ΠΠρΘεσ 14356/2003

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Κυριότητα - Αγωγή αναγνωριστική - Εννομο συμφέρον -.

 

Αγωγή αναγνωριστική κυριότητας, περιεχόμενο έννομου συμφέροντος του ενάγοντος που πρέπει να θεμελιώνεται στην αγωγή. Εάν ο ενάγων εγείρει θετική αναγνωριστική αγωγή, δεν έχει έννομο συμφέρον να εγείρει συγχρόνως και αρνητική αναγνωριστική αγωγή προς αναγνώριση της ανυπαρξίας του ίδιου δικαιώματος στο πρόσωπο του αντιδίκου του. Αν από το γεγονός ότι κάποιος άσκησε θετική αναγνωριστική αγωγή δεν συνάγεται ανυπαρξία του έννομου συμφέροντος του αντιδίκου του να ασκήσει αρνητική αναγνωριστική αγωγή για την ίδια έννομη σχέση και το αντίστροφο.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

(Απόσπασμα)... Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1094, 1108 του ΑΚ και 70 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι, για την έγερση αναγνωριστικής αγωγής περί δικαιώματος που απορρέει από την κυριότητα του πράγματος, απαιτείται, πλην της υπάρξεως των στοιχείων τα οποία προσπορίζουν στον ενάγοντα το υπό αναγνώριση δικαίωμα, και ύπαρξη εννόμου συμφέροντος για την αναγνώριση αυτού έναντι του συγκεκριμένου εναγομένου, δηλαδή προσβολή ή αμφισβήτηση από τον τελευταίο του δικαιώματος του ενάγοντος, είτε δι' αποβολής τούτου και καταλήψεως του επιδίκου, είτε δι' άλλης πράξεως ή παραλείψεως οφειλομένης ενεργείας, είτε ακόμη και δι' απλής αμφισβητήσεως, εφόσον δι' αυτής δημιουργείται περί του δικαιώματος σύγχυση και αμφιβολία, την οποία έχει ο ενάγων έννομο συμφέρον να αρθεί (πρβλ. ΑΠ 1447/1983, Δ 15. 718, βλ. ΕφΑθ 7689/1977, Αρμ ΛΒ' 601). Το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο, δηλαδή η αβεβαιότητα ως προς την επίδικη έννομη σχέση πρέπει να υπάρχει κατά τη συζήτηση κατά την οποία εκδίδεται η απόφαση, στην αγωγή δε πρέπει απαραιτήτως να εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που να θεμελιώνουν το έννομο συμφέρον του ενάγοντος (βλ. ΑΠ 603/1985, ΝοΒ 34.399, ΕφΘεσ 2570/1985, ΝοΒ 34.77).

 

 

Εξάλλου, η καθιερούμενη με το άρθρο 70 του ΚΠολΔ αρνητική αναγνωριστική αγωγή, η οποία είναι η αντίστροφη της θετικής αναγνωριστικής αγωγής, υπό την έννοια ότι έχουν αντιγραφεί οι θέσεις (ρόλοι) του ενάγοντος και του εναγομένου (βλ. ΕφΑθ 2393/1988, ΝοΒ 36.758, ΕφΑθ 9407/1987, ΕλλΔνη 31. 557) ασκείται από το διάδικο εκείνον ο οποίος θα νομιμοποιούνταν παθητικώς αν είχε ασκηθεί κατ' αυτού θετική αναγνωριστική αγωγή. Με την αγωγή αυτή και την αντίστοιχη απόφαση αποτρέπεται βλάβη του οφειλέτη με την έννοια ότι αίρεται ο κίνδυνος φαλκιδεύσεως της περιουσίας του (βλ. ΑΠ 270/1971, ΝοΒ 19.750). Τέλος, ούτε από την παραπάνω διάταξη του ΚΠολΔ αλλά ούτε και από άλλη δικονομική διάταξη προκύπτει ότι αν κάποιος εγείρει θετική αναγνωριστική αγωγή, ο αντίδικός του δεν έχει έννομο συμφέρον να εγείρει αρνητική αναγνωριστική αγωγή για την ίδια έννομη σχέση ή το αντίστροφο, δηλαδή αν κάποιος εγείρει την αρνητική αναγνωριστική αγωγή δεν έχει ο αντίδικός του έννομο συμφέρον να εγείρει τη θετική (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμ.Νομ.Κ ΠολΔ, σελ. 447). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, αν ο ενάγων εγείρει κατά του εναγομένου θετική αναγνωριστική αγωγή προς αναγνώριση της αξιούμενης και εκ του πράγματος απορρέουσας εννόμου σχέσεως, ελλείπει το έννομο συμφέρον του να εγείρει συγχρόνως και αρνητική αναγνωριστική αγωγή προς αναγνώριση της ανυπαρξίας του αυτού δικαιώματος στο πρόσωπο του αντιδίκου του (βλ. ΠολΠρΘεσ 10003/1996, Αρμ ΝΑ' 49).

