Σ. - Προνόμια
δημοσίου - Τόκοι υπερημερίας -.
Η Δημόσια Επιχείρηση
Πολεοδομίας και Στέγασης Α.Ε. (ΔΕΠΟΣ Α.Ε.) απολαύει όλων των οικονομικών
προνομίων του Δημοσίου. Επί των οφειλών της έχει εφαρμογή η ουσιαστικού δικαίου
διάταξη του άρθρου 21 του κώδικα περί δικών του Δημοσίου, κατά την οποία,
εξαιρετικώς, ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος των οφειλών του Δημοσίου
ορίζεται σε 6% ετησίως "πλην αν άλλως ορίζεται με σύμβαση ή ειδικό νόμο
και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής". Αντίθετη μειοψηφία: η επέκταση
και στην ΔΕΠΟΣ της διατάξεως του άρθρου 21 του δευτέρου κεφαλαίου του κώδικα
νόμων περί δικών του Δημοσίου, η οποία ορίζει ότι ανάμεσα στα ουσιαστικά
προνόμια του Δημοσίου συγκαταλέγεται και το ποσοστό του τόκου υπερημερίας που
καταβάλλεται από το Δημόσιο και το οποίο ανέρχεται σήμερα σε 6%, δηλονότι σε
ποσοστό λιγότερο του 1/2 από εκείνο που υποχρεούται να καταβάλει ο οφειλέτης
του Δημοσίου, έρχεται σε αντίθεση α)με τη διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου
προσθέτου πρωτοκόλλου στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
(Ευρ.Σ.Δ.Α) ενόψει του ότι γίνεται προσβολή της περιουσίας του δανειστή της
ΔΕΠΟΣ χωρίς να γίνεται επίκληση σοβαρού λόγου δημοσίου συμφέροντος β) με την
συνταγματικώς κατοχυρούμενη αρχή της αναλογικότητας, που υπαγορεύει την τήρηση
της αναλογίας ανάμεσα στον επιδιωκόμενο σκοπό και τα μέσα που χρησιμοποιούνται
και η οποία προδήλως προσβάλλεται στην προκείμενη περίπτωση. Και τούτο διότι
και αν θεωρηθεί ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι η δραστικότητα της δικαστικής
αποφάσεως, αλλά και η προστασία της ΔΕΠΟΣ, το καταβαλλόμενο ποσό 6% ως τόκος
υπερημερίας, δηλονότι λιγότερο του 1/2 από εκείνο που υποχρεούται να καταβάλει
ο οφειλέτης ιδιώτης, δεν είναι αναλογικό.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός 804/2002
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z'
Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο
Κάπο, Αντιπρόεδρο, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Στυλιανό Πατεράκη, Γεράσιμο Σιμόπουλο
και Ρωμύλο Κεδίκογλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά
του, στις 10 Απριλίου 2002, με την παρουσία και της γραμματέως Δήμητρας
Φαραγγά, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Κ.Γ., κατοίκου
Χαλανδρίου, τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Αντώνιος
Ρουπακιώτης.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Εταιρείας με
την επωνυμία Δημόσια Επιχείρηση Πολεοδομίας και Στέγασης Α.Ε. (ΔΕΠΟΣ Α.Ε.), που
εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο της Δημήτριο Λάμπρου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27 Μαϊου
1999 ανακοπή της ήδη αναιρεσίβλητης που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο
Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4134/2000 του ίδιου Δικαστηρίου και 2682/2001
του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων
με την από 2 Ιουλίου 2001 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που
εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Στυλιανός Πατεράκης ανέγνωσε την από 31 Οκτωβρίου 2001
έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της κρινόμενης αιτήσεως
αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως,
ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του
αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 446/1976 «Περί
συστάσεως Δημοσίας Επιχειρήσεως Πολεοδομίας, Οικισμού και Στεγάσεως» συνιστάται
νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου υπό την επωνυμία «Δημοσία Επιχείρησις
Πολεοδομίας Οικισμού και Στεγάσεως» (ΔΕΠΟΣ), το οποίο αποτελεί Δημόσια
Επιχείρηση ανήκουσα εξ ολοκλήρου στο Ελληνικό Δημόσιο, Λειτουργούσα χάριν του
δημοσίου συμφέροντος, διεπόμενη από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και
απολαμβάνουσα διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελούσα δε υπό την
εποπτεία και τον έλεγχο του Κράτους. Κατά το άρθρο 14 του ίδιου νόμου η ΔΕΠΟΣ
απολαύει όλων των διοικητικών, οικονομικών και δικαστικών ατελειών, ως και
πάντων των διοικητικών, οικονομικών, και δικονομικών προνομίων, ως εάν είναι
αυτό το Δημόσιο. Ορίζοντας η ανωτέρω διάταξη ότι η ΔΕΠΟΣ απολαύει όλων των
οικονομικών προνομίων ως να ήταν αυτό το Δημόσιον, πρόδηλα λόγω της γενικότητας
της διατυπώσεως αυτής, έχει εφαρμογή, επί των οφειλών της ΔΕΠΟΣ, η ουσιαστικού
δικαίου διάταξη του άρθρου 21 του κώδικα περί δικών του Δημοσίου (Δ/μα
26.6/10.7.1944), κατά την οποία, εξαιρετικώς, ο νόμιμος και ο της υπερημερίας
τόκος των οφειλών του Δημοσίου ορίζεται σε 6% ετησίως «πλην αν άλλως ορίζεται
με σύμβαση ή ειδικό νόμο και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής». Ο ν. 947/1979
«Περί οικιστικών περιοχών» με τις παραγράφους 1 και 6 του άρθρου 56 όρισε ότι
με προεδρικό διάταγμα εκδιδόμενο εντός έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του
νόμου αυτού μετά από πρόταση του Υπουργού Δημοσίων Έργων «θέλει τροποποιηθεί,
συμπληρωθεί και διαμορφωθεί σε ενιαίο κείμενο η περί ΔΕΠΟΣ, μετονομαζομένης σε
«Δημόσια Επιχείρηση Πολεοδομίας και Στεγάσεως», υφιστάμενη νομοθεσία» (παρ.1)
και με προεδρικό διάταγμα εκδιδόμενο με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και
Δημοσίων Έργων εντός της αυτής ως άνω προθεσμίας «θέλουν καθοριστεί τα των πόρων
και της οικονομικής διαχειρίσεως, ως και τα προνόμια και απαλλαγές της ΔΕΠΟΣ»
(παρ. 6). Σε εκτέλεση της διατάξεως της μεν παραγράφου 6 του ανωτέρω άρθρου
εκδόθηκε το προεδρικό διάταγμα 56 της 24/25.1.80 «Περί καθορισμού των πόρων,
της οικονομικής διαχειρίσεως, των προνομίων και απαλλαγών της ΔΕΠΟΣ» με το
άρθρο 4 του οποίου επαναλαμβάνεται το άνω άρθρο 14 του ανωτέρω νόμου 446/1976,
δηλονότι «η ΔΕΠΟΣ απολαύει.....ως και πάντων των διοικητικών, οικονομικών και
δικονομικών προνομίων, ως εάν είναι αυτό το Δημόσιο». Σε εκτέλεση δε της
διατάξεως της παραγράφου 1 του άνω άρθρου 56 του Ν. 947/1979 εκδόθηκε το
Προεδρικό διάταγμα 811 της 31.7/1.9.80 «περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και
διαμορφώσεως σε ενιαίο κείμενο της περί ΔΕΠΟΣ υφιστάμενης νομοθεσίας» στο άρθρο
2 παρ. 2 του οποίου ενσωματώνεται το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 446/1976. «Η ΔΕΠΟΣ
αποτελεί δημόσια επιχείρηση ανήκουσα εξολοκλήρου στο Ελληνικό Δημόσιο» στο δε
άρθρο 17 ορίζεται ότι «περί ... των προνομίων και απαλλαγών της ΔΕΠΟΣ ισχύουν
οι διατάξεις του Π.Δ. 56/1980». Την ίδια, ως ανωτέρω, διατύπωση ως προς τα
προνόμια της ΔΕΠΟΣ διέλαβε και το Π.Δ. 158/1997 που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση
του Ν.2414/1996 για τον εκσυγχρονισμό των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών
και άλλες διατάξεις, με τον οποίο εγκρίθηκε το καταστατικό της ΔΕΠΟΣ που
μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το