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση το ενάγον, με την κρινόμενη αγωγή του, κατά εκτίμηση του συνόλου του περιεχομένου και του αιτήματός της, εκθέτει ότι με το αναφερόμενο παραχωρητήριο του Ελληνικού Δημοσίου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών, περιήλθε στην κυριότητά του, το έτος 1983, το περιγραφόμενο κατά θέση και όρια ανταλλάξιμο ακίνητο, εκτάσεως 500.000 τετραγωνικών μέτρων περίπου, το οποίο βρίσκεται στην κτηματική περιοχή των άλλοτε Κοινοτήτων Ασβεστοχωρίου και Πανοράματος Θεσσαλονίκης. 'Οτι τμήμα του ως άνω ακινήτου, εκτάσεως 374 τετραγωνικών μέτρων, που περιγράφεται αρκούντως, η αξία του οποίου ανέρχεται στο ποσό των 46.000,00 ευρώ, κατέλαβε και κατέχει ο εναγόμενος, ισχυριζόμενος ότι ανήκει στην κυριότητά του με τα αναφερόμενα συμβόλαια που μεταγράφηκαν νόμιμα. Με βάση το παραπάνω ιστορικό, το οποίο εκτίθεται εκτενέστερα στην κρινόμενη αγωγή, ισχυριζόμενο ότι απέκτησε την κυριότητα και του ως άνω τμήματος των 374 τετραγωνικών μέτρων, που κατέλαβε ο εναγόμενος, αφενός μεν με παράγωγο τρόπο, αφετέρου με προσόντα της τακτικής χρησικτησίας και εκ τρίτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, προσμετρώντας και τη χρησικτησία του δικαιοπαρόχου του Ελληνικού Δημοσίου, επικαλούμενο δε άμεσο έννομο συμφέρον, ζητεί να αναγνωριστεί το δικαίωμα κυριότητάς του επί του ως άνω ακινήτου, να αναγνωριστεί ότι ο αντίδικός του δεν έχει δικαίωμα κυριότητας επί του ίδιου ακινήτου, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στα δικαστικά του έξοδα.

 

 

Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα η ως άνω αγωγή, για το παραδεκτό της συζητήσεως της οποίας: α') αντίγραφό της έχει καταχωρηθεί στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Νεάπολης Θεσσαλονίκης εντός τριάντα (30) ημερών από της καταθέσεώς της, σύμφωνα με το άρθρο 220 του ΚΠολΔ, στον τόμο .. και αριθμό ... (βλ. το με Αριθμ.Γεν.Β.Εκθ. 43/6056 με ημερομηνία 19 Απριλίου 2002 πιστοποιητικό της Υποθηκοφύλακος Νεάπολης Θεσσαλονίκης, νόμιμα προσκομιζόμενο και επικαλούμενο), β') προσκομίζεται η από 3 Ιουνίου 2002 μονομερής δήλωση διαπίστωσης της αποτυχίας απόπειρας εξώδικης επίλυσης της διαφοράς του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 214Α' παρ. 8 στοιχ. β' του ΚΠολΔ, από την οποία προκύπτει ότι ο εναγόμενος δεν προσήλθε στη συνάντηση για την απόπειρα εξώδικης επίλυσης της διαφοράς την καθορισθείσα ημέρα και ώρα, μολονότι κλήθηκε προς τούτο, όπως προκύπτει από την νομίμως προσκομιζόμενη με επίκληση με αριθμό 817δ'/22.4.2002 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Α.Ξ., και γ') προσκομίζεται νόμιμα με επίκληση κτηματογραφικό απόσπασμα του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας, Κτηματολόγιο Α.Ε., από το οποίο προκύπτει ότι υποβλήθηκε η σχετική δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 2308/1995 και το άρθρο 25 παρ. 13 του ν. 2664/1998, για το επίδικο ακίνητο (βλ. το με αριθμό πρωτ. 14969/14.9.2001 κτηματογραφικό απόσπασμα με Κωδικό Αναγνωρίσεως Εθνικού Κτηματολογίου (Κ.Α.Ε.Κ.) 08 094 2805006), ενώ, λόγω του αναγνωριστικού χαρακτήρα της, δεν υπόκειται στην καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (βλ. άρθρ. 7 εδ. 3 του ν.δ. 1544 της 3/28.7.1942), αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία (άρθρ. 1, 7, 8, 9, 10, 11, 12 παρ. 1, 18 αριθμ. 1, 29, 208 επ. του ΚΠολΔ), είναι δε αρκούντως ορισμένη και νόμιμη ως προς το αίτημα αυτής να αναγνωριστεί η κυριότητα του ενάγοντος στο επίδικο ακίνητο, τόσο ως προς τον παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας επί του επιδίκου όσο και ως προς τον πρωτότυπο, με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας, σύμφωνα με όσα αναλυτικά έχουν εκτεθεί στη μείζονα πρόταση της αποφάσεως, στηριζόμενη στις εκεί αναφερόμενες διατάξεις, καθώς και σ' αυτές των άρθρων 1033, 1041, 1045, 1051, 1192 αριθμ. 1, 1198 του ΑΚ, 68, 70, 176 του ΚΠολΔ, εκτός από το παρεπόμενο αίτημα για κήρυξη προσωρινώς εκτελεστής της αποφάσεως, το οποίο κρίνεται μη νόμιμο και επομένως απορριπτέο, διότι επί αναγνωριστικής αγωγής, όπως και στην κρινόμενη υπόθεση, η εκδοθησομένη απόφαση παράγει τις συνέπειές της κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, είναι δε γνωστό ότι οι αναγνωριστικές και διαπλαστικές αποφάσεις δεν κηρύσσονται προσωρινά εκτελεστές, αφού η προσωρινή εκτέλεση χρησιμεύει όπου χωρεί αναγκαστική εκτέλεση υπό την έννοια των άρθρων 904 και επ. του ΚΠολΔ και όχι όπου η απόφαση αναγνωρίζει ή διαπλάσσει κατάσταση (βλ. σχετ. Ι. Μπρίνια, Η Αναγκαστική Εκτέλεσις, Β' 'Εκδοσις-Ανατύπωσις, τόμος πρώτος, παρ. 47, σελ. 132, 133), ενώ ως προς το αίτημα αυτής να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος δεν έχει δικαίωμα κυριότητας επί του ιδίου ακινήτου είναι απορριπτέα για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, σύμφωνα με όσα αναλυτικά έχουν εκτεθεί στη μείζονα πρόταση της αποφάσεως.

 

 

Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη η ως άνω αγωγή, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν. Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν και ειδικότερα από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως, σε συνδυασμό και με τα έγγραφα, που νομότυπα προσκομίζει και επικαλείται νόμιμα το ενάγον, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται πλήρως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο, εκτάσεως τριακοσίων εβδομήντα τεσσάρων τετραγωνικών μέτρων (374 τ.μ.), αποτελεί τμήμα του με αριθμό 9104/Α ανταλλάξιμου κτήματος της περιφέρειας Θεσσαλονίκης, συνολικής εκτάσεως 500.000 τετραγωνικών μέτρων περίπου, το οποίο βρίσκεται στην τοποθεσία Π. της κτηματικής περιοχής των άλλοτε Κοινοτήτων Ασβεστοχωρίου και Πανοράματος Θεσσαλονίκης, ειδικότερα δε το ως άνω επίδικο τμήμα βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του παραπάνω μεγαλυτέρας εκτάσεως ακινήτου και συνορεύει με τη δημόσια οδό Ασβεστοχωρίου - Εξοχής - Χορτιάτη, που αποτελεί το βόρειο σύνορο αυτού, επί πλευράς 10,50 γραμμικών μέτρων, ενώ από τις άλλες πλευρές του συνορεύει με την υπόλοιπη έκταση του προαναφερομένου με αριθμό 9104/Α ακινήτου του (ενάγοντος) επί πλευρών 32,00 γραμμικών μέτρων, 10,50 γραμμικών μέτρων και 40,00 γραμμικών μέτρων, αντίστοιχα. Το προαναφερόμενο ακίνητο εκτάσεως 500.000 τετραγωνικών μέτρων περίπου παραχώρησε στο ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο με τον με αριθμό 4796/27.1.1983 τίτλο κυριότητας (παραχωρητήριο), που μεταγράφηκε στον τόμο ... και αριθμό ... των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης στις 9 Μαρτίου 1983.

 

 

'Εκτοτε το ενάγον εγκαταστάθηκε σ' αυτό και το νεμόταν ενεργώντας επ' αυτού τις διακατοχικές πράξεις που αρμόζουν στη φύση και τον προορισμό του, ειδικότερα δε περιέφραξε το ως άνω μεγαλυτέρας εκτάσεως ακίνητο και τοποθέτησε σ' αυτό δύο μεγάλες πινακίδες που ανέγραφαν ότι είναι ιδιοκτησία του, εκτέλεσε δε τοπογραφικές εργασίες και εγκατέστησε σ' αυτό μετεωρολογικό σταθμό. Ο εναγόμενος, επικαλούμενος το με αριθμό 25375/1998 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Δ.Γ., που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης στον τόμο ... και αριθμό .., καθώς και ότι ο εγγύτερος και οι απώτεροι δικαιοπάροχοί του είχαν δικαίωμα κυριότητας στο ως άνω επίδικο ακίνητο, το οποίο εξουσίαζε με ταπί κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, από το έτος 1859, ο απώτατος δικαιοπάροχός του, Μ.Ν., κατέλαβε αυτό το έτος 1994, ισχυριζόμενος ότι ανήκει στην κυριότητά του, άσκησε δε και αγωγή στο Δικαστήριο αυτό, ζητώντας να αναγνωριστεί το επικαλούμενο δικαίωμα κυριότητάς του σ' αυτό, πλην όμως οι επικαλούμενοι από τον εναγόμενο τίτλοι αφορούν άλλο ακίνητο και όχι το επίδικο, αφού αυτό, όπως ήδη προαναφέρθηκε, αποτελεί τμήμα του με αριθμό 9104/Α ανταλλάξιμου κτήματος, που παραχωρήθηκε το έτος 1983 στο ενάγον, μέχρι δε τότε νεμόταν και κατείχε αυτό με διάνοια κυρίου το Ελληνικό Δημόσιο. Με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά το ενάγον απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου, ως τμήματος του μεγαλυτέρας εκτάσεως ακινήτου των 500.000 τετραγωνικών μέτρων που προαναφέρεται, αφενός με παράγωγο τρόπο, αφετέρου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, ως νεμόμενο αυτό με νόμιμο τίτλο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας, σε κάθε δε περίπτωση με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ως νεμόμενο αυτό για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας, προσμετρώντας και το χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του Ελληνικού Δημοσίου, λαμβανομένου δε υπόψη ότι ο εναγόμενος αμφισβητεί την κυριότητά του επ' αυτού, είναι προφανές το έννομο συμφέρον του (ενάγοντος) να αναγνωριστεί ότι ανήκει στην κυριότητά του.

 

 

Κατ' ακολουθίαν των προαναφερομένων, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη η αγωγή, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ' ουσίαν και να αναγνωρισθεί το ενάγον ως κύριο του περιγραφομένου σ' αυτήν ακινήτου.