Εφετείο δέχθηκε ότι η ήδη αναιρεσίβλητη ΔΕΠΟΣ κατέβαλε στον καθού η ανακοπή και
ήδη αναιρεσείουσα, έναντι του εκ τόκων κονδυλίου της επιταγής αυτού εναντίον
της, σε εκτέλεση της 682/1998 αποφάσεως του Εφετείου, το ποσό που αντιστοιχεί
σε ποσοστό τόκων 6% ετησίως, τα λοιπά δε εκ τόκων ποσά της επιταγής, ήτοι
3.807.560 δραχμές αντιστοιχούν στο πέραν του 6% ετησίως ποσοστό τόκου. Έκρινε
δε ότι ως προς τα τελευταία αυτά ποσά τόκου δεν είχε αξίωση ο καθού η ανακοπή
κατά της ανακόπτουσας και δέχθηκε κατά το μέρος αυτό την ανακοπή της ήδη
αναιρεσίβλητης και ακύρωσε ως προς αυτά την επιταγή. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο,
δεν παραβίασε με ψευδή ερμηνεία ή με κακή εφαρμογή τις προαναφερθείσες
ουσιαστικού δικαίου διατάξεις καθώς και τις των άρθρων 21 του Δ/τος της
26.6/10.7.1944 και 78 παρ. 4 του ισχύοντος Συντάγματος. Είναι δε αβάσιμος ο
πρώτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίον προβάλλονται αβασίμως οι πλημμέλειες
ότι α)το άρθρο 14 του Ν. 446/1976 καταργήθηκε με το άρθρο 56 του Ν. 947/1979
και σε κάθε περίπτωση επεκτείνει την εφαρμογή στη ΔΕΠΟΣ μόνο των δικονομικών
προνομίων υπέρ του Δημοσίου, β)τα προαναφερθέντα προεδρικά διατάγματα
στερούνται νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως. Ως προς την ειδικότερη πλημμέλεια ότι η
επέκταση του οικονομικού προνομίου του Δημοσίου ως προς το ποσοστό τόκου 6%
προσκρούει στο άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος ο λόγος είναι απορριπτέος,
προεχόντως διότι η ρύθμιση αυτή δεν καταλαμβάνεται από τη συνταγματική αυτή
διάταξη, η οποία αναφέρεται σε απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία. Και
τούτο ανεξαρτήτως του ότι η άνω επέκταση του οικονομικού προνομίου ως προς το
οφειλόμενο ποσοστό τόκου προβλέπεται ευθέως από το ν. 446/1976. Ως προς δε την
πλημμέλεια της παραβιάσεως των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος ο
λόγος αναιρέσεως είναι προεχόντως αόριστος διότι δεν προσδιορίζεται σε τι
συνίσταται η παράβαση της αρχής της ισότητας έναντι του ήδη αναιρεσείοντος και
του δικαιώματος προστασίας της εργασίας με την εφαρμογή επιτοκίου οφειλής 6%
ετησίως. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 του άνω Πρ. Δ/τος 158/1997 σκοποί της ΔΕΠΟΣ
είναι, πλην άλλων «η εφαρμογή της πολεοδομικής, χωροταξικής και στεγαστικής
πολιτικής του Κράτους με την αναβάθμιση των πόλεων..., ανάπτυξη οργανομένων
οικιστικών ενοτήτων, ανάδειξη έργων πολιτιστικής κληρονομιάς συμβολή στη
δημιουργία κατάλληλης στέγασης, με προσιτό κόστος για άτομα χαμηλής και μεσαίας
περιουσιακής και εισοδηματικής καταστάσεως... η μελέτη, κατασκευή... έργων εξυγιάνσεως
περιοχών που παρουσιάζουν ... δυσμενές αστικό περιβάλλον ... η ανάληψη
επιτελικού και εποπτικού ρόλου για λογαριασμό του υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ». Έν όψει
δε των σκοπών αυτών της ΔΕΠΟΣ η καθιέρωση επιτοκίου 6% ετησίως για τις οφειλές
αυτής σε ιδιώτες που εξ άλλων κοινών οφειλετών δικαιούνται κατά το νόμο
διπλασίου επιτοκίου δεν υφίσταται παραβίαση της αναλογικότητας. Περαιτέρω, δε,
εφόσον η επιδικάζουσα την απαίτηση σε βάρος της ΔΕΠΟΣ απόφαση - δηλονότι ο
τίτλος εκτελέσεως-επιδικάζει το ποσοστό αυτό τόκου 6% ετησίως, ούτε προσβολή
της περιουσίας του δανειστού της ΔΕΠΟΣ, κατά την έννοια του άρθρου 1, του
προσθέτου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα δικαιώματα του ανθρώπου
υφίσταται με τον από το νόμο προσδιορισμό του μικρότερου αυτού ποσοστού τόκου.
Και τούτο διότι ο από το νόμο προσδιορισμός του μεγαλυτέρου επιτοκίου έναντι
κοινών οφειλετών δεν ιδρύει «περιουσία» του δανειστού πριν από τη γέννηση της
απαιτήσεως του. Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του Αρεοπαγίτη Στυλιανού
Πατεράκη, η επέκταση και στην αναιρεσίβλητη ΔΕΠΟΣ της διατάξεως του άρθρου 21
του δευτέρου κεφαλαίου του κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου (β.δ. της
26.6/10.7.1944) η οποία ορίζει ότι ανάμεσα στα ουσιαστικά προνόμια του Δημοσίου
συγκαταλέγεται και το ποσοστό του τόκου υπερημερίας που καταβάλλεται από το
Δημόσιο και το οποίο ανέρχεται σήμερα σε 6%, δηλονότι σε ποσοστό λιγότερο του
1/2 από εκείνο που υποχρεούται να καταβάλει ο οφειλέτης του Δημοσίου και το
οποίο ισχύει για όλους τους άλλους διαδίκους, έρχεται σε αντίθεση α)με τη διάταξη
του άρθρου 1 του πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ευρ. Σ.Δ.Α) ενόψει του ότι γίνεται προσβολή της
περιουσίας του δανειστή της ΔΕΠΟΣ (στην προκείμενη περίπτωση του
αναιρεσείοντος) χωρίς να γίνεται επίκληση σοβαρού λόγου δημοσίου συμφέροντος,
β)με την ήδη και συνταγματικώς κατοχυρούμενη (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος)
αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή αυτή, η οποία υπαγορεύει την τήρηση της
αναλογίας ανάμεσα στον επιδιωκόμενο σκοπό και τα μέσα που χρησιμοποιούνται,
προδήλως προσβάλλεται στην προκείμενη περίπτωση. Και τούτο διότι και αν
θεωρηθεί ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι η δραστικότητα της δικαστικής
αποφάσεως αλλά και η προστασία της ΔΕΠΟΣ το καταβαλλόμενο ποσό 6% ως τόκος
υπερημερίας, δηλονότι λιγότερο του ½ από εκείνο που υποχρεούται να καταβάλει ο
οφειλέτης ιδιώτης, δεν είναι αναλογικό. Έπρεπε, επομένως να μην εφαρμόσει η
αναιρεσιβαλλομένη τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου οι οποίες
προβλέπουν χαμηλό τόκο υπερημερίας υπέρ της αναιρεσίβλητης ΔΕΠΟΣ, ώστε είναι
βάσιμος, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το
τελευταίο μέρος αυτού όπως συμπληρώθηκε από τον Εισηγητή (άρθρο 562 παρ. 4
Κ.Πολ.Δ.) με τον οποίον προβάλλεται αιτίαση από το άρθρο 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ.
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 16 εδαφ. α'
Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται και όταν το δικαστήριο κατά παράβαση του
νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο. Ο λόγος αυτός ιδρύεται
μόνο όταν στην απόφαση διατυπώνεται σκέψη περί της υπάρξεως ή μη υπάρξεως
δεδικασμένου από ορισμένη απόφαση (Ολομ. Α.Π. 1339/1985) και όχι όταν η
γενόμενη από το Εφετείο εκτίμηση του περιεχομένου τελεσίδικης αποφάσεως
καταλήγει σε πόρισμα εκ του πράγματος αντίθετο προς το διατακτικό της. Με το
δεύτερο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι
το Εφετείο παραβίασε το εκ της προηγούμενης με αριθμ. 682/1998 μεταξύ των
διαδίκων αποφάσεως του Εφετείου δεδικασμένο με το να δεχθεί ότι ορθώς η
εργοδότρια ήδη αναιρεσίβλητη προέβη στην κράτηση ποσού 1.483.125 δραχμών εκ του
επιδικασθέντος με την απόφαση εκείνη συνολικού κεφαλαίου 6.822.424 δραχμών λόγω
νομίμων κρατήσεων, καίτοι το ποσό αυτό είχε υποχρεωθεί εκείνη να καταβάλει
«καθαρό» δηλονότι μετά από προηγηθείσα αφαίρεση των νομίμων κρατήσεων. Από την προσβαλλόμενη
όμως απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο δεν διέλαβε σκέψη περί υπάρξεως ή μη
υπάρξεως δεδικασμένου από την απόφαση εκείνη. Επομένως ο λόγος αυτός είναι
απορριπτέος ως απαράδεκτος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2 Ιουλίου 2001 αίτηση
του Κ.Γ. για αναίρεση της 2682/2001 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική
δαπάνη της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, την οποία ορίζει στο ποσό
των χιλίων εξήντα (1060) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις
23 Απριλίου 2002. Και
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο στις 30
Απριλίου 2002